Πρώτον, η αναδιανομή πόρων σε παγκόσμιο επίπεδο και η επιρροή των ξένων σε μας -φαινόμενα που ζούμε σήμερα εντονότερα από κάθε άλλη φορά- εκδηλώνονται μέσα από την οικονομική ακυβερνησία της Ευρώπης που ριζώνει όλο και πιο βαθιά την ύφεση στα κράτη-μέλη της, μέσα από την βίαιη αναπόφευκτα ανατροπή καθεστώτων στον αραβικό κόσμο και τέλος, μέσα από την ανάδυση νέων δυνάμεων που βασίζουν την ανάπτυξή τους στην καταναλωτική δυνατότητα των υπερχρεωμένων χωρών.
Η θέση της Ελλάδας και το συμφέρον της είναι να εκμεταλλευτεί τις επερχόμενες μεταβολές. Δεύτερον, καταρρίπτεται ο μύθος που ήθελε το ευρώ και τη νομισματική ένωση να είναι ένα πρόγραμμα στηριγμένο σε προσεκτική και εξονυχιστική εκτίμηση του κόστους και του οφέλους για τα κράτη της Ε.Ε.
Ήταν εκ προοιμίου ένα αμφίβολο εγχείρημα, διότι σε αντίθεση με τις πολιτείες των ΗΠΑ που λειτουργούν υπό κοινό προϋπολογισμό και εργατικό δυναμικό που ομιλεί την ίδια γλώσσα, οι οικονομίες των Κρατών της Ε.Ε. ήταν τόσο διαφορετικές που ήταν πρακτικά αδύνατο να λειτουργήσουν υπό ενιαία νομισματική πολιτική. Η υλοποίηση, ωστόσο, του εγχειρήματος οφείλεται στο όνειρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στην ελπίδα ότι «όλα θα πάνε καλά».
Τρίτον, καταρρίπτεται ένας ακόμη μύθος. Αυτός περί της λυτρωτικής πολιτικής από τεχνοκρατικούς οργανισμούς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατ’ εξοχήν τεχνοκρατικός οργανισμός, όταν ψηφίστηκε το πρώτο μνημόνιο στήριξε με σθένος την πίστη ότι η περικοπή δαπανών σε μια οικονομία σε ύφεση προωθεί την ανάπτυξη. Όπως όλοι οι τεχνοκρατικοί οργανισμοί ξεχωρίζουν για τη μεγαλειώδη φαντασία τους όταν οι συνθήκες χειροτερεύουν, έτσι και η παραπάνω πίστη της ΕΚΤ ποτέ και πουθενά δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Τέταρτον, ας σταματήσουμε να καυχησιολογούμε ότι η Ελλάδα στο παρελθόν έχει αναδείξει πολιτικούς μεγάλης αξίας, διότι μετέπειτα αποδεικνυόταν ότι το κράτος που, υποτίθεται, είχαν δημιουργήσει δεν υπήρχε. Τα όποια επιτεύγματά τους ήταν αποτέλεσμα του προσωπικού τους κύρους σε εξωτερικό ή εσωτερικό και η κάθοδός τους από την εξουσία εκμηδένιζε σχεδόν πάντα τα κατορθώματά τους.
Πέμπτον, ας σταματήσει επιτέλους η σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη που κατήργησαν κι αυτοί το πολιτικό τους σύστημα δίνοντας την ευκαιρία σε τεχνοκράτες, όπως εμείς, και συγκεκριμένα η σύγκριση με την Ιταλία. Διότι είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση η τεχνοκρατική κυβέρνηση της Ιταλίας υπό τον κ. Μάριο Μόντι, καθώς μπορεί ενίοτε η Ιταλία να κυβερνάται από πρωθυπουργικούς αστέρες, όπως ο Μπερλουσκόνι, αλλά δεν παύει να είναι μία χώρα με κράτος και ένα ισχυρό και παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης εδραιωμένο.
Έκτον, η βασική Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, Κουβέλης) πρέπει να σταματήσει να πιστεύει στο αλάνθαστο του λαού και να υιοθετεί τον κακόφωνο λαϊκισμό των υπερπατριωτών. Κι αυτό διότι «πλανάται πλάνην οικτράν», αν ελπίζει ότι όταν οι ψηφοφόροι φθάσουν στις κάλπες θα προτιμήσουν να τιμωρήσουν τους βασανιστές τους (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) από το να στηρίξουν το συνετό νομοθέτη που δυστυχώς στη μεταπολιτευτική Ελλάδα τον ενσαρκώνουν οι αρχιστράτηγοι του κακού.
Έβδομον, στο γκρεμό έχουμε πέσει. Απλώς έχουμε γαντζωθεί με νύχια και με δόντια στα τελευταία βράχια πριν την ολοκληρωτική ισοπέδωση. Καλό θα ήταν με κάποιο κατάλληλο οδηγό να διαπραγματευτούμε εκ νέου μία συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους και παραμονής στο ευρώ. Αλλιώς, είμαι πολύ περίεργος να δω το εναλλακτικό σχέδιο με την επιστροφή στη «δραχμούλα» που έχουν μερικοί στο μυαλουδάκι τους.
Όγδοον, η κλιματική αλλαγή χρειάζεται να καταλάβουμε ότι μας αφορά όλους και πολύ μάλιστα. Μπορεί να αποτελέσει το μοχλό κινητοποίησης διαφόρων τομέων με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία, την απασχόληση και την εύρεση νέου εισοδήματος. Οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορεί να ελαχιστοποιήσουν σιγά σιγά την εξάρτησή μας από τον άνθρακα, ενώ η προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων από τη βιομηχανία ενισχύει την τεχνολογική ανάπτυξη και άρα την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας.
Ένατον, πρέπει να σταματήσουν προτάσεις σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας που θα βασίζονται σε δανεικά. Το κατεπείγον ζητούμενο είναι πρωτοβουλίες που θα επαναφέρουν την ποιότητα στον κοινωνικό βίο, να αλλάξει το καταναλωτικό όνειρο χιλιάδων πολιτών που ταύτισαν την ευτυχία με το «όλα επιτρέπονται», να ανακτήσουμε την χαμένη μας αξιοπρέπεια ενδυναμωμένη από τις μακάβριες συνέπειες της έως τώρα ζωής μας, να σταματήσει η εγωιστική αυθαιρεσία των Ελληναράδων και να καυχηθούμε επιτέλους για κάτι που κάναμε εμείς, όχι αυτοί οι πολυδιαβασμένοι πρόγονοί μας.
Δέκατον, αυτοί οι πολιτικοί μας πια, «πρέπει να κάνουν το σωστό. Ανησυχούν περισσότερο για την καριέρα τους και λιγότερο για τους ανθρώπους. Όλοι όμως ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Αν ξέρεις τι πρέπει να γίνει, κάν’ το! Κι αν δεν επανεκλεγείς, έσωσες τη χώρα σου! Δεν φτάνει αυτό;», υποστήριξε πρόσφατα ο Τζόε Τρίπι.
Ενδέκατον, η «εφεδρεία» στο Δημόσιο είναι μια «τρύπα στο νερό». Χρειαζόμαστε έναν αρχηγό που θα επιστρατεύσει καταξιωμένους πολίτες να συντάξουν έναν νέο Δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα, ο οποίος θα έχει στόχο και αρχή να μεταβάλει το δημοσιοϋπαλληλικό πεδίο σε στίβο ανάδειξης των δουλευταράδων με κοινωνική ευαισθησία και υψηλό αίσθημα ευθύνης και να «ξεκαθαρίσει» το τοπίο από μίζερους φραπεδολάγνους.
Δωδέκατον και ουσιαστικότερον, όλα τα παραπάνω είναι απλές αλήθειες, καθαρές, ικανές να αναδημιουργήσουν, να θεμελιώσουν ανασύνταξη προσωπική και συλλογική. Ωστόσο, περικλείουν ένα μειονέκτημα: δεν αρκεί η κατανόησή τους. Προϋποθέτουν φυγή από την «εαυτούλικη» κοσμοθεωρία μας, κι αυτό όχι για να γίνουμε ηθικά στοιχεία (ρομαντικές υπερβολές) αλλά για να ξαναζήσουμε, να σταθούμε στα πόδια μας και να αλλάξουμε. Και να κερδίσουμε τα δύσκολα και ανεκτίμητα «Εύγε» από αυτούς που μας πιστεύουν και περιμένουν να δουλέψουμε σκληρά αυτή την περίοδο (πρόκειται ασφαλώς για εμάς τους ίδιους και όχι κάποιον ευρωπαίο μας εκβιαστή). Οι τοξικομανείς των κομμάτων δεν μπορούν να υπηρετήσουν αυτήν την πραγματικότητα της ποιότητας και της δουλειάς. Πρέπει επειγόντως να τους στείλουμε σπίτια τους.
Η θέση της Ελλάδας και το συμφέρον της είναι να εκμεταλλευτεί τις επερχόμενες μεταβολές. Δεύτερον, καταρρίπτεται ο μύθος που ήθελε το ευρώ και τη νομισματική ένωση να είναι ένα πρόγραμμα στηριγμένο σε προσεκτική και εξονυχιστική εκτίμηση του κόστους και του οφέλους για τα κράτη της Ε.Ε.
Ήταν εκ προοιμίου ένα αμφίβολο εγχείρημα, διότι σε αντίθεση με τις πολιτείες των ΗΠΑ που λειτουργούν υπό κοινό προϋπολογισμό και εργατικό δυναμικό που ομιλεί την ίδια γλώσσα, οι οικονομίες των Κρατών της Ε.Ε. ήταν τόσο διαφορετικές που ήταν πρακτικά αδύνατο να λειτουργήσουν υπό ενιαία νομισματική πολιτική. Η υλοποίηση, ωστόσο, του εγχειρήματος οφείλεται στο όνειρο της ευρωπαϊκής ενοποίησης και στην ελπίδα ότι «όλα θα πάνε καλά».
Τρίτον, καταρρίπτεται ένας ακόμη μύθος. Αυτός περί της λυτρωτικής πολιτικής από τεχνοκρατικούς οργανισμούς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, κατ’ εξοχήν τεχνοκρατικός οργανισμός, όταν ψηφίστηκε το πρώτο μνημόνιο στήριξε με σθένος την πίστη ότι η περικοπή δαπανών σε μια οικονομία σε ύφεση προωθεί την ανάπτυξη. Όπως όλοι οι τεχνοκρατικοί οργανισμοί ξεχωρίζουν για τη μεγαλειώδη φαντασία τους όταν οι συνθήκες χειροτερεύουν, έτσι και η παραπάνω πίστη της ΕΚΤ ποτέ και πουθενά δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Τέταρτον, ας σταματήσουμε να καυχησιολογούμε ότι η Ελλάδα στο παρελθόν έχει αναδείξει πολιτικούς μεγάλης αξίας, διότι μετέπειτα αποδεικνυόταν ότι το κράτος που, υποτίθεται, είχαν δημιουργήσει δεν υπήρχε. Τα όποια επιτεύγματά τους ήταν αποτέλεσμα του προσωπικού τους κύρους σε εξωτερικό ή εσωτερικό και η κάθοδός τους από την εξουσία εκμηδένιζε σχεδόν πάντα τα κατορθώματά τους.
Πέμπτον, ας σταματήσει επιτέλους η σύγκριση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη που κατήργησαν κι αυτοί το πολιτικό τους σύστημα δίνοντας την ευκαιρία σε τεχνοκράτες, όπως εμείς, και συγκεκριμένα η σύγκριση με την Ιταλία. Διότι είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση η τεχνοκρατική κυβέρνηση της Ιταλίας υπό τον κ. Μάριο Μόντι, καθώς μπορεί ενίοτε η Ιταλία να κυβερνάται από πρωθυπουργικούς αστέρες, όπως ο Μπερλουσκόνι, αλλά δεν παύει να είναι μία χώρα με κράτος και ένα ισχυρό και παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης εδραιωμένο.
Έκτον, η βασική Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, Κουβέλης) πρέπει να σταματήσει να πιστεύει στο αλάνθαστο του λαού και να υιοθετεί τον κακόφωνο λαϊκισμό των υπερπατριωτών. Κι αυτό διότι «πλανάται πλάνην οικτράν», αν ελπίζει ότι όταν οι ψηφοφόροι φθάσουν στις κάλπες θα προτιμήσουν να τιμωρήσουν τους βασανιστές τους (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) από το να στηρίξουν το συνετό νομοθέτη που δυστυχώς στη μεταπολιτευτική Ελλάδα τον ενσαρκώνουν οι αρχιστράτηγοι του κακού.
Έβδομον, στο γκρεμό έχουμε πέσει. Απλώς έχουμε γαντζωθεί με νύχια και με δόντια στα τελευταία βράχια πριν την ολοκληρωτική ισοπέδωση. Καλό θα ήταν με κάποιο κατάλληλο οδηγό να διαπραγματευτούμε εκ νέου μία συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους και παραμονής στο ευρώ. Αλλιώς, είμαι πολύ περίεργος να δω το εναλλακτικό σχέδιο με την επιστροφή στη «δραχμούλα» που έχουν μερικοί στο μυαλουδάκι τους.
Όγδοον, η κλιματική αλλαγή χρειάζεται να καταλάβουμε ότι μας αφορά όλους και πολύ μάλιστα. Μπορεί να αποτελέσει το μοχλό κινητοποίησης διαφόρων τομέων με πολλαπλά οφέλη για την οικονομία, την απασχόληση και την εύρεση νέου εισοδήματος. Οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορεί να ελαχιστοποιήσουν σιγά σιγά την εξάρτησή μας από τον άνθρακα, ενώ η προσπάθεια μείωσης των εκπομπών αερίων από τη βιομηχανία ενισχύει την τεχνολογική ανάπτυξη και άρα την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας.
Ένατον, πρέπει να σταματήσουν προτάσεις σωτηρίας της ελληνικής οικονομίας που θα βασίζονται σε δανεικά. Το κατεπείγον ζητούμενο είναι πρωτοβουλίες που θα επαναφέρουν την ποιότητα στον κοινωνικό βίο, να αλλάξει το καταναλωτικό όνειρο χιλιάδων πολιτών που ταύτισαν την ευτυχία με το «όλα επιτρέπονται», να ανακτήσουμε την χαμένη μας αξιοπρέπεια ενδυναμωμένη από τις μακάβριες συνέπειες της έως τώρα ζωής μας, να σταματήσει η εγωιστική αυθαιρεσία των Ελληναράδων και να καυχηθούμε επιτέλους για κάτι που κάναμε εμείς, όχι αυτοί οι πολυδιαβασμένοι πρόγονοί μας.
Δέκατον, αυτοί οι πολιτικοί μας πια, «πρέπει να κάνουν το σωστό. Ανησυχούν περισσότερο για την καριέρα τους και λιγότερο για τους ανθρώπους. Όλοι όμως ξέρουν τι πρέπει να κάνουν. Αν ξέρεις τι πρέπει να γίνει, κάν’ το! Κι αν δεν επανεκλεγείς, έσωσες τη χώρα σου! Δεν φτάνει αυτό;», υποστήριξε πρόσφατα ο Τζόε Τρίπι.
Ενδέκατον, η «εφεδρεία» στο Δημόσιο είναι μια «τρύπα στο νερό». Χρειαζόμαστε έναν αρχηγό που θα επιστρατεύσει καταξιωμένους πολίτες να συντάξουν έναν νέο Δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα, ο οποίος θα έχει στόχο και αρχή να μεταβάλει το δημοσιοϋπαλληλικό πεδίο σε στίβο ανάδειξης των δουλευταράδων με κοινωνική ευαισθησία και υψηλό αίσθημα ευθύνης και να «ξεκαθαρίσει» το τοπίο από μίζερους φραπεδολάγνους.
Δωδέκατον και ουσιαστικότερον, όλα τα παραπάνω είναι απλές αλήθειες, καθαρές, ικανές να αναδημιουργήσουν, να θεμελιώσουν ανασύνταξη προσωπική και συλλογική. Ωστόσο, περικλείουν ένα μειονέκτημα: δεν αρκεί η κατανόησή τους. Προϋποθέτουν φυγή από την «εαυτούλικη» κοσμοθεωρία μας, κι αυτό όχι για να γίνουμε ηθικά στοιχεία (ρομαντικές υπερβολές) αλλά για να ξαναζήσουμε, να σταθούμε στα πόδια μας και να αλλάξουμε. Και να κερδίσουμε τα δύσκολα και ανεκτίμητα «Εύγε» από αυτούς που μας πιστεύουν και περιμένουν να δουλέψουμε σκληρά αυτή την περίοδο (πρόκειται ασφαλώς για εμάς τους ίδιους και όχι κάποιον ευρωπαίο μας εκβιαστή). Οι τοξικομανείς των κομμάτων δεν μπορούν να υπηρετήσουν αυτήν την πραγματικότητα της ποιότητας και της δουλειάς. Πρέπει επειγόντως να τους στείλουμε σπίτια τους.
Γ.Φ.Ξ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου