Άδικος κόπος να θυμίζεις στους γραμματολογούντες πολιτικάντες ότι οι γλώσσες δεν συμμετέχουν σε καλλιστεία και διαγωνισμούς. Αρα δεν έχει νόημα να τους θυμίσεις ότι καμιά τους δεν έχει ανακηρυχθεί ομορφότερη, καμία πλουσιότερη, καμία εξυπνότερη.
Άδικος κόπος να τους διακόψεις την ώρα που, συμπυκνώνοντας την αγραμματοσύνη τους, πετάνε το δόγμα ότι «μόνο η ελληνική γλώσσα έχει τη λέξη μπέσα» (όπως είπε ο κ. Καρατζαφέρης, έπειτα από χίλιους άλλους) και τη λέξη κέφι (όπως έχουν γράψει αμέτρητοι «ελληνόψυχοι» ή απλώς αδαείς), και να τους πεις: Εντάξει ρε παλικάρια, μόνο που η μπέσα έχει αλβανική καταγωγή και το κέφι τουρκική και στο βάθος αραβική. Κι αυτό δεν σημαίνει τίποτα για τη δύναμη της ελληνικής ή της αλβανικής, γιατί αυτή είναι η δουλειά των γλωσσών: να δανείζονται και να δανείζουν, χωρίς να κρατάνε αποδείξεις και διπλότυπα.
Αδικος κόπος να θυμίσεις στους εμπόρους της θεοπροσφερθείσης ελληνικής υπεροχής και της ανάδελφης μοναδικότητας πως είναι σκέτο παραμύθι το ευρύτατα διακινούμενο ότι για μία και μόνη ψήφο η ελληνική δεν έγινε η επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ το 1776, αντί της αγγλικής· σκέτο παραμύθι πως η ελληνική διαθέτει εκατομμύρια λέξεις· σκέτο παραμύθι ότι τα αρχαία ελληνικά έχουν ψυχοθεραπευτική δράση, και μάλιστα παραμύθι προσοδοφόρο, γιατί πάνω του στήνονται παραφροντιστηριακές και παραϊατρικές επιχειρήσεις· σκέτο παραμύθι ότι τα κομπιούτερ μόνο τα αρχαία ελληνικά αναγνωρίζουν σαν «νοηματική» γλώσσα και ότι ο Μπιλ Γκέιτς, ξυπνάει το πρωί, φοράει χλαμύδα, μιλάει αρχαιοελληνιστί στον καθρέφτη του («Τι τηνικάδε αφίξαι, ω Βίλιε; ή ου πρω έτι εστίν;») κι όταν πλαγιάζει μουρμουρίζει τους αρχικούς χρόνους τού φέρω/φέρομαι, γιατί έχει αποδειχθεί κλινικοεργαστηριακώς ότι τα ενήχονοχα/ενηνόχειν/ ενήνεγμαι/ενηνέγμην είναι εξόχως χαλαρωτικά και δεν χρειάζεται πια να μετράει ανοιχτά παράθυρα για να αποκοιμηθεί· σκέτο παραμύθι ότι χρειάζονται όλα αυτά τα παραμύθια για να αγαπήσουμε τη γλώσσα μας, να την εκτιμήσουμε ως αυτό που όντως είναι και να την υπηρετήσουμε.
Και λέω άδικος κόπος γιατί οι πεπεισμένοι ότι όλα αυτά τα παραμύθια είναι όχι το τρίτον από της αληθείας αλλά το όλον της, ή δεν θα διαβάσουν καθόλου τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις ή, αν τις διαβάσουν, θα βαφτίσουν μισέλληνα ή ανθέλληνα όποιον παίρνει τον Τριανταφυλλίδη λίγο πιο σοβαρά υπόψη απ’ ό,τι τον Γεωργιάδη ή τον Ροντούλη (τον άκουγα το 2008 στα «Τζαρτζάνεια» του Τυρνάβου να αναμασά όλα τα ελληνογλωσσοκοπήματα μπροστά στους εμβρόντητους συνέδρους) και θα πάνε παρακάτω, οδοστρωτήρες σωστοί.
Θα ξαναπούν δηλαδή τα ίδια (αυτο)βαυκαλιστικά, οι αντιρρησίες θα ξαναγράψουν τα ίδια, αλλά ουδείς ημιεγγράμματος πολιτικάντης θα μετακινηθεί μισή σπιθαμή από τα δόγματά του. Γιατί θα πάψει να είναι αυτό το «επιτυχημένο» που ήδη είναι.
Tου Παντελη Μπουκαλα
Άδικος κόπος να τους διακόψεις την ώρα που, συμπυκνώνοντας την αγραμματοσύνη τους, πετάνε το δόγμα ότι «μόνο η ελληνική γλώσσα έχει τη λέξη μπέσα» (όπως είπε ο κ. Καρατζαφέρης, έπειτα από χίλιους άλλους) και τη λέξη κέφι (όπως έχουν γράψει αμέτρητοι «ελληνόψυχοι» ή απλώς αδαείς), και να τους πεις: Εντάξει ρε παλικάρια, μόνο που η μπέσα έχει αλβανική καταγωγή και το κέφι τουρκική και στο βάθος αραβική. Κι αυτό δεν σημαίνει τίποτα για τη δύναμη της ελληνικής ή της αλβανικής, γιατί αυτή είναι η δουλειά των γλωσσών: να δανείζονται και να δανείζουν, χωρίς να κρατάνε αποδείξεις και διπλότυπα.
Αδικος κόπος να θυμίσεις στους εμπόρους της θεοπροσφερθείσης ελληνικής υπεροχής και της ανάδελφης μοναδικότητας πως είναι σκέτο παραμύθι το ευρύτατα διακινούμενο ότι για μία και μόνη ψήφο η ελληνική δεν έγινε η επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ το 1776, αντί της αγγλικής· σκέτο παραμύθι πως η ελληνική διαθέτει εκατομμύρια λέξεις· σκέτο παραμύθι ότι τα αρχαία ελληνικά έχουν ψυχοθεραπευτική δράση, και μάλιστα παραμύθι προσοδοφόρο, γιατί πάνω του στήνονται παραφροντιστηριακές και παραϊατρικές επιχειρήσεις· σκέτο παραμύθι ότι τα κομπιούτερ μόνο τα αρχαία ελληνικά αναγνωρίζουν σαν «νοηματική» γλώσσα και ότι ο Μπιλ Γκέιτς, ξυπνάει το πρωί, φοράει χλαμύδα, μιλάει αρχαιοελληνιστί στον καθρέφτη του («Τι τηνικάδε αφίξαι, ω Βίλιε; ή ου πρω έτι εστίν;») κι όταν πλαγιάζει μουρμουρίζει τους αρχικούς χρόνους τού φέρω/φέρομαι, γιατί έχει αποδειχθεί κλινικοεργαστηριακώς ότι τα ενήχονοχα/ενηνόχειν/ ενήνεγμαι/ενηνέγμην είναι εξόχως χαλαρωτικά και δεν χρειάζεται πια να μετράει ανοιχτά παράθυρα για να αποκοιμηθεί· σκέτο παραμύθι ότι χρειάζονται όλα αυτά τα παραμύθια για να αγαπήσουμε τη γλώσσα μας, να την εκτιμήσουμε ως αυτό που όντως είναι και να την υπηρετήσουμε.
Και λέω άδικος κόπος γιατί οι πεπεισμένοι ότι όλα αυτά τα παραμύθια είναι όχι το τρίτον από της αληθείας αλλά το όλον της, ή δεν θα διαβάσουν καθόλου τις ενστάσεις και τις αντιρρήσεις ή, αν τις διαβάσουν, θα βαφτίσουν μισέλληνα ή ανθέλληνα όποιον παίρνει τον Τριανταφυλλίδη λίγο πιο σοβαρά υπόψη απ’ ό,τι τον Γεωργιάδη ή τον Ροντούλη (τον άκουγα το 2008 στα «Τζαρτζάνεια» του Τυρνάβου να αναμασά όλα τα ελληνογλωσσοκοπήματα μπροστά στους εμβρόντητους συνέδρους) και θα πάνε παρακάτω, οδοστρωτήρες σωστοί.
Θα ξαναπούν δηλαδή τα ίδια (αυτο)βαυκαλιστικά, οι αντιρρησίες θα ξαναγράψουν τα ίδια, αλλά ουδείς ημιεγγράμματος πολιτικάντης θα μετακινηθεί μισή σπιθαμή από τα δόγματά του. Γιατί θα πάψει να είναι αυτό το «επιτυχημένο» που ήδη είναι.
Tου Παντελη Μπουκαλα
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου