Το μεταναστευτικό πρόβλημα, που παίρνει
δραματικές διαστάσεις από το Καλαί μέχρι την Κω και από τη Γευγελή μέχρι
τα αυστροουγγρικά σύνορα –θέατρο της χθεσινής τραγωδίας–, συνιστά για
την Ευρωπαϊκή Eνωση μια κρίση «δυνητικά πιο επικίνδυνη από εκείνες του
ευρώ και του ελληνικού χρέους». Τάδε έφη η Γερμανίδα καγκελάριος Αγκελα
Μέρκελ και όχι χωρίς ισχυρούς λόγους.
Όπως προειδοποίησε ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Πάολο Τζεντιλόνι, εάν επικρατήσουν εθνικιστικά-εγωιστικά κριτήρια στη διαχείριση του προβλήματος, θα καταρρεύσει η Συνθήκη Σέγκεν για την ελεύθερη κυκλοφορία εντός των ευρωπαϊκών συνόρων. Συνθήκη η οποία αντιπροσωπεύει έναν από τους δύο κυριότερους πυλώνες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο δεύτερος είναι, βέβαια, η κοινή αγορά.
Σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν τα χειρότερα, το Βερολίνο κάλεσε τις χώρες-μέλη να υιοθετήσουν ποσοστώσεις αναφορικά με την υποδοχή μεταναστών, αναλογικά με τον πληθυσμό τους, και ανέστειλε προσωρινά τη Συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ, που αναγκάζει τους πρόσφυγες να υποβάλουν αίτηση ασύλου στη χώρα πρώτης υποδοχής. Η αντίδραση αυτή χαιρετίστηκε από την Κομισιόν ως πράξη αλτρουισμού και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Ανάλογη ήταν η στάση αρκετών πολιτικών και δημοσιογράφων, οι οποίοι σημείωσαν τις επιθετικές αντιδράσεις της γερμανικής Ακροδεξιάς για την «προδοσία» της κ. Μέρκελ. Η πραγματικότητα διαγράφεται, ωστόσο, περισσότερο σύνθετη.
Μέχρι τη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου, οι βόρειες χώρες έκλειναν τ’ αυτιά στις αγωνιώδεις εκκλήσεις Ελλάδας και Ιταλίας, που επωμίζονταν το μεγαλύτερο μερίδιο του προβλήματος. Η καθυστερημένη αντίδραση του Βερολίνου οφείλεται στο γεγονός ότι διογκώθηκε απότομα το μεταναστευτικό ρεύμα που κατευθύνεται στην κεντρική Ευρώπη μέσω Δυτικών Βαλκανίων.
Αποτέλεσμα ήταν η εκθετική αύξηση των προσφύγων που επιθυμούν να εγκατασταθούν στη Γερμανία και αναμένεται να φτάσουν φέτος τους 800.000, δηλαδή το 1% του τοπικού πληθυσμού.
Υπό την πίεση αυτών των εξελίξεων, η Γερμανία πιέζει για κάποιου είδους «ευρωπαϊκή λύση», απειλώντας παρασκηνιακά ότι σε διαφορετική περίπτωση θα επαναφέρει τους εθνικούς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα της Ενωσης.
Σε κάθε περίπτωση, οι Βρυξέλλες εμφανίζονται λιγότερο ως μέρος της λύσης και περισσότερο ως μέρος του ίδιου του προβλήματος. Η Ε.Ε. και ισχυρότατα κράτη-μέλη της πρωτοστάτησαν στους πολέμους που αποσταθεροποίησαν ολόκληρες χώρες και γιγάντωσαν τις μεταναστευτικές ροές: Ευρύτερη Μέση Ανατολή (Αφγανιστάν, Συρία), Αφρική (Λιβύη, Μάλι, Σομαλία) και Δυτικά Βαλκάνια (Σερβία).
Αποτελεί θράσος να εμφανίζεται σήμερα ο Γιόσκα Φίσερ ως τιμητής ευρωπαϊκών κρατών για το μεταναστευτικό, όταν ο ίδιος, ως υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, πρωτοστάτησε στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου. Ενός πολέμου που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός άθλιου προτεκτοράτου, ο υπουργός Εξωτερικών του οποίου, Χασίμ Θάτσι, κατηγορείται για λαθρεμπόριο ηρωίνης και οργάνων αιχμαλώτων πολέμου.
Και μπορεί ο πρόεδρος της Κομισιόν Γιουνκέρ να δηλώνει ότι «ντρέπεται» για την Ευρώπη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, αλλά οι πολιτικές διαρκούς λιτότητας που ο ίδιος διαχειρίζεται δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για τη διάδοση των επικίνδυνων φαινομένων, τα οποία δίκαια αλλά μάταια καταδικάζει.
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Όπως προειδοποίησε ο Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Πάολο Τζεντιλόνι, εάν επικρατήσουν εθνικιστικά-εγωιστικά κριτήρια στη διαχείριση του προβλήματος, θα καταρρεύσει η Συνθήκη Σέγκεν για την ελεύθερη κυκλοφορία εντός των ευρωπαϊκών συνόρων. Συνθήκη η οποία αντιπροσωπεύει έναν από τους δύο κυριότερους πυλώνες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Ο δεύτερος είναι, βέβαια, η κοινή αγορά.
Σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν τα χειρότερα, το Βερολίνο κάλεσε τις χώρες-μέλη να υιοθετήσουν ποσοστώσεις αναφορικά με την υποδοχή μεταναστών, αναλογικά με τον πληθυσμό τους, και ανέστειλε προσωρινά τη Συνθήκη Δουβλίνο ΙΙ, που αναγκάζει τους πρόσφυγες να υποβάλουν αίτηση ασύλου στη χώρα πρώτης υποδοχής. Η αντίδραση αυτή χαιρετίστηκε από την Κομισιόν ως πράξη αλτρουισμού και ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Ανάλογη ήταν η στάση αρκετών πολιτικών και δημοσιογράφων, οι οποίοι σημείωσαν τις επιθετικές αντιδράσεις της γερμανικής Ακροδεξιάς για την «προδοσία» της κ. Μέρκελ. Η πραγματικότητα διαγράφεται, ωστόσο, περισσότερο σύνθετη.
Μέχρι τη σύνοδο κορυφής του Ιουνίου, οι βόρειες χώρες έκλειναν τ’ αυτιά στις αγωνιώδεις εκκλήσεις Ελλάδας και Ιταλίας, που επωμίζονταν το μεγαλύτερο μερίδιο του προβλήματος. Η καθυστερημένη αντίδραση του Βερολίνου οφείλεται στο γεγονός ότι διογκώθηκε απότομα το μεταναστευτικό ρεύμα που κατευθύνεται στην κεντρική Ευρώπη μέσω Δυτικών Βαλκανίων.
Αποτέλεσμα ήταν η εκθετική αύξηση των προσφύγων που επιθυμούν να εγκατασταθούν στη Γερμανία και αναμένεται να φτάσουν φέτος τους 800.000, δηλαδή το 1% του τοπικού πληθυσμού.
Υπό την πίεση αυτών των εξελίξεων, η Γερμανία πιέζει για κάποιου είδους «ευρωπαϊκή λύση», απειλώντας παρασκηνιακά ότι σε διαφορετική περίπτωση θα επαναφέρει τους εθνικούς ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα της Ενωσης.
Σε κάθε περίπτωση, οι Βρυξέλλες εμφανίζονται λιγότερο ως μέρος της λύσης και περισσότερο ως μέρος του ίδιου του προβλήματος. Η Ε.Ε. και ισχυρότατα κράτη-μέλη της πρωτοστάτησαν στους πολέμους που αποσταθεροποίησαν ολόκληρες χώρες και γιγάντωσαν τις μεταναστευτικές ροές: Ευρύτερη Μέση Ανατολή (Αφγανιστάν, Συρία), Αφρική (Λιβύη, Μάλι, Σομαλία) και Δυτικά Βαλκάνια (Σερβία).
Αποτελεί θράσος να εμφανίζεται σήμερα ο Γιόσκα Φίσερ ως τιμητής ευρωπαϊκών κρατών για το μεταναστευτικό, όταν ο ίδιος, ως υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, πρωτοστάτησε στον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου. Ενός πολέμου που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός άθλιου προτεκτοράτου, ο υπουργός Εξωτερικών του οποίου, Χασίμ Θάτσι, κατηγορείται για λαθρεμπόριο ηρωίνης και οργάνων αιχμαλώτων πολέμου.
Και μπορεί ο πρόεδρος της Κομισιόν Γιουνκέρ να δηλώνει ότι «ντρέπεται» για την Ευρώπη του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, αλλά οι πολιτικές διαρκούς λιτότητας που ο ίδιος διαχειρίζεται δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για τη διάδοση των επικίνδυνων φαινομένων, τα οποία δίκαια αλλά μάταια καταδικάζει.
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου