«Στην Ελλάδα δεν χρειάζεται να εισάγουμε τον σουρεαλισμό. Η ίδια η χώρα είναι σουρεαλιστική». Μπορεί ο Andre Breton, όταν εξέφρασε τον περίφημο αυτό λόγο του, να αναφερόταν στο πεδίο της γλώσσας και την κυριολεκτικά σουρεαλιστική υπόστασή της στην ελληνική κοινωνία, ωστόσο, δεν θα ήταν άδικη οπωσδήποτε η απόδοση του ίδιου χαρακτηρισμού στη χώρα μας για πληθώρα άλλων λόγων.
Διότι, πώς δεν είναι σουρεαλιστική μία χώρα στην οποία, ενώ οι πολίτες της πλέον έχουν σχεδόν πλήρη επίγνωση και αντίληψη του σαθρού πολιτικοοικονομικού μεταπολιτευτικού ελληνικού οικοδομήματος που μαζί με τη δικτατορία της χυδαιότητας, του ρουσφετιού και της μετριότητας ευθύνονται για την τωρινή δική τους μάχη (των πολιτών) για επιβίωση, πάρα ταύτα συνεχίζεται το θέατρο της ατιμωρησίας και της εξαπάτησης του συνόλου λαού;
Μα πώς δεν είναι σουρεαλισμός να μην υπάρχει ούτε τώρα τρόπος ή δυνατότητα να ελεγχθεί και να τιμωρηθεί έμπρακτα η κλοπή κοινωνικού χρήματος από τους «διαχειριστές» των κρατικών ταμείων(μην πάει το μυαλό μας μόνο σε όσους έχουν ήδη γλιτώσει αλλά και σε αυτούς που τώρα γλιτώνουν από τον χώρο του αθλητισμού και αλλού…); Είναι πέρα από κάθε φαντασία να μην εμποδίζεται και να μην τιμωρείται η εικοσιτετράωρη τηλεοπτική και ραδιοτηλεοπτική «μνημονιακή ιδιοτέλεια» πολλών δελτίων ειδήσεων σε συνδυασμό με τη μεθοδική υποβάθμιση της νοημοσύνης μας.
Είναι αδύνατο στο ελληνικό δημοκρατικό καθεστώς να οδηγήσουν οι πολίτες στη Δικαιοσύνη όλους τους μεγαλεμπόρους φαυλότητας και τους αναιδείς κομματάρχες, που με στομφώδη έπαρση οργανώνουν καθημερινά την κατάλυση της έννομης τάξης και προγραμματίζουν την άσκηση βίας και πρόκλησης επεισοδίων σε κάθε λογική και ειρηνική δημόσια απαίτηση. Και βέβαια είναι σουρεαλισμός να μην μπορούν ορισμένοι πολίτες να αναμετρηθούν ενώπιον δικαστηρίου με μια κυβέρνηση ή ένα κόμμα που κατ’ επανάληψη διαπράττει εγκλήματα κατά της δημόσιας περιουσίας, της διαχείρισης των ελληνικών συνόρων καθώς και εγκλήματα ιστορικής συκοφαντίας για να «μπερδεύουν» τη μαθητική και φοιτητική νεολαία. Σημειωτέον, το Σύνταγμα προβλέπει την τιμώρηση τέτοιων κυβερνήσεων ή κομμάτων ή πολιτικών μεμονωμένα για «προδοσία».
Ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτός ο σουρεαλισμός είναι το άλλο όνομα του σημερινού τρόπου ζωής μας. Όταν διαπιστώσαμε για πρώτη φορά τον παραπάνω σουρεαλιστικό τρόπο ζωής μας (σαφώς πολύ αργά), όλοι αναρωτηθήκαμε αν υπάρχουν σήμερα δυνάμεις, που θα μπορούσαν να μας δώσουν μια άλλη κατεύθυνση, ώστε να αναζητήσουμε την ποιότητα των αρχών και του ήθους που εξαφανίστηκαν από την ακόρεστη λαιμαργία του ελληνικού νεοπλουτισμού.
Αρχικά απαντήσαμε όλοι σχεδόν όχι, δεν υπάρχουν τέτοιες δυνάμεις, βυθιζόμενοι ακόμα περισσότερο στο έρεβος της απαισιοδοξίας μας, δικαιολογημένα αν θυμηθούμε το Σεφέρη που είπε πως «οι παρηκμασμένες εποχές βρίσκουν την έκφρασή τους σε παρηκμασμένους εκπροσώπους». Τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι καναλάρχες, οι μεγαλοδημοσιογράφοι, οι ψευτοκαλλιτέχνες, όσοι τέλος πάντων έχουν ισχύ και επιρροή δεν αγωνιούν για την εύρεση των χαμένων μας αξιών, αφού άλλωστε κι αυτοί ευθύνονται για το χαμό τους.
Κατόπιν, κάποιοι πιο σκεπτόμενοι τόνισαν το ρόλο της τέχνης, η οποία καλείται να μας αφυπνίσει. Βεβαίως, η τέχνη μπορεί να το κάνει αυτό σήμερα. Το ερώτημα βέβαια είναι ποια τέχνη μπορεί να αναλάβει αυτό το εγχείρημα; Σίγουρα όχι η τέχνη της παρακμής που στο βωμό της πρωτοπορίας έχει υποβιβάσει κάθε έννοια αισθητικής και σεβασμού, καλλιτεχνικού σεβασμού. Διότι ασφαλώς δεν αρκεί πολλοί δήμοι της χώρας να επιστρατεύουν κάθε καλοκαίρι για επιμορφωτές τους καλλιτέχνες του πληρώματος των θερινών σκυλάδικων, για να εκπολιτίσουν την ελληνική επαρχία. Ακόμη και το Μέγαρο Μουσικής στήνει προγράμματα για τους κοσμικούς των Αθηνών και αποκλείει μανιωδώς έναν σταθερό κύκλο παλαιότερης και νεότερης μουσικής.
Η μουσική, πάλι, αυτοεξαντλείται με την εμμονή της ύπαρξής της μέσα από τα μοντέρνα συστήματα απομακρύνοντας τους μουσικόφιλους από τις συναυλίες. Και πολύ περισσότερο δεν αρκεί να βγαίνει ο Αγαμέμνονας με το σώβρακο στην Επίδαυρο, για να λέμε ότι έχουμε πρωτοποριακή τέχνη. Αυτή η τέχνη δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αναλάβει την αναμόρφωσή μας. Αυτή η τέχνη είναι γελοία και αστεία τέχνη, διότι δεν συνδυάζει την πρωτοποριακή πρόθεση με έναν πειστικό καλλιτεχνικό στοχασμό.
Άρα θα νόμιζε κανείς ότι δεν υπάρχει διέξοδος και συνεπώς πρέπει να αναπαυθούμε στην πρωτοποριακή υποκουλτούρα- και πάλι όχι. Ασφαλώς, η τέχνη μπορεί να σηκώσει το βάρος της αναμόρφωσής μας, μόνο όμως αν έχουμε τα ορθά κριτήρια επιλογής και όχι τα επιφανειακά. Για παράδειγμα, είναι σαφώς επιφανειακό κριτήριο ως ένα βαθμό να στηρίζεσαι μόνο στο όνομα του καλλιτέχνη και όχι στο εκάστοτε συγκεκριμένο έργο του. Δηλαδή, το ότι μια ταινία μπορεί να είναι του Γούντι Άλεν σημαίνει μεν ότι έχει κάτι ξεχωριστό (διαφορετικό από μια συνηθισμένη π.χ. χολιγουντιανή ιδέα), αλλά δεν σημαίνει αυτό ότι μπορώ να λέω με καμάρι «έβαλα ποιότητα στη ζωή μου, ανέβηκα ένα επίπεδο». Πρώτον, διότι αν σε ακούσει κάποιος σχετικός θα γελοιοποιηθείς οικτρά και δεύτερον, διότι μπορεί το συγκεκριμένο έργο να είναι υποδεέστερο και μιας ταινίας του bollywood.
Όπως και να’ χει, μπορεί εκ των βασικότερων αρχών της τέχνης να είναι ο υποκειμενισμός, αλλά το αντικειμενικά καλό και το αντικειμενικά κακό έργο υπάρχουν ορισμένοι μηχανισμοί να το διακρίνουμε, εύκολοι αν δεν είμαστε εγωπαθείς και εντελώς απαίδευτοι. Για την αναμόρφωσή μας χρειαζόμαστε την αντικειμενικά ποιοτική τέχνη, αν δεχόμαστε την ύπαρξη και μη ποιοτικής τέχνης(διότι κάποιοι είμαστε τόσο τυφλωμένοι καλλιτεχνικά…).
Το βέβαιο και σίγουρο είναι πως η τέχνη σήμερα είναι ίσως μία από τις τελευταίες σανίδες σωτηρίας από τον χείμαρρο του ελληνικού «σουρεαλισμού» λόγω της τεράστιας επιμορφωτικής της δύναμης. Γι’ αυτό είναι άκρως απαραίτητα δύο πράγματα: πρώτον, να μην είμαστε εγωιστικά ζώα θεωρώντας τέχνη ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι, και δεύτερον, να πάψουμε να βλέπουμε την τέχνη σαν τσιγάρο. Αυτό σημαίνει να μην είναι το διάλειμμα στην «χωρίς τέχνη ζωή» μας και προφανώς να μην την πατάμε στο έδαφος αφού έρθουμε σε επαφή μαζί της καμαρώνοντας βλακωδώς που μια φορά τη βάλαμε στη καθημερινότητά μας- η τέχνη είναι παντού και πάντα, όχι μια φορά το μήνα σε μια δηθενίστικη ταινία και κυρίως, προϋποθέτει τη διάρκεια.
Πρέπει να την καταλαβαίνουμε για να μας αλλάξει, να μας αναμορφώσει. Όπως είπε ο Έλληνας Μουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος, «δεν αρκεί να βλέπεις τον Παρθενώνα και να αναρωτιέσαι πώς ανέβασαν τα μάρμαρα εκεί πάνω, πρέπει να συλλαμβάνεις και την αρχιτεκτονική».
Διότι, πώς δεν είναι σουρεαλιστική μία χώρα στην οποία, ενώ οι πολίτες της πλέον έχουν σχεδόν πλήρη επίγνωση και αντίληψη του σαθρού πολιτικοοικονομικού μεταπολιτευτικού ελληνικού οικοδομήματος που μαζί με τη δικτατορία της χυδαιότητας, του ρουσφετιού και της μετριότητας ευθύνονται για την τωρινή δική τους μάχη (των πολιτών) για επιβίωση, πάρα ταύτα συνεχίζεται το θέατρο της ατιμωρησίας και της εξαπάτησης του συνόλου λαού;
Μα πώς δεν είναι σουρεαλισμός να μην υπάρχει ούτε τώρα τρόπος ή δυνατότητα να ελεγχθεί και να τιμωρηθεί έμπρακτα η κλοπή κοινωνικού χρήματος από τους «διαχειριστές» των κρατικών ταμείων(μην πάει το μυαλό μας μόνο σε όσους έχουν ήδη γλιτώσει αλλά και σε αυτούς που τώρα γλιτώνουν από τον χώρο του αθλητισμού και αλλού…); Είναι πέρα από κάθε φαντασία να μην εμποδίζεται και να μην τιμωρείται η εικοσιτετράωρη τηλεοπτική και ραδιοτηλεοπτική «μνημονιακή ιδιοτέλεια» πολλών δελτίων ειδήσεων σε συνδυασμό με τη μεθοδική υποβάθμιση της νοημοσύνης μας.
Είναι αδύνατο στο ελληνικό δημοκρατικό καθεστώς να οδηγήσουν οι πολίτες στη Δικαιοσύνη όλους τους μεγαλεμπόρους φαυλότητας και τους αναιδείς κομματάρχες, που με στομφώδη έπαρση οργανώνουν καθημερινά την κατάλυση της έννομης τάξης και προγραμματίζουν την άσκηση βίας και πρόκλησης επεισοδίων σε κάθε λογική και ειρηνική δημόσια απαίτηση. Και βέβαια είναι σουρεαλισμός να μην μπορούν ορισμένοι πολίτες να αναμετρηθούν ενώπιον δικαστηρίου με μια κυβέρνηση ή ένα κόμμα που κατ’ επανάληψη διαπράττει εγκλήματα κατά της δημόσιας περιουσίας, της διαχείρισης των ελληνικών συνόρων καθώς και εγκλήματα ιστορικής συκοφαντίας για να «μπερδεύουν» τη μαθητική και φοιτητική νεολαία. Σημειωτέον, το Σύνταγμα προβλέπει την τιμώρηση τέτοιων κυβερνήσεων ή κομμάτων ή πολιτικών μεμονωμένα για «προδοσία».
Ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτός ο σουρεαλισμός είναι το άλλο όνομα του σημερινού τρόπου ζωής μας. Όταν διαπιστώσαμε για πρώτη φορά τον παραπάνω σουρεαλιστικό τρόπο ζωής μας (σαφώς πολύ αργά), όλοι αναρωτηθήκαμε αν υπάρχουν σήμερα δυνάμεις, που θα μπορούσαν να μας δώσουν μια άλλη κατεύθυνση, ώστε να αναζητήσουμε την ποιότητα των αρχών και του ήθους που εξαφανίστηκαν από την ακόρεστη λαιμαργία του ελληνικού νεοπλουτισμού.
Αρχικά απαντήσαμε όλοι σχεδόν όχι, δεν υπάρχουν τέτοιες δυνάμεις, βυθιζόμενοι ακόμα περισσότερο στο έρεβος της απαισιοδοξίας μας, δικαιολογημένα αν θυμηθούμε το Σεφέρη που είπε πως «οι παρηκμασμένες εποχές βρίσκουν την έκφρασή τους σε παρηκμασμένους εκπροσώπους». Τα κόμματα, οι πολιτικοί, οι καναλάρχες, οι μεγαλοδημοσιογράφοι, οι ψευτοκαλλιτέχνες, όσοι τέλος πάντων έχουν ισχύ και επιρροή δεν αγωνιούν για την εύρεση των χαμένων μας αξιών, αφού άλλωστε κι αυτοί ευθύνονται για το χαμό τους.
Κατόπιν, κάποιοι πιο σκεπτόμενοι τόνισαν το ρόλο της τέχνης, η οποία καλείται να μας αφυπνίσει. Βεβαίως, η τέχνη μπορεί να το κάνει αυτό σήμερα. Το ερώτημα βέβαια είναι ποια τέχνη μπορεί να αναλάβει αυτό το εγχείρημα; Σίγουρα όχι η τέχνη της παρακμής που στο βωμό της πρωτοπορίας έχει υποβιβάσει κάθε έννοια αισθητικής και σεβασμού, καλλιτεχνικού σεβασμού. Διότι ασφαλώς δεν αρκεί πολλοί δήμοι της χώρας να επιστρατεύουν κάθε καλοκαίρι για επιμορφωτές τους καλλιτέχνες του πληρώματος των θερινών σκυλάδικων, για να εκπολιτίσουν την ελληνική επαρχία. Ακόμη και το Μέγαρο Μουσικής στήνει προγράμματα για τους κοσμικούς των Αθηνών και αποκλείει μανιωδώς έναν σταθερό κύκλο παλαιότερης και νεότερης μουσικής.
Η μουσική, πάλι, αυτοεξαντλείται με την εμμονή της ύπαρξής της μέσα από τα μοντέρνα συστήματα απομακρύνοντας τους μουσικόφιλους από τις συναυλίες. Και πολύ περισσότερο δεν αρκεί να βγαίνει ο Αγαμέμνονας με το σώβρακο στην Επίδαυρο, για να λέμε ότι έχουμε πρωτοποριακή τέχνη. Αυτή η τέχνη δεν μπορεί με κανένα τρόπο να αναλάβει την αναμόρφωσή μας. Αυτή η τέχνη είναι γελοία και αστεία τέχνη, διότι δεν συνδυάζει την πρωτοποριακή πρόθεση με έναν πειστικό καλλιτεχνικό στοχασμό.
Άρα θα νόμιζε κανείς ότι δεν υπάρχει διέξοδος και συνεπώς πρέπει να αναπαυθούμε στην πρωτοποριακή υποκουλτούρα- και πάλι όχι. Ασφαλώς, η τέχνη μπορεί να σηκώσει το βάρος της αναμόρφωσής μας, μόνο όμως αν έχουμε τα ορθά κριτήρια επιλογής και όχι τα επιφανειακά. Για παράδειγμα, είναι σαφώς επιφανειακό κριτήριο ως ένα βαθμό να στηρίζεσαι μόνο στο όνομα του καλλιτέχνη και όχι στο εκάστοτε συγκεκριμένο έργο του. Δηλαδή, το ότι μια ταινία μπορεί να είναι του Γούντι Άλεν σημαίνει μεν ότι έχει κάτι ξεχωριστό (διαφορετικό από μια συνηθισμένη π.χ. χολιγουντιανή ιδέα), αλλά δεν σημαίνει αυτό ότι μπορώ να λέω με καμάρι «έβαλα ποιότητα στη ζωή μου, ανέβηκα ένα επίπεδο». Πρώτον, διότι αν σε ακούσει κάποιος σχετικός θα γελοιοποιηθείς οικτρά και δεύτερον, διότι μπορεί το συγκεκριμένο έργο να είναι υποδεέστερο και μιας ταινίας του bollywood.
Όπως και να’ χει, μπορεί εκ των βασικότερων αρχών της τέχνης να είναι ο υποκειμενισμός, αλλά το αντικειμενικά καλό και το αντικειμενικά κακό έργο υπάρχουν ορισμένοι μηχανισμοί να το διακρίνουμε, εύκολοι αν δεν είμαστε εγωπαθείς και εντελώς απαίδευτοι. Για την αναμόρφωσή μας χρειαζόμαστε την αντικειμενικά ποιοτική τέχνη, αν δεχόμαστε την ύπαρξη και μη ποιοτικής τέχνης(διότι κάποιοι είμαστε τόσο τυφλωμένοι καλλιτεχνικά…).
Το βέβαιο και σίγουρο είναι πως η τέχνη σήμερα είναι ίσως μία από τις τελευταίες σανίδες σωτηρίας από τον χείμαρρο του ελληνικού «σουρεαλισμού» λόγω της τεράστιας επιμορφωτικής της δύναμης. Γι’ αυτό είναι άκρως απαραίτητα δύο πράγματα: πρώτον, να μην είμαστε εγωιστικά ζώα θεωρώντας τέχνη ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι, και δεύτερον, να πάψουμε να βλέπουμε την τέχνη σαν τσιγάρο. Αυτό σημαίνει να μην είναι το διάλειμμα στην «χωρίς τέχνη ζωή» μας και προφανώς να μην την πατάμε στο έδαφος αφού έρθουμε σε επαφή μαζί της καμαρώνοντας βλακωδώς που μια φορά τη βάλαμε στη καθημερινότητά μας- η τέχνη είναι παντού και πάντα, όχι μια φορά το μήνα σε μια δηθενίστικη ταινία και κυρίως, προϋποθέτει τη διάρκεια.
Πρέπει να την καταλαβαίνουμε για να μας αλλάξει, να μας αναμορφώσει. Όπως είπε ο Έλληνας Μουσικός Δημήτρης Μητρόπουλος, «δεν αρκεί να βλέπεις τον Παρθενώνα και να αναρωτιέσαι πώς ανέβασαν τα μάρμαρα εκεί πάνω, πρέπει να συλλαμβάνεις και την αρχιτεκτονική».
Γ.Φ.Ξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου