Η στενότητα του χώρου της επιφυλλίδας
δικαιολογεί σχηματικές διατυπώσεις. Τις δικαιώνει (ή όχι) η πρόκληση
προβληματισμού που κομίζουν.
Για πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα, το δυνατό χαρτί της Αριστεράς ήταν ότι κόμιζε μια πίστη – οι άνθρωποι της Αριστεράς πίστευαν σε κάτι, πέρα από το εγωτικό τους συμφέρον. Είχαν όραμα, πάλευαν για κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοκρατία, ελευθερία από τους εξαναγκασμούς που επιβάλλουν οι ανεξέλεγκτες οικονομικές ανισότητες.
Εισαγόμενες ήταν και οι αριστερές ιδεολογίες, μεταπρατικές, όπως στο σύνολό τους οι αρχές και οι πρακτικές οργάνωσης του κοινωνικού βίου και του κράτους. Εισαγόμενες, αλλά συντονίζονταν με κάτι οργανικά εγχώριο: τους μακραίωνες εθισμούς του Ελληνα στην προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Κατά τούτο η Αριστερά μπορούσε να είναι (και ήταν για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού) το ελληνικότερο στοιχείο της ελλαδικής πολιτικής.
Τον μεταπρατισμό και μιμητισμό τον συντηρούσε (και τον διαιωνίζει) στην Ελλάδα η ξιπασιά: Θέλουμε να γίνουμε «Ευρωπαίοι» με οποιοδήποτε τίμημα. Τα «φώτα», η ανάπτυξη, ο πλούτος (κοντολογίς ο «πολιτισμός») είναι μόνο εκεί, στην Εσπερία. Είχε «Δεξιά», «Κέντρο», «Αριστερά» η Εσπερία; Επρεπε να έχουμε κι εμείς. Κι ας μην υπήρχαν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που γέννησαν στη Δύση αυτούς τους διαχωρισμούς.
Ετσι, αρχικά, βαφτίσαμε «Δεξιά» το «Λαϊκό Κόμμα», παρόλο που συσπείρωνε κυρίως την αγροτική φτωχολογιά και μικροαστούς (μεγαλοαστοί ήρθαν μόνο από τον παροικιακό Ελληνισμό και δυστυχώς δεν επιβίωσαν). Για λόγους προφανέστατα συγκυριακούς (ένας μέτριας ευφυΐας βασιλιάς συγκρούστηκε με έναν οξυνούστατο, νάρκισσο πρωθυπουργό) βρέθηκε αντίπαλος της «Δεξιάς» ο Βενιζελισμός: μια πολιτική που προσέδεσε τον Ελληνισμό στο άρμα συμφερόντων συγκεκριμένων της Δύσης κρατών, με αποτέλεσμα τη μοιραία και οριστική συρρίκνωσή του σε σακάτικο κρατίδιο του βαλκανικού νότου επιτροπευόμενο.
Οι ηγεσίες της Αριστεράς, παγιδευμένες και αυτές στα εισαγόμενα, άσχετα με την ελληνική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα ιδεολογήματα, βάλθηκαν να πιθηκίζουν την οργάνωση και τις πρακτικές των Μαρξιστών της Δύσης. Ετσι προκάλεσαν αναπόφευκτα και τις διώξεις, που η Δύση εφάρμοζε για να χαλιναγωγήσει τα οράματα «επανάστασης του προλεταριάτου». Οι διώξεις των Αριστερών στην Ελλάδα προετοίμασαν ψυχολογικά, αλλά πρόσφεραν και το πρόσχημα για μιαν ένοπλη ανταρσία των Κομμουνιστών, έξωθεν ποδηγετούμενη και επικουρούμενη, που βαφτίστηκε ψευδεπίγραφα «εμφύλιος». Η πολυαίμακτη σύγκρουση καθυστέρησε ανεπανόρθωτα την Ελλάδα από τη μεταπολεμική ανασυγκρότησή της και παντοδαπή ανάπτυξη.
Τόσο στα χρόνια πριν από την ακριβοπληρωμένη ανταρσία όσο και μετά, ώς την πτώση της δικτατορίας 1967-1974, το να είσαι «αριστερός» στην Ελλάδα ήταν ρίσκο – διακινδύνευες ξυλοδαρμούς, εξορίες, φυλακές, την ίδια τη ζωή σου, φυσικά και τη δουλειά σου, το ψωμί των παιδιών σου, την κοινωνική σου ένταξη. Οσοι επέλεγαν να τα παίξουν όλα κορώνα-γράμματα ήταν ή φανατικοί της ιδεοληψίας, μεθοδικά κατηχημένοι με τα κείμενα των κλασικών του Μαρξισμού, ή άσχετοι με θεωρίες, αγνοί, απλοϊκοί άνθρωποι, που πίστεψαν στην κοινωνική δικαιοσύνη και ισοπολιτεία. Αυτοί οι δεύτεροι μοιάζει να ήταν η συντριπτική πλειονότητα που δεν τους κατάλαβε ποτέ ούτε η ηγεσία τους ούτε η αντίπαλη πολιτική εξουσία. Ομως αυτοί ήταν που σημάδεψαν την κοινή συνείδηση με την εικόνα του «αριστερού» που έχει πίστη και όραμα, ανιδιοτέλεια θυσιαστική, αυταπάρνηση έμπρακτη.
Η εικόνα αυτή του «αριστερού» τελειώνει, μαζί με τη «δικτατορία των συνταγματαρχών», το 1974. Η πάγκοινη οργή και αηδία για την εγκληματική θρασύτητα και μικρόνοια των πραξικοπηματιών διοχετεύθηκε, έντεχνα και μεθοδικά, στα κανάλια μιας αδίστακτης καπηλείας: στον χωρίς όρια εξωραϊσμό της «Αριστεράς» οποιουδήποτε καπέλου. Χωρίς το παραμικρό ψέλλισμα ή ψίθυρο αντίρρησης, αντιλογίας, διαμαρτυρίας. Κυβερνούσε τη χώρα ο πολυ-υμνημένος σαν «Εθνάρχης» Καραμανλής, και κυρίαρχη ιδεολογία, ώς τον έσχατο ορεινό οικισμό και το πιο απόμακρο ψαροχώρι, ήταν ένας παλαιομοδίτικος μαρξισμός, ειδωλοποιημένο ταμπού, σαν τελευταία λέξη της «προόδου».
Με την άνοδο στην εξουσία της «σοσιαλιστικής» φενάκης του Παπανδρεϊσμού, το 1981, η άλλοτε κυνηγημένη, αποδιοπομπαία «Αριστερά» βρέθηκε να διαχειρίζεται τα καίρια και ουσιώδη του μέλλοντος των Ελλήνων: γλώσσα, ιστορική συνείδηση, πολιτισμική παράδοση. Η λαϊκάντζα του ΠΑΣΟΚ επέπεσε στη λαφυραγώγηση των «πακέτων» της Ευρώπης και στη «μεγάλη ζωή» των κρατικών αξιωμάτων, ενώ στο «εγγράμματον τμήμα του ΠΑΣΟΚ», τον λεγόμενο τότε «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου», παραχωρήθηκε ο απόλυτος εξουσιασμός των πεδίων παιδείας και πολιτισμού.
Φυσικά, με το αζημίωτο – παραχωρήθηκε νομή τόσο εξουσίας όσο και χρήματος, η εικόνα της Αριστεράς αντιστράφηκε πλήρως: Κάποτε ήταν έσχατη διακινδύνευση, τώρα γινόταν προϋπόθεση για να κάνεις καριέρα. Να αναρριχηθείς από το τίποτα σε χρυσαμειβόμενα πόστα, να εξουσιάζεις διορισμούς, ερευνητικά προγράμματα, πρόσβαση σε πανεπιστημιακές καθηγεσίες, να λανσάρεσαι σαν μέγας ποιητής ή ζωγράφος ή σκηνοθέτης, και μύρια ανάλογα.
Με τη διακυβέρνηση Σημίτη και αργότερα με τη συγκυβέρνηση Κουβέλη στο σχήμα Σαμαρά – Βενιζέλου, η διαφορά Αριστεράς – Δεξιάς εξαλείφθηκε ολοσχερέστατα: Την πρώτη εμπειρία πολιτικής αχαλίνωτου καπιταλισμού την είχαν οι Ελληνες με την κυβέρνηση Σημίτη και την ολοκληρωτική υποταγή στις απαιτήσεις των «Αγορών» την πρωτοέζησαν με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου - Κουβέλη.
Πώς θα μπορούσε ο Αλέξης Τσίπρας να νεκραναστήσει το όραμα των κάποτε αθώων για μια κοινωνιοκεντρική Αριστερά; Ισως με μόνο μιαν ασυμβίβαστη ειλικρίνεια: Με την παραίτησή του, αμέσως μόλις κατάλαβε ότι οι εκβιασμοί της πολιτικής εκπροσώπησης των «Αγορών» ήταν δίλημμα επιβίωσης ή εξοντωτικής εξαθλίωσης των Ελλήνων. Να μη δεχθεί να υπηρετήσει την απανθρωπία των συνεπειών τού άφρονος υπερδανεισμού φέροντας το όνομα του «αριστερού».
Ή να τολμήσει την ακόμα πιο επώδυνη ειλικρίνεια: Να λογοδοτεί κάθε βράδυ στην ελληνική κοινωνία με διάγγελμα για τους συμβιβασμούς που υποχρεώθηκε να κάνει μέσα στη μέρα: Σε ποιους αδίστακτους εκβιασμούς υποτάχθηκε για να περισώσει από ποιες συμφορές το κοινωνικό σώμα. Γιατί δεν έδιωξε από κοντά του πρόσωπα που ήταν ή αποδείχθηκαν καθοδόν διαβεβλημένα. Ποια οφέλη αποκομίζει για την ελληνική κοινωνία τρέχοντας σε συναντήσεις ανά τον κόσμο με πρόσωπα-σύμβολα του διεθνοποιημένου ολοκληρωτισμού των «Αγορών».
«Αριστερά» θα μπορούσε σήμερα να σημάνει τουλάχιστον ειλικρίνεια.
Του Χρήστου Γιανναρά
Για πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα, το δυνατό χαρτί της Αριστεράς ήταν ότι κόμιζε μια πίστη – οι άνθρωποι της Αριστεράς πίστευαν σε κάτι, πέρα από το εγωτικό τους συμφέρον. Είχαν όραμα, πάλευαν για κοινωνική δικαιοσύνη, αξιοκρατία, ελευθερία από τους εξαναγκασμούς που επιβάλλουν οι ανεξέλεγκτες οικονομικές ανισότητες.
Εισαγόμενες ήταν και οι αριστερές ιδεολογίες, μεταπρατικές, όπως στο σύνολό τους οι αρχές και οι πρακτικές οργάνωσης του κοινωνικού βίου και του κράτους. Εισαγόμενες, αλλά συντονίζονταν με κάτι οργανικά εγχώριο: τους μακραίωνες εθισμούς του Ελληνα στην προτεραιότητα των σχέσεων κοινωνίας. Κατά τούτο η Αριστερά μπορούσε να είναι (και ήταν για μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού) το ελληνικότερο στοιχείο της ελλαδικής πολιτικής.
Τον μεταπρατισμό και μιμητισμό τον συντηρούσε (και τον διαιωνίζει) στην Ελλάδα η ξιπασιά: Θέλουμε να γίνουμε «Ευρωπαίοι» με οποιοδήποτε τίμημα. Τα «φώτα», η ανάπτυξη, ο πλούτος (κοντολογίς ο «πολιτισμός») είναι μόνο εκεί, στην Εσπερία. Είχε «Δεξιά», «Κέντρο», «Αριστερά» η Εσπερία; Επρεπε να έχουμε κι εμείς. Κι ας μην υπήρχαν οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που γέννησαν στη Δύση αυτούς τους διαχωρισμούς.
Ετσι, αρχικά, βαφτίσαμε «Δεξιά» το «Λαϊκό Κόμμα», παρόλο που συσπείρωνε κυρίως την αγροτική φτωχολογιά και μικροαστούς (μεγαλοαστοί ήρθαν μόνο από τον παροικιακό Ελληνισμό και δυστυχώς δεν επιβίωσαν). Για λόγους προφανέστατα συγκυριακούς (ένας μέτριας ευφυΐας βασιλιάς συγκρούστηκε με έναν οξυνούστατο, νάρκισσο πρωθυπουργό) βρέθηκε αντίπαλος της «Δεξιάς» ο Βενιζελισμός: μια πολιτική που προσέδεσε τον Ελληνισμό στο άρμα συμφερόντων συγκεκριμένων της Δύσης κρατών, με αποτέλεσμα τη μοιραία και οριστική συρρίκνωσή του σε σακάτικο κρατίδιο του βαλκανικού νότου επιτροπευόμενο.
Οι ηγεσίες της Αριστεράς, παγιδευμένες και αυτές στα εισαγόμενα, άσχετα με την ελληνική κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα ιδεολογήματα, βάλθηκαν να πιθηκίζουν την οργάνωση και τις πρακτικές των Μαρξιστών της Δύσης. Ετσι προκάλεσαν αναπόφευκτα και τις διώξεις, που η Δύση εφάρμοζε για να χαλιναγωγήσει τα οράματα «επανάστασης του προλεταριάτου». Οι διώξεις των Αριστερών στην Ελλάδα προετοίμασαν ψυχολογικά, αλλά πρόσφεραν και το πρόσχημα για μιαν ένοπλη ανταρσία των Κομμουνιστών, έξωθεν ποδηγετούμενη και επικουρούμενη, που βαφτίστηκε ψευδεπίγραφα «εμφύλιος». Η πολυαίμακτη σύγκρουση καθυστέρησε ανεπανόρθωτα την Ελλάδα από τη μεταπολεμική ανασυγκρότησή της και παντοδαπή ανάπτυξη.
Τόσο στα χρόνια πριν από την ακριβοπληρωμένη ανταρσία όσο και μετά, ώς την πτώση της δικτατορίας 1967-1974, το να είσαι «αριστερός» στην Ελλάδα ήταν ρίσκο – διακινδύνευες ξυλοδαρμούς, εξορίες, φυλακές, την ίδια τη ζωή σου, φυσικά και τη δουλειά σου, το ψωμί των παιδιών σου, την κοινωνική σου ένταξη. Οσοι επέλεγαν να τα παίξουν όλα κορώνα-γράμματα ήταν ή φανατικοί της ιδεοληψίας, μεθοδικά κατηχημένοι με τα κείμενα των κλασικών του Μαρξισμού, ή άσχετοι με θεωρίες, αγνοί, απλοϊκοί άνθρωποι, που πίστεψαν στην κοινωνική δικαιοσύνη και ισοπολιτεία. Αυτοί οι δεύτεροι μοιάζει να ήταν η συντριπτική πλειονότητα που δεν τους κατάλαβε ποτέ ούτε η ηγεσία τους ούτε η αντίπαλη πολιτική εξουσία. Ομως αυτοί ήταν που σημάδεψαν την κοινή συνείδηση με την εικόνα του «αριστερού» που έχει πίστη και όραμα, ανιδιοτέλεια θυσιαστική, αυταπάρνηση έμπρακτη.
Η εικόνα αυτή του «αριστερού» τελειώνει, μαζί με τη «δικτατορία των συνταγματαρχών», το 1974. Η πάγκοινη οργή και αηδία για την εγκληματική θρασύτητα και μικρόνοια των πραξικοπηματιών διοχετεύθηκε, έντεχνα και μεθοδικά, στα κανάλια μιας αδίστακτης καπηλείας: στον χωρίς όρια εξωραϊσμό της «Αριστεράς» οποιουδήποτε καπέλου. Χωρίς το παραμικρό ψέλλισμα ή ψίθυρο αντίρρησης, αντιλογίας, διαμαρτυρίας. Κυβερνούσε τη χώρα ο πολυ-υμνημένος σαν «Εθνάρχης» Καραμανλής, και κυρίαρχη ιδεολογία, ώς τον έσχατο ορεινό οικισμό και το πιο απόμακρο ψαροχώρι, ήταν ένας παλαιομοδίτικος μαρξισμός, ειδωλοποιημένο ταμπού, σαν τελευταία λέξη της «προόδου».
Με την άνοδο στην εξουσία της «σοσιαλιστικής» φενάκης του Παπανδρεϊσμού, το 1981, η άλλοτε κυνηγημένη, αποδιοπομπαία «Αριστερά» βρέθηκε να διαχειρίζεται τα καίρια και ουσιώδη του μέλλοντος των Ελλήνων: γλώσσα, ιστορική συνείδηση, πολιτισμική παράδοση. Η λαϊκάντζα του ΠΑΣΟΚ επέπεσε στη λαφυραγώγηση των «πακέτων» της Ευρώπης και στη «μεγάλη ζωή» των κρατικών αξιωμάτων, ενώ στο «εγγράμματον τμήμα του ΠΑΣΟΚ», τον λεγόμενο τότε «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου», παραχωρήθηκε ο απόλυτος εξουσιασμός των πεδίων παιδείας και πολιτισμού.
Φυσικά, με το αζημίωτο – παραχωρήθηκε νομή τόσο εξουσίας όσο και χρήματος, η εικόνα της Αριστεράς αντιστράφηκε πλήρως: Κάποτε ήταν έσχατη διακινδύνευση, τώρα γινόταν προϋπόθεση για να κάνεις καριέρα. Να αναρριχηθείς από το τίποτα σε χρυσαμειβόμενα πόστα, να εξουσιάζεις διορισμούς, ερευνητικά προγράμματα, πρόσβαση σε πανεπιστημιακές καθηγεσίες, να λανσάρεσαι σαν μέγας ποιητής ή ζωγράφος ή σκηνοθέτης, και μύρια ανάλογα.
Με τη διακυβέρνηση Σημίτη και αργότερα με τη συγκυβέρνηση Κουβέλη στο σχήμα Σαμαρά – Βενιζέλου, η διαφορά Αριστεράς – Δεξιάς εξαλείφθηκε ολοσχερέστατα: Την πρώτη εμπειρία πολιτικής αχαλίνωτου καπιταλισμού την είχαν οι Ελληνες με την κυβέρνηση Σημίτη και την ολοκληρωτική υποταγή στις απαιτήσεις των «Αγορών» την πρωτοέζησαν με τη συγκυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου - Κουβέλη.
Πώς θα μπορούσε ο Αλέξης Τσίπρας να νεκραναστήσει το όραμα των κάποτε αθώων για μια κοινωνιοκεντρική Αριστερά; Ισως με μόνο μιαν ασυμβίβαστη ειλικρίνεια: Με την παραίτησή του, αμέσως μόλις κατάλαβε ότι οι εκβιασμοί της πολιτικής εκπροσώπησης των «Αγορών» ήταν δίλημμα επιβίωσης ή εξοντωτικής εξαθλίωσης των Ελλήνων. Να μη δεχθεί να υπηρετήσει την απανθρωπία των συνεπειών τού άφρονος υπερδανεισμού φέροντας το όνομα του «αριστερού».
Ή να τολμήσει την ακόμα πιο επώδυνη ειλικρίνεια: Να λογοδοτεί κάθε βράδυ στην ελληνική κοινωνία με διάγγελμα για τους συμβιβασμούς που υποχρεώθηκε να κάνει μέσα στη μέρα: Σε ποιους αδίστακτους εκβιασμούς υποτάχθηκε για να περισώσει από ποιες συμφορές το κοινωνικό σώμα. Γιατί δεν έδιωξε από κοντά του πρόσωπα που ήταν ή αποδείχθηκαν καθοδόν διαβεβλημένα. Ποια οφέλη αποκομίζει για την ελληνική κοινωνία τρέχοντας σε συναντήσεις ανά τον κόσμο με πρόσωπα-σύμβολα του διεθνοποιημένου ολοκληρωτισμού των «Αγορών».
«Αριστερά» θα μπορούσε σήμερα να σημάνει τουλάχιστον ειλικρίνεια.
Του Χρήστου Γιανναρά
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου