Οι Γάλλοι εξεγείρονται. Οι Eλληνες, επίσης. Καιρός ήταν. Και στις δύο χώρες έγιναν εκλογές την Κυριακή, που στην πραγματικότητα ήταν δημοψηφίσματα για την τρέχουσα οικονομική στρατηγική της Ευρώπης. Και στις δύο χώρες οι ψηφοφόροι την απέρριψαν.
Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο το πόσο γρήγορα οι ψήφοι θα οδηγήσουν σε πραγματικές αλλαγές στην πολιτική, αλλά είναι βέβαιο ότι ο χρόνος της «στρατηγικής της ανάκαμψης μέσω λιτότητας» τελειώνει – και αυτό είναι καλό. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, ότι αυτό δεν είναι κάτι που θα άκουγες από τους συνήθεις υπόπτους εν όψει των εκλογών.
Ηταν κάπως αστείο να βλέπεις τους αποστόλους της ορθοδοξίας να προσπαθούν να παρουσιάσουν τον προσεκτικό, χαμηλών τόνων, Φρανσουά Ολάντ ως μία απειλητική φιγούρα. «Είναι μάλλον επικίνδυνος» διακήρυσσε το περιοδικό Economist, το οποίο παρατήρησε «ότι πραγματικά πιστεύει στην ανάγκη δημιουργίας μίας πιο δίκαιης κοινωνίας». Quelle horreur! Τι τρομερό!
Η αλήθεια είναι ότι η νίκη του Ολάντ σημαίνει το τέλος των «Μερκοζί», του γαλλο – γερμανικού άξονα που επέβαλε το καθεστώς λιτότητας τα τελευταία δύο χρόνια. Θα επρόκειτο για «επικίνδυνη» εξέλιξη αν αυτή η στρατηγική λειτουργούσε, ή αν τουλάχιστον είχε μία λογική πιθανότητα να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει και ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε.
Ποιο είναι το λάθος με τη συνταγή των περικοπών για την καταπολέμηση των δεινών της Ευρώπης; Μία απάντηση είναι ότι η καλή νεράιδα της εμπιστοσύνης δεν υπάρχει – αυτό σημαίνει ότι οι ισχυρισμοί ότι οι περικοπές των κυβερνητικών δαπανών θα ενθάρρυναν με κάποιον τρόπο τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να ξοδεύουν περισσότερα έχουν διαψευσθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Ετσι οι περικοπές σε μία οικονομία σε ύφεση απλά βαθαίνουν περισσότερο την ύφεση.
Επιπλέον, παρά τις θυσίες το αντάλλαγμα είναι πολύ μικρό ή και ανύπαρκτο. Σκεφτείτε την περίπτωση της Ιρλανδίας, που σαν καλός στρατιώτης στην κρίση, επέβαλε ακόμη πιο σκληρή λιτότητα για να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των αγορών. Σύμφωνα με την επικρατούσα ορθόδοξη λογική, αυτό θα έπρεπε να φέρει αποτελέσματα.
Μάλιστα, η ανάγκη της να πιστέψει σε αυτό κάνει την πολιτική ελίτ της Ευρώπης να συνεχίσει να διακηρύσσει ότι η λιτότητα στην Ιρλανδία έφερε αποτελέσματα και ότι η οικονομία της χώρας έχει αρχίσει να ανακάμπτει. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Και αν και δεν θα το πληροφορηθείτε από τον Τύπο, το κόστος δανεισμού της Ιρλανδίας παραμένει πολύ πιο υψηλό από εκείνο της Ισπανίας ή της Ιταλίας – πόσο μάλλον της Γερμανίας.
Ποιές είναι λοιπόν οι εναλλακτικές; Μία απάντηση είναι η διάλυση του ευρώ, του κοινού νομίσματος της Ευρώπης. Η Ευρώπη δεν θα βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση αν η Ελλάδα είχε ακόμη τη δραχμή της, η Ισπανία την πεσέτα της, η Ιρλανδία της λίρα της και ούτω καθεξής, αφού θα είχαν αυτό που τώρα τους λείπει: το όπλο της υποτίμησης.
Ως αντιστάθμισμα στη θλιβερή ιστορία της Ιρλανδίας, σκεφτείτε την περίπτωση της Ισλανδίας, του σημείου μηδέν της οικονομικής κρίσης, της χώρας που απάντησε υποτιμώντας το εθνικό της νόμισμα και τώρα απολαμβάνει την ανάκαμψη που θα έπρεπε να απολαμβάνει η Ιρλανδία.
Ομως η διάλυση του ευρώ θα προκαλούσε ρήξη και θα συνιστούσε τεράστια ήττα για το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», την μακροπρόθεσμη προσπάθεια προώθησης της σταθερότητας και της δημοκρατίας στην Ευρώπη μέσω της βαθύτερης ενσωμάτωσης.
Υπάρχει άλλος δρόμος; Ναι, υπάρχει – και οι Γερμανοί έχουν δείξει το πώς αυτός ο δρόμος μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα. Δυστυχώς, δεν διδάσκονται από τη δική τους εμπειρία. Μιλήστε στους ηγέτες της Γερμανίας για την κρίση του ευρώ και θα σας πουν για το πώς και η δική τους οικονομία βρισκόταν στα Τάρταρα στις αρχές της περασμένης δεκαετίας αλλά κατάφερε να ανακάμψει.
Αυτό που δεν τους αρέσει να αναφέρουν είναι ότι αυτή η ανάκαμψη οφειλόταν σε ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα εξαιτίας των συναλλαγών με άλλες ευρωπαϊκές χώρες – συγκεκριμένα εκείνες που τώρα βρίσκονται σε κρίση – που γνώριζαν ανάπτυξη και πληθωρισμό πάνω από το φυσιολογικό, εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων.
Οι χώρες της Ευρώπης που βιώνουν τώρα την κρίση θα μπορούσαν να επαναλάβουν την επιτυχία της Γερμανίας αν βρισκόντουσαν σε ένα εξίσου ευνοϊκό περιβάλλον. Ετσι, η γερμανική εμπειρία δεν αποτελεί, όπως φαντάζονται οι Γερμανοί, επιχείρημα υπέρ της μονομερούς λιτότητας στη Νότια Ευρώπη. Αλλά στους Γερμανούς δεν αρέσει αυτό το συμπέρασμα, ούτε στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Θα μείνουν γαντζωμένοι στις φαντασιώσεις τους για ευημερία μέσω της οδύνης. Και θα επιμένουν ότι αυτή η αποτυχημένη στρατηγική είναι η μόνη υπεύθυνη λύση. Αλλά φαίνεται ότι δεν θα έχουν πια τη «τυφλή» υποστήριξη του Μεγάρου των Ηλυσίων. Και αυτό, είτε το πιστεύετε είτε όχι, σημαίνει ότι τόσο το ευρώ όσο και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης από όσες είχαν πριν από λίγες ημέρες.
Paul Krugman
Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο το πόσο γρήγορα οι ψήφοι θα οδηγήσουν σε πραγματικές αλλαγές στην πολιτική, αλλά είναι βέβαιο ότι ο χρόνος της «στρατηγικής της ανάκαμψης μέσω λιτότητας» τελειώνει – και αυτό είναι καλό. Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε, ότι αυτό δεν είναι κάτι που θα άκουγες από τους συνήθεις υπόπτους εν όψει των εκλογών.
Ηταν κάπως αστείο να βλέπεις τους αποστόλους της ορθοδοξίας να προσπαθούν να παρουσιάσουν τον προσεκτικό, χαμηλών τόνων, Φρανσουά Ολάντ ως μία απειλητική φιγούρα. «Είναι μάλλον επικίνδυνος» διακήρυσσε το περιοδικό Economist, το οποίο παρατήρησε «ότι πραγματικά πιστεύει στην ανάγκη δημιουργίας μίας πιο δίκαιης κοινωνίας». Quelle horreur! Τι τρομερό!
Η αλήθεια είναι ότι η νίκη του Ολάντ σημαίνει το τέλος των «Μερκοζί», του γαλλο – γερμανικού άξονα που επέβαλε το καθεστώς λιτότητας τα τελευταία δύο χρόνια. Θα επρόκειτο για «επικίνδυνη» εξέλιξη αν αυτή η στρατηγική λειτουργούσε, ή αν τουλάχιστον είχε μία λογική πιθανότητα να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει και ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε.
Ποιο είναι το λάθος με τη συνταγή των περικοπών για την καταπολέμηση των δεινών της Ευρώπης; Μία απάντηση είναι ότι η καλή νεράιδα της εμπιστοσύνης δεν υπάρχει – αυτό σημαίνει ότι οι ισχυρισμοί ότι οι περικοπές των κυβερνητικών δαπανών θα ενθάρρυναν με κάποιον τρόπο τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις να ξοδεύουν περισσότερα έχουν διαψευσθεί τα τελευταία δύο χρόνια. Ετσι οι περικοπές σε μία οικονομία σε ύφεση απλά βαθαίνουν περισσότερο την ύφεση.
Επιπλέον, παρά τις θυσίες το αντάλλαγμα είναι πολύ μικρό ή και ανύπαρκτο. Σκεφτείτε την περίπτωση της Ιρλανδίας, που σαν καλός στρατιώτης στην κρίση, επέβαλε ακόμη πιο σκληρή λιτότητα για να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη των αγορών. Σύμφωνα με την επικρατούσα ορθόδοξη λογική, αυτό θα έπρεπε να φέρει αποτελέσματα.
Μάλιστα, η ανάγκη της να πιστέψει σε αυτό κάνει την πολιτική ελίτ της Ευρώπης να συνεχίσει να διακηρύσσει ότι η λιτότητα στην Ιρλανδία έφερε αποτελέσματα και ότι η οικονομία της χώρας έχει αρχίσει να ανακάμπτει. Αλλά αυτό δεν ισχύει. Και αν και δεν θα το πληροφορηθείτε από τον Τύπο, το κόστος δανεισμού της Ιρλανδίας παραμένει πολύ πιο υψηλό από εκείνο της Ισπανίας ή της Ιταλίας – πόσο μάλλον της Γερμανίας.
Ποιές είναι λοιπόν οι εναλλακτικές; Μία απάντηση είναι η διάλυση του ευρώ, του κοινού νομίσματος της Ευρώπης. Η Ευρώπη δεν θα βρισκόταν σε αυτή την κατάσταση αν η Ελλάδα είχε ακόμη τη δραχμή της, η Ισπανία την πεσέτα της, η Ιρλανδία της λίρα της και ούτω καθεξής, αφού θα είχαν αυτό που τώρα τους λείπει: το όπλο της υποτίμησης.
Ως αντιστάθμισμα στη θλιβερή ιστορία της Ιρλανδίας, σκεφτείτε την περίπτωση της Ισλανδίας, του σημείου μηδέν της οικονομικής κρίσης, της χώρας που απάντησε υποτιμώντας το εθνικό της νόμισμα και τώρα απολαμβάνει την ανάκαμψη που θα έπρεπε να απολαμβάνει η Ιρλανδία.
Ομως η διάλυση του ευρώ θα προκαλούσε ρήξη και θα συνιστούσε τεράστια ήττα για το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα», την μακροπρόθεσμη προσπάθεια προώθησης της σταθερότητας και της δημοκρατίας στην Ευρώπη μέσω της βαθύτερης ενσωμάτωσης.
Υπάρχει άλλος δρόμος; Ναι, υπάρχει – και οι Γερμανοί έχουν δείξει το πώς αυτός ο δρόμος μπορεί να επιφέρει αποτελέσματα. Δυστυχώς, δεν διδάσκονται από τη δική τους εμπειρία. Μιλήστε στους ηγέτες της Γερμανίας για την κρίση του ευρώ και θα σας πουν για το πώς και η δική τους οικονομία βρισκόταν στα Τάρταρα στις αρχές της περασμένης δεκαετίας αλλά κατάφερε να ανακάμψει.
Αυτό που δεν τους αρέσει να αναφέρουν είναι ότι αυτή η ανάκαμψη οφειλόταν σε ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα εξαιτίας των συναλλαγών με άλλες ευρωπαϊκές χώρες – συγκεκριμένα εκείνες που τώρα βρίσκονται σε κρίση – που γνώριζαν ανάπτυξη και πληθωρισμό πάνω από το φυσιολογικό, εξαιτίας των χαμηλών επιτοκίων.
Οι χώρες της Ευρώπης που βιώνουν τώρα την κρίση θα μπορούσαν να επαναλάβουν την επιτυχία της Γερμανίας αν βρισκόντουσαν σε ένα εξίσου ευνοϊκό περιβάλλον. Ετσι, η γερμανική εμπειρία δεν αποτελεί, όπως φαντάζονται οι Γερμανοί, επιχείρημα υπέρ της μονομερούς λιτότητας στη Νότια Ευρώπη. Αλλά στους Γερμανούς δεν αρέσει αυτό το συμπέρασμα, ούτε στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Θα μείνουν γαντζωμένοι στις φαντασιώσεις τους για ευημερία μέσω της οδύνης. Και θα επιμένουν ότι αυτή η αποτυχημένη στρατηγική είναι η μόνη υπεύθυνη λύση. Αλλά φαίνεται ότι δεν θα έχουν πια τη «τυφλή» υποστήριξη του Μεγάρου των Ηλυσίων. Και αυτό, είτε το πιστεύετε είτε όχι, σημαίνει ότι τόσο το ευρώ όσο και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης από όσες είχαν πριν από λίγες ημέρες.
Paul Krugman
The NewYork Times
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου