Στο φόντο της τραγωδίας στο σχολείο του Κονέκτικατ των ΗΠΑ αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ήταν ήδη από το 2000, κάτω από την αιγίδα της οργάνωσης «Ενα εκατομμύριο μαμάδες», που σε ένα από τα μαζικότερα συλλαλητήρια στην ιστορία της Ουάσιγκτον κινητοποιήθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες ζητώντας το εξής αυτονόητο: «Νόμους οπλοκατοχής για ασφαλή παιδιά».
Εντούτοις, και τότε και πολλές φορές έκτοτε, αποδείχτηκε ότι το λόμπι της οπλο-λαγνείας διέθετε ισχυρότερες προσβάσεις στα αμερικανικά κέντρα εξουσίας. Οι προσβάσεις αυτές και η αντίστοιχη επιρροή στα αμερικανικά κέντρα λήψης των αποφάσεων δεν έχουν να κάνουν μόνο ή κυρίως με το γεγονός ότι στις ΗΠΑ πρέπει να αναγνωριστεί ως δεδομένη η ύπαρξη σημαντικής κοινωνικής βάσης που τάσσεται υπέρ της οπλοκατοχής. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι για κάθε διαμαρτυρία ενάντια στην οπλοκατοχή, στις ΗΠΑ αρθρώνεται λόγος - σε κοινωνικό επίπεδο - υπέρ της οπλοκατοχής.
Για παράδειγμα, την ίδια ώρα που πραγματοποιούνταν στην Ουάσιγκτον η διαδήλωση στην οποία αναφερθήκαμε κατά της οπλοκατοχής, σε άλλο σημείο της πόλης είχε διοργανωθεί αντι-διαδήλωση υπέρ της «ελευθερίας χρήσης των όπλων»...
Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα για τη διαιώνιση του καθεστώτος της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ, βεβαίως και δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη της την παράδοση της χώρας.
Η ουσία, όμως, της υπόθεσης βρίσκεται αλλού. Αλλος είναι εκείνος ο παράγοντας, ο βασικός και ο καθοριστικός, που εξηγεί το γιατί σε μια χώρα 312 εκατομμυρίων ανθρώπων κυκλοφορούν πάνω από 270 εκατομμύρια όπλα!
Ο παράγοντας αυτός δεν είναι άλλος από την ισχύ που διαθέτει το πολιτικό και οικονομικό λόμπι (που εκπροσωπείται από τον λεγόμενο «Εθνικό Σύνδεσμο Τυφεκιοφόρων»), το οποίο τάσσεται υπέρ της ελεύθερης οπλοκατοχής στις ΗΠΑ. Πολιτική ισχύς η οποία προέρχεται από τη με χίλια νήματα διασύνδεσή του με επιχειρηματικούς κολοσσούς της βιομηχανίας όπλων, όπως, για παράδειγμα, η «Lockheed».
Για να καταλάβει κανείς τι εννοούμε με τον όρο «πολιτική ισχύς», αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στην ανθρωπογεωγραφία της αμερικανικής διοίκησης επί εποχής Μπους:
Η Λιν Τσέινι, σύζυγος του Αμερικανού αντιπροέδρου Τσέινι, διατέλεσε διευθύντρια στη «Lockheed». Ο Στέφεν Χάντλεϊ, αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας στο Λευκό Οίκο, ήταν ταυτόχρονα και ιδρυτής του δικηγορικού γραφείου «Σι και Γκάρντνερ», που εκπροσωπεί τη «Lockheed». Ο Νόρμαν Μινέτα ήταν υπουργός Μεταφορών και πρώην αντιπρόεδρος της «Lockheed». Οσο για τον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ, ήταν αυτός που εκπροσωπούσε τη «Lockheed» στην Ατλάντα. Η «Lockheed» είναι η μεγαλύτερη πολεμική βιομηχανία στον κόσμο, που κατασκευάζει τα πάντα: Από αεροπλάνα, βόμβες και πυραύλους μέχρι υπουργούς, γερουσιαστές και εισαγγελείς.
Οσο για τη σημερινή αμερικανική διοίκηση, επί Ομπάμα, ένα στοιχείο αρκεί: Από τα άτομα που έχουν την υποστήριξη του «Εθνικού Συνδέσμου Τυφεκιοφόρων» στις εκλογές για το Κογκρέσο, ποσοστό άνω του 80% εκλέγονται...
Να, λοιπόν, η αιτία για το «Πώς είναι δυνατόν για τα όπλα να υπάρχει λιγότερο αυστηρή νομοθεσία από τα παιχνίδια;», όπως αναρωτιόταν η «Ουάσιγκτον Ποστ» μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών έξω από το Λευκό Οίκο, το Φλεβάρη του 2001.
Να, λοιπόν, γιατί το πιο απλό πράγμα στις ΗΠΑ είναι η αγορά και η κατοχή όπλου. Κάθε είδους όπλου. Ακόμα και όπλα που εκτοξεύουν οβίδες πωλούνται ελεύθερα στους ενδιαφερόμενους πελάτες... Οπως αποκαλύφθηκε μετά από ένα ανάλογο τραγικό γεγονός με το προχτεσινό στο Κονέκτικατ, τα όπλα και τα πυρομαχικά που είχαν χρησιμοποιήσει τον Απρίλη του 1999 δύο μαθητές σε λύκειο του Κολοράντο, όταν εκτέλεσαν 13 συμμαθητές τους και στη συνέχεια αυτοκτόνησαν, τα είχαν προμηθευτεί από το σούπερ μάρκετ της περιοχής...
Να γιατί ακόμα και ο νόμος που ίσχυε από το 1994 μέχρι το 2004 όσον αφορά στην οπλοχρησία (και ο οποίος μετά τις συνεχείς αναβολές χρειάστηκε εφτά χρόνια για να ψηφιστεί) ως μοναδική προϋπόθεση για την αγορά όπλου στις ΗΠΑ όριζε ότι ο αγοραστής θα έπρεπε απλώς να είναι άνω των 18 ετών.
Να γιατί κατά την προεκλογική περίοδο του 2004, ακόμα και αυτός ο νόμος σχετικά με την οπλοκατοχή τέθηκε σε αχρηστία αφού η κυβέρνηση Μπους φρόντισε να αποφύγει να προχωρήσει στην ανανέωση της ισχύος του...
Αρκετές φορές η φιλολογία γύρω από το ζήτημα της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ θέλει να κατατείνει στο συμπέρασμα ότι η ευρεία κατοχή όπλων στις ΗΠΑ αποτυπώνει τους όρους συγκρότησης αυτού του κράτους. Οροι οι οποίοι, όπως λέγεται, έχουν διαμορφώσει στο λαό ένα πνεύμα «πολιτοφύλακα» και ότι τελικά είναι ο ίδιος ο λαός που ενσυνείδητα έχει επιβάλει τέτοιους κανόνες υπεράσπισης των ελευθεριών του, όπως η κατοχή όπλων, ώστε να αναγκάζεται το κράτος να τους αποδέχεται.
Μόνο που αυτή η προσέγγιση προσπαθεί, πίσω από ένα «έθνικ» και «φολκλορικό» προπέτασμα, να κρύψει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα επικερδέστατο εμπόριο. Με μια μπίζνα τεραστίων διαστάσεων που, στο τέλος τέλος, δεν αντανακλά παρά την ακραία εκμεταλλευτική αγριότητα στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων. Αγριότητα που θέλει «ο άνθρωπος (να) είναι λύκος για τον άνθρωπο». Στο πλαίσιο αυτής της αγριότητας και αυτής της μπίζνας, οι εκπρόσωποι του κράτους και του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος μόνο προσχηματικά επικαλούνται την πράγματι υπαρκτή αμερικανική παράδοση της οπλοκατοχής.
Εύλογο, επομένως, και το συνακόλουθο ερώτημα:
Τι κοινωνία είναι αυτή, τελικά, όπου όπως προείπαμε σε έναν πληθυσμό 312 εκατομμυρίων Αμερικανών, τα όπλα που υπάρχουν στα αμερικανικά σπίτια υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 270 εκατομμύρια (!), δηλαδή ένα όπλο για σχεδόν κάθε Αμερικανό, ανεξαρτήτως ηλικίας!
Πρόκειται προφανώς για μια κοινωνία βουτηγμένη στην «κουλτούρα του φόβου». Του «τρόμου». Του άκρατου ατομισμού. Της αποθέωσης της «δύναμης» και της επιβολής του «νόμου του ισχυρού». Του ανελέητου ανταγωνισμού και της αντιδραστικής βίας ως μέσου επιβεβαίωσης του εγώ. Μια κοινωνία που σπρώχνεται εξ απαλών ονύχων να αναζητά τη «συλλογικότητα» στις συμμορίες. Που διδάσκεται να εκλαμβάνει το έγκλημα ως διαδικασία «επιβίωσης» ή και «καταξίωσης», όπως ακριβώς απορρέει από το γεγονός ότι την μαθαίνουν να αποδέχεται τα εγκλήματα των ταγών της σαν «πατριωτισμό» και «επιβίωση του έθνους». Μια κοινωνία όπου η ανθρώπινη ζωή αξίζει τόσο όσο λέει εκείνο το σλόγκαν: «Ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα».
Αυτή η κοινωνία, η τόσο διαποτισμένη από το πνεύμα του «κοινωνικού δαρβινισμού», μέσα από το καθεστώς των ταξικά αβυσσαλέων ανισοτήτων, με τους 50 εκατομμύρια λειτουργικά αναλφάβητους, τα 50 εκατομμύρια των ανασφάλιστων, τα 50 εκατομμύρια που τρέφονται με κουπόνια απορίας, τα 100 εκατομμύρια φτωχούς και απόκληρους, που εθίζεται διαρκώς από την κυρίαρχη ιδεολογία στη λογική της «Αγριας Δύσης», της «εκδίκησης» και της «αντεκδίκησης», που «λύνει» τα υπαρξιακά της φλερτάροντας ακατάπαυστα με την αλλοτρίωση και την αποξένωση μέσω των «σούπερ-ηρώων» της, φαίνεται να κρατά πάντα ζωντανό εκείνο τον αφορισμό του Κλεμανσό όταν έλεγε ότι «η Αμερική είναι η χώρα που πέρασε από τη βαρβαρότητα στην παρακμή χωρίς να αγγίξει τον πολιτισμό»...
Το αποτέλεσμα της οπλο-λαγνείας (για να θυμηθούμε το ομότιτλο και βραβευμένο με Οσκαρ ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ) είναι ένας πραγματικά «Ακήρυχτος Πόλεμος» στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Κάθε χρόνο στις ΗΠΑ σκοτώνονται από πυροβόλα όπλα πάνω από 11.000 άνθρωποι (!) ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας.
Πρόκειται, δηλαδή, σε επίπεδο ανθρωπίνων απωλειών, για ...τέσσερις (!) 11ες του Σεπτέμβρη κάθε χρόνο!
Οπως έλεγε ο Μουρ στο ντοκιμαντέρ του, αυτός ο «ακήρυχτος πόλεμος» στις ΗΠΑ δεν είναι παρά το τίμημα που πληρώνει ο αμερικανικός λαός για τον «Νο 1» ιμπεριαλιστή του πλανήτη. Είναι, όπως ισχυριζόταν, η αντανάκλαση στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας - με τη μορφή της αντικοινωνικής «τρέλας» - του τρόμου, του φόβου και της βίας που οι ΗΠΑ σπέρνουν στον κόσμο...
Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί τούτο:
Στην πρώτη του κιόλας συνέντευξη μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Ασκροφτ, είχε δηλώσει στο CNN: «Το να φέρουν όπλα οι Αμερικανοί είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους». Για να καταλάβουμε πώς ζυγίζει τα «δικαιώματα» το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν έχουμε παρά να σημειώσουμε ότι αυτός, ο υπέρμαχος των «συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων», ο Ασκροφτ, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που μετά την 11η Σεπτέμβρη είχε δηλώσει πως η Αμερική, στον «αγώνα της κατά της τρομοκρατίας», δεν μπορεί να ασχολείται με «πολυτέλειες», όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες...
Του Νίκου Μπογιόπουλου
Εντούτοις, και τότε και πολλές φορές έκτοτε, αποδείχτηκε ότι το λόμπι της οπλο-λαγνείας διέθετε ισχυρότερες προσβάσεις στα αμερικανικά κέντρα εξουσίας. Οι προσβάσεις αυτές και η αντίστοιχη επιρροή στα αμερικανικά κέντρα λήψης των αποφάσεων δεν έχουν να κάνουν μόνο ή κυρίως με το γεγονός ότι στις ΗΠΑ πρέπει να αναγνωριστεί ως δεδομένη η ύπαρξη σημαντικής κοινωνικής βάσης που τάσσεται υπέρ της οπλοκατοχής. Αλλωστε, είναι γνωστό ότι για κάθε διαμαρτυρία ενάντια στην οπλοκατοχή, στις ΗΠΑ αρθρώνεται λόγος - σε κοινωνικό επίπεδο - υπέρ της οπλοκατοχής.
Για παράδειγμα, την ίδια ώρα που πραγματοποιούνταν στην Ουάσιγκτον η διαδήλωση στην οποία αναφερθήκαμε κατά της οπλοκατοχής, σε άλλο σημείο της πόλης είχε διοργανωθεί αντι-διαδήλωση υπέρ της «ελευθερίας χρήσης των όπλων»...
Επομένως, η απάντηση στο ερώτημα για τη διαιώνιση του καθεστώτος της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ, βεβαίως και δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη της την παράδοση της χώρας.
Η ουσία, όμως, της υπόθεσης βρίσκεται αλλού. Αλλος είναι εκείνος ο παράγοντας, ο βασικός και ο καθοριστικός, που εξηγεί το γιατί σε μια χώρα 312 εκατομμυρίων ανθρώπων κυκλοφορούν πάνω από 270 εκατομμύρια όπλα!
Ο παράγοντας αυτός δεν είναι άλλος από την ισχύ που διαθέτει το πολιτικό και οικονομικό λόμπι (που εκπροσωπείται από τον λεγόμενο «Εθνικό Σύνδεσμο Τυφεκιοφόρων»), το οποίο τάσσεται υπέρ της ελεύθερης οπλοκατοχής στις ΗΠΑ. Πολιτική ισχύς η οποία προέρχεται από τη με χίλια νήματα διασύνδεσή του με επιχειρηματικούς κολοσσούς της βιομηχανίας όπλων, όπως, για παράδειγμα, η «Lockheed».
Για να καταλάβει κανείς τι εννοούμε με τον όρο «πολιτική ισχύς», αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στην ανθρωπογεωγραφία της αμερικανικής διοίκησης επί εποχής Μπους:
Η Λιν Τσέινι, σύζυγος του Αμερικανού αντιπροέδρου Τσέινι, διατέλεσε διευθύντρια στη «Lockheed». Ο Στέφεν Χάντλεϊ, αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφαλείας στο Λευκό Οίκο, ήταν ταυτόχρονα και ιδρυτής του δικηγορικού γραφείου «Σι και Γκάρντνερ», που εκπροσωπεί τη «Lockheed». Ο Νόρμαν Μινέτα ήταν υπουργός Μεταφορών και πρώην αντιπρόεδρος της «Lockheed». Οσο για τον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ, ήταν αυτός που εκπροσωπούσε τη «Lockheed» στην Ατλάντα. Η «Lockheed» είναι η μεγαλύτερη πολεμική βιομηχανία στον κόσμο, που κατασκευάζει τα πάντα: Από αεροπλάνα, βόμβες και πυραύλους μέχρι υπουργούς, γερουσιαστές και εισαγγελείς.
Οσο για τη σημερινή αμερικανική διοίκηση, επί Ομπάμα, ένα στοιχείο αρκεί: Από τα άτομα που έχουν την υποστήριξη του «Εθνικού Συνδέσμου Τυφεκιοφόρων» στις εκλογές για το Κογκρέσο, ποσοστό άνω του 80% εκλέγονται...
Να, λοιπόν, η αιτία για το «Πώς είναι δυνατόν για τα όπλα να υπάρχει λιγότερο αυστηρή νομοθεσία από τα παιχνίδια;», όπως αναρωτιόταν η «Ουάσιγκτον Ποστ» μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών έξω από το Λευκό Οίκο, το Φλεβάρη του 2001.
Να, λοιπόν, γιατί το πιο απλό πράγμα στις ΗΠΑ είναι η αγορά και η κατοχή όπλου. Κάθε είδους όπλου. Ακόμα και όπλα που εκτοξεύουν οβίδες πωλούνται ελεύθερα στους ενδιαφερόμενους πελάτες... Οπως αποκαλύφθηκε μετά από ένα ανάλογο τραγικό γεγονός με το προχτεσινό στο Κονέκτικατ, τα όπλα και τα πυρομαχικά που είχαν χρησιμοποιήσει τον Απρίλη του 1999 δύο μαθητές σε λύκειο του Κολοράντο, όταν εκτέλεσαν 13 συμμαθητές τους και στη συνέχεια αυτοκτόνησαν, τα είχαν προμηθευτεί από το σούπερ μάρκετ της περιοχής...
Να γιατί ακόμα και ο νόμος που ίσχυε από το 1994 μέχρι το 2004 όσον αφορά στην οπλοχρησία (και ο οποίος μετά τις συνεχείς αναβολές χρειάστηκε εφτά χρόνια για να ψηφιστεί) ως μοναδική προϋπόθεση για την αγορά όπλου στις ΗΠΑ όριζε ότι ο αγοραστής θα έπρεπε απλώς να είναι άνω των 18 ετών.
Να γιατί κατά την προεκλογική περίοδο του 2004, ακόμα και αυτός ο νόμος σχετικά με την οπλοκατοχή τέθηκε σε αχρηστία αφού η κυβέρνηση Μπους φρόντισε να αποφύγει να προχωρήσει στην ανανέωση της ισχύος του...
Αρκετές φορές η φιλολογία γύρω από το ζήτημα της οπλοκατοχής στις ΗΠΑ θέλει να κατατείνει στο συμπέρασμα ότι η ευρεία κατοχή όπλων στις ΗΠΑ αποτυπώνει τους όρους συγκρότησης αυτού του κράτους. Οροι οι οποίοι, όπως λέγεται, έχουν διαμορφώσει στο λαό ένα πνεύμα «πολιτοφύλακα» και ότι τελικά είναι ο ίδιος ο λαός που ενσυνείδητα έχει επιβάλει τέτοιους κανόνες υπεράσπισης των ελευθεριών του, όπως η κατοχή όπλων, ώστε να αναγκάζεται το κράτος να τους αποδέχεται.
Μόνο που αυτή η προσέγγιση προσπαθεί, πίσω από ένα «έθνικ» και «φολκλορικό» προπέτασμα, να κρύψει ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα επικερδέστατο εμπόριο. Με μια μπίζνα τεραστίων διαστάσεων που, στο τέλος τέλος, δεν αντανακλά παρά την ακραία εκμεταλλευτική αγριότητα στο επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων. Αγριότητα που θέλει «ο άνθρωπος (να) είναι λύκος για τον άνθρωπο». Στο πλαίσιο αυτής της αγριότητας και αυτής της μπίζνας, οι εκπρόσωποι του κράτους και του στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος μόνο προσχηματικά επικαλούνται την πράγματι υπαρκτή αμερικανική παράδοση της οπλοκατοχής.
Εύλογο, επομένως, και το συνακόλουθο ερώτημα:
Τι κοινωνία είναι αυτή, τελικά, όπου όπως προείπαμε σε έναν πληθυσμό 312 εκατομμυρίων Αμερικανών, τα όπλα που υπάρχουν στα αμερικανικά σπίτια υπολογίζεται ότι ξεπερνούν τα 270 εκατομμύρια (!), δηλαδή ένα όπλο για σχεδόν κάθε Αμερικανό, ανεξαρτήτως ηλικίας!
Πρόκειται προφανώς για μια κοινωνία βουτηγμένη στην «κουλτούρα του φόβου». Του «τρόμου». Του άκρατου ατομισμού. Της αποθέωσης της «δύναμης» και της επιβολής του «νόμου του ισχυρού». Του ανελέητου ανταγωνισμού και της αντιδραστικής βίας ως μέσου επιβεβαίωσης του εγώ. Μια κοινωνία που σπρώχνεται εξ απαλών ονύχων να αναζητά τη «συλλογικότητα» στις συμμορίες. Που διδάσκεται να εκλαμβάνει το έγκλημα ως διαδικασία «επιβίωσης» ή και «καταξίωσης», όπως ακριβώς απορρέει από το γεγονός ότι την μαθαίνουν να αποδέχεται τα εγκλήματα των ταγών της σαν «πατριωτισμό» και «επιβίωση του έθνους». Μια κοινωνία όπου η ανθρώπινη ζωή αξίζει τόσο όσο λέει εκείνο το σλόγκαν: «Ο πρώτος είναι τα πάντα, ο δεύτερος δεν είναι τίποτα».
Αυτή η κοινωνία, η τόσο διαποτισμένη από το πνεύμα του «κοινωνικού δαρβινισμού», μέσα από το καθεστώς των ταξικά αβυσσαλέων ανισοτήτων, με τους 50 εκατομμύρια λειτουργικά αναλφάβητους, τα 50 εκατομμύρια των ανασφάλιστων, τα 50 εκατομμύρια που τρέφονται με κουπόνια απορίας, τα 100 εκατομμύρια φτωχούς και απόκληρους, που εθίζεται διαρκώς από την κυρίαρχη ιδεολογία στη λογική της «Αγριας Δύσης», της «εκδίκησης» και της «αντεκδίκησης», που «λύνει» τα υπαρξιακά της φλερτάροντας ακατάπαυστα με την αλλοτρίωση και την αποξένωση μέσω των «σούπερ-ηρώων» της, φαίνεται να κρατά πάντα ζωντανό εκείνο τον αφορισμό του Κλεμανσό όταν έλεγε ότι «η Αμερική είναι η χώρα που πέρασε από τη βαρβαρότητα στην παρακμή χωρίς να αγγίξει τον πολιτισμό»...
Το αποτέλεσμα της οπλο-λαγνείας (για να θυμηθούμε το ομότιτλο και βραβευμένο με Οσκαρ ντοκιμαντέρ του Μάικλ Μουρ) είναι ένας πραγματικά «Ακήρυχτος Πόλεμος» στο εσωτερικό των ΗΠΑ.
Κάθε χρόνο στις ΗΠΑ σκοτώνονται από πυροβόλα όπλα πάνω από 11.000 άνθρωποι (!) ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης οπλοκατοχής και οπλοχρησίας.
Πρόκειται, δηλαδή, σε επίπεδο ανθρωπίνων απωλειών, για ...τέσσερις (!) 11ες του Σεπτέμβρη κάθε χρόνο!
Οπως έλεγε ο Μουρ στο ντοκιμαντέρ του, αυτός ο «ακήρυχτος πόλεμος» στις ΗΠΑ δεν είναι παρά το τίμημα που πληρώνει ο αμερικανικός λαός για τον «Νο 1» ιμπεριαλιστή του πλανήτη. Είναι, όπως ισχυριζόταν, η αντανάκλαση στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας - με τη μορφή της αντικοινωνικής «τρέλας» - του τρόμου, του φόβου και της βίας που οι ΗΠΑ σπέρνουν στον κόσμο...
Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί τούτο:
Στην πρώτη του κιόλας συνέντευξη μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Ασκροφτ, είχε δηλώσει στο CNN: «Το να φέρουν όπλα οι Αμερικανοί είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά τους». Για να καταλάβουμε πώς ζυγίζει τα «δικαιώματα» το αμερικανικό πολιτικό σύστημα δεν έχουμε παρά να σημειώσουμε ότι αυτός, ο υπέρμαχος των «συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων», ο Ασκροφτ, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που μετά την 11η Σεπτέμβρη είχε δηλώσει πως η Αμερική, στον «αγώνα της κατά της τρομοκρατίας», δεν μπορεί να ασχολείται με «πολυτέλειες», όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι ατομικές ελευθερίες...
Του Νίκου Μπογιόπουλου
Ριζοσπάστης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου