Το 356 π.Χ. ένας παράξενος τύπος, ο Ηρόστρατος, πυρπόλησε τον περίφημο ναό της Αρτέμιδας, ένα απ' τα επτά θαύματα της αρχαιότητας, με σκοπό ν' απαθανατιστεί, έστω αρνητικά, αφού δεν μπορούσε θετικά! Ό,τι περιλαμβάνει το ιστολόγιο αυτό αφορά τους συγχρόνους του.

Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Μαχαμπαράτα - Η μεγάλη ιστορία της ανθρωπότητας

Ένα από τα θεμελιώδη ιδεολογήματα του φασισμού-ιμπεριαλισμού είναι η διάκριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων φυλών. Ή μεταξύ πολιτισμένων και απολίτιστων λαών. 

Και αυτές οι απόψεις έχουν ποτίσει βαθιά τον δυτικό κόσμο, διαμορφώνοντας μια υπολανθάνουσα ρατσιστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται στην κατάλληλη ευκαιρία, ακόμα και σε ανθρώπους που θεωρούν τον εαυτό τους προοδευτικό. Η Εκκλησία της Ελλάδος θα δεχόταν ποτέ έναν μαύρο αρχιεπίσκοπο; Ή ακόμα θα δεχόμασταν έναν Ελληνα τουρκογενή μουσουλμάνο στη θέση του υπουργού Αμυνας, άσχετα αν αυτοί είναι από πολλές γενιές Ελληνες και οι χώρες καταγωγής τους είναι μια μακρινή ανάμνηση;

Αλλά ας μην πάμε τόσο μακριά. Αν νοικιάζαμε κάποιο σπίτι και είχαμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια οικογένεια από τη Σουηδία και σε μια οικογένεια από τη Σομαλία, ποια θα επιλέγαμε; Ο καθένας ας απαντήσει από μέσα του.

Η διάκριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων φυλών, πολιτισμένων και απολίτιστων λαών είναι δημιούργημα του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Οταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις άρχισαν να ανακαλύπτουν πως υπάρχουν και άλλοι κόσμοι, πέραν του Ειρηνικού και Ατλαντικού, αλλά δεν δημιουργούσαν διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις. Απλά τους κατακτούσαν χάρη στην υπεροπλία τους, με πρόσχημα τον εκπολιτισμό τους.

Και σε αυτό βρήκαν συμμάχους και προπαγανδιστές σπουδαίους διανοούμενους. Ο μεγάλος φιλόσοφος Φρίντριχ Χέγκελ υποστήριζε πως η Αφρική πρέπει να μελετηθεί όχι για τον πολιτισμό της, αλλά για την αγριότητα και τη βαρβαρότητα των φυλών της. Από κοντά και ο εθνικός συγγραφέας των Γάλλων, Βικτόρ Ουγκό, που ήταν υπέρμαχος του εκπολιτισμού των αγρίων. Μαζί τους και ο Αγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ, που είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο πολιτισμός έπρεπε να σβήσει από τον χάρτη τις κατώτερες φυλές. Και ο εκπολιτισμός έφτασε με τις ορδές που κατέσφαξαν λαούς και κατέστρεψαν αρχαίους πολιτισμούς λεηλατώντας την πολιτιστική τους κληρονομιά.

Για να υποταχθεί μια χώρα πρέπει πρώτα να καταστραφεί ο πολιτισμός της, να μείνει χωρίς ρίζες, αναφορές και Ιστορία. Ενα από τα έργα αυτών των αγρίων που έπρεπε να σβηστούν από τον χάρτη (προαναγγελία ολοκαυτώματος;) ήταν και το μεγάλο ινδικό έπος Μαχαμπαράτα που γράφτηκε τον 4ο ή 5ο αιώνα προ Χριστού (Ευρώπη δεν υπήρχε τότε) και πήρε την οριστική του μορφή περίπου δέκα αιώνες αργότερα. Και αυτό σημαίνει πως ρίζωσε βαθιά στη συνείδηση αυτού του πολιτισμού.

Φανταστείτε μια αντίστοιχη πορεία του Ομήρου. Το έργο αυτό, αν και είναι δεκαπέντε φορές πιο μεγάλο από τη Βίβλο, είχε ενσωματωθεί στην προφορική παράδοση, αν και προέρχεται από τον γραπτό λόγο, τα σανσκριτικά. Η Δύση το αγνοούσε παντελώς. Μόλις στις αρχές του περασμένου αιώνα το έργο μεταφράστηκε ολόκληρο στα αγγλικά από Ινδούς στη Βομβάη. Στη Δύση υπήρχαν αποσπάσματα και περιλήψεις και κάτι προσπάθειες που έγιναν στη Γαλλία τον 19ο αιώνα για να εκδοθεί ολόκληρο, αλλά δεν βρέθηκαν εκδότες.

Από την πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση της Μαχαμπαράτα, που δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στη Δύση, έπρεπε να περιμένουμε ακόμα 85 χρόνια, για να γίνει αυτό το έπος κτήμα της ανθρωπότητας και να ενταχθεί στα αριστουργήματα της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Και αυτό χάρη στον μεγάλο πρωτοπόρο σκηνοθέτη, τον Πίτερ Μπρουκ, που έδωσε μια θεατρική μορφή στη Μαχαμπαράτα, το 1985 στην Αβινιόν, και από κει έκανε παγκόσμια καριέρα.

Να δούμε λιγάκι μερικές λεπτομέρειες για την προετοιμασία αυτού του έργου. Ο Πίτερ Μπρουκ, ο Ζαν-Κλοντ Καριέρ και η Μαρί-Ελέν Εστιέν, μόνιμοι συνεργάτες του Μπρουκ, για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια πάλευαν για να δώσουν θεατρική μορφή σ’ αυτόν τον τεράστιο όγκο και παράλληλα έκαναν έρευνα, σεμινάρια με ειδικούς, ταξίδια στην Ινδία και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Το έργο έχει διάρκεια εννιά ωρών, με 25 ηθοποιούς, που ανήκαν σε εφτά διαφορετικές εθνότητες. Τα σκηνικά ήταν πέτρες και χώμα. Υπάρχει ακόμα ως φιλμ και ως τηλεοπτική σειρά. Να σημειώσουμε επίσης πως το έργο αποδίδεται σε έναν και μοναδικό συγγραφέα και αντανακλά ιστορικά γεγονότα (τον πόλεμο μεταξύ Δραβίδων και Αρίων, περίπου το 2000 προ Χριστού).

Τι έκανε τον Μπρουκ, έναν σκηνοθέτη με παγκόσμια αναγνώριση, να ασχοληθεί για τόσα χρόνια με ένα άγνωστο τριτοκοσμικό έργο, που είχε όλες τις προϋποθέσεις αποτυχίας;

Η αγωνία του για το μέλλον της ανθρωπότητας. Θα εξαφανιστούμε ή θα επιζήσουμε; Το ίδιο ερώτημα που έβαζε και η Μαχαμπαράτα, εδώ και 2.500 χρόνια. Και η απάντηση έρχεται από το ντάρμα, που είναι ο νόμος που διατηρεί την τάξη του κόσμου. Παράλληλα είναι ο εσωτερικός νόμος του κάθε ανθρώπου και οφείλει να εναρμονίζεται με αυτόν.

Το ντάρμα, του κάθε ανθρώπου, εφόσον γίνεται σεβαστό, συνιστά εγγύηση της οικουμενικής τάξης. Αν προστατεύσουμε το ντάρμα, μας προστατεύει, αν το καταστρέψουμε, μας καταστρέφει. Ζούμε την εποχή της καταστροφής. Μπορούμε να την αποφύγουμε;

Και ο Μπρουκ επανέρχεται με μια νέα Μαχαμπαράτα, το «Battlefield», που θα δούμε σε λίγες μέρες στην Αθήνα. Πρέπει όλοι μας να πάμε για προσκύνημα.


Πίτερ Μπρουκ - Από το τρομερό παιδί στον τρομερό παππού


«Η καταστροφή δεν ζυγώνει ποτέ με το όπλο στο χέρι. Ερχεται ύπουλα, στις μύτες των ποδιών. Σε κάνει να βλέπεις το κακό στην καλοσύνη και το καλό στην κακία». Αυτά λέει ο Κρίσνα, στο Μαχαμπαράτα, συμβουλεύοντας τον υποψήφιο σοφό και δίκαιο βασιλιά, Γιουντίστιρα.

Ο μεγάλoς επαναστάτης του θεάτρου, Πίτερ Μπρουκ, επανέρχεται για δεύτερη φορά στο σημαντικό αυτό ινδικό έπος και δημιουργεί ένα δεύτερο θεατρικό έργο, μινιατούρα του πρώτου, με τέσσερα πρόσωπα και έναν μουσικό που παίζει ένα παραδοσιακό ιαπωνικό τύμπανο.

Το έργο λέγεται «Battlefield», που ο Μπρουκ το ήθελε αμετάφραστο και σημαίνει «πεδίο μάχης». Παίχτηκε στην Αθήνα στις αρχές αυτής της εβδομάδας, τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν αμέσως. Και κατά την άποψή μου, ήταν το μεγαλύτερο θεατρικό γεγονός της χρονιάς. Να σημειώσουμε πως το έργο και η σκηνοθεσία είναι μαζί με τη μόνιμη συνεργάτιδά του, Μαρί-Ελέν Εστιέν. Το έργο παίζεται σε όλο τον κόσμο και αποσπά διθυραμβικές κριτικές. Στην Ελλάδα ήρθε από την Αττική Πολιτιστική Εταιρεία, που έχει ήδη είκοσι χρόνια παρουσίας, μας συνδέει με ό,τι πιο πρωτοποριακό υπάρχει σήμερα στον κόσμο και συμμετέχει σε διεθνείς παραγωγές. Και γι' αυτό μάς δημιουργεί αισθήματα ευγνωμοσύνης που μας βγάζει από τη μιζέρια του θεατρικού γίγνεσθαι της Ελλάδας.

Γιατί ο Μπρουκ θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου και πιθανότατα ο ιδρυτής ενός άλλου θεάτρου ή τουλάχιστον ο πιο βασικός του εκπρόσωπος; Εδώ ας μου επιτραπεί να καταθέσω μια προσωπική μαρτυρία. Το 1970, από μια συγκυρία έτυχε να βρεθώ στο Στράτφορντ ον Αϊβον. Η Royal Shakespeare Company παρουσίαζε το «Ονειρο θερινής νυκτός» σε σκηνοθεσία Μπρουκ. Η παράσταση είχε ξεπεράσει τα όρια της τελειότητας και της φαντασίας. Και έκανα μια βέβηλη σκέψη. Εδώ τελειώνει το θέατρο. Δεν μπορεί να πάει παραπάνω. Οι υπόλοιποι δημιουργοί είχαν μπροστά τους ένα αξεπέραστο εμπόδιο. Και αυτό που συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι να μιμείσαι αυτό το τέλειο με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα κάνεις την υπέρβαση.

Για να γίνει κατανοητό αυτό, θα αναφερθώ στα καθ' ημάς. Ο Ροντήρης και ο Κουν δημιούργησαν δύο διαφορετικές θεατρικές σχολές. Ας το πούμε συμβολικά. Ο πρώτος, κλασικό θέατρο. Ο δεύτερος, σύγχρονο θέατρο. Ακόμα αυτά ανακυκλώνονται με πετυχημένες ή λιγότερο πετυχημένες παραστάσεις. Αλλά έτσι, τίποτα δεν ανανεώνεται και τίποτα δεν προχωράει. Ισως ο Τερζόπουλος να έφερε κάτι άλλο και βρήκε διεθνή αναγνώριση. Και πιθανότατα να υπάρχουν διάφορες ομάδες που να δημιουργούν, όχι μόνο στο θέατρο αλλά σε όλους τους χώρους, για τις οποίες δυστυχώς δεν είμαστε ενήμεροι.

Ο Μπρουκ από τα είκοσι ένα του χρόνια καθιερώνεται ως σκηνοθέτης. Ακολουθεί μια διεθνής καριέρα και διαπρέπει σε όλους τους τομείς με τους οποίους ασχολήθηκε: θέατρο, όπερα, κινηματογράφος, συγγραφή. Τα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου ήταν ανοιχτά. Και ηθοποιοί-θρύλοι, όπως ο Λόρενς Ολίβιε και ο Τζον Γκίλγουντ, έπαιξαν κάτω από την μπαγκέτα του. Και όμως, τα παρατάει όλα αυτά και ιδρύει μαζί με τη Μισελίν Ροζάν το Διεθνές Κέντρο για τη Θεατρική Ερευνα. Και για τέσσερα χρόνια χάνεται.

Από πού θα μάθαινε κάτι παραπάνω για το θέατρο, με την εμπειρία που είχε από την ένδοξη διεθνή καριέρα του; Από τις πρωταρχικές μορφές θεάτρου που είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινωνίας. Μαζί με το επιτελείο του αλώνισαν τον λεγόμενο Τρίτο Κόσμο και θήτευσαν στη λαϊκή δημιουργία. Το 1974 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο θέατρο του 19ου αιώνα, Bouffes du Nord, σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Παρισιού. Ολα τα αριστουργήματα που έχουμε δει έκτοτε δημιουργήθηκαν σε αυτό το θέατρο.

Ο Μπρουκ από τη μεγάλη του εμπειρία από τις πανάκριβες παραγωγές και τις χλιδάτες αίθουσες κατέληξε στο απλό συμπέρασμα: Ενας άδειος χώρος, ένας ηθοποιός και ένας θεατής αρκούν για να γίνει θέατρο.

Στο «Battlefield» ο Μπρουκ κάνει έναν καινούργιο πειραματισμό. Περνάμε από την αφήγηση στο θεατρικό δρώμενο που πιθανότατα -κατά την άποψή μου- είναι η απαρχή του θεάτρου. Η μεγάλη δύναμη του Μπρουκ έγκειται στη βαθιά κατανόηση ενός κειμένου και στην ικανότητά του να το μετατρέπει σε προφορικό λόγο με εργαλείο τον ηθοποιό. Και αυτό σημαίνει πως ξέρει να διαβάζει την πραγματικότητα, εντοπίζει τα προβλήματα και επεμβαίνει θεατρικά. Από αυτή την άποψη το θέατρό του είναι εξόχως πολιτικό. Και αυτό που τον απασχολεί είναι η καταστροφή της ανθρωπότητας.

Ο νικητής Βασιλιάς Γιουντίστιρα αναρωτιέται πώς θα μπορέσει ο κόσμος να γίνει δίκαιος ύστερα από τη σφαγή εκατομμυρίων ανθρώπων; Θα μπορέσει αυτός ο κόσμος να αποφύγει μια μελλοντική καταστροφή; Ενα ερώτημα που πλανάται εδώ και 2.500 χρόνια και ακόμα δεν έχει απαντηθεί. Αντίθετα η Ιστορία μάς έχει δείξει πως, με μικρά διαλείμματα, είναι μια αλληλουχία καταστροφών. Για τον Μπρουκ θα επανέλθουμε.


 H δημιουργία και η ερμηνεία της


Αρχές της δεκαετίας του ’80, το Θεατρικό Τμήμα του Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Γαλλίας εξέδωσε έναν υπερπολυτελή τόμο, σε μέγεθος τηλεφωνικού καταλόγου, αφιέρωμα στον Πίτερ Μπρουκ. Διάφοροι σοφοί θεατρολόγοι, που είχαν μελετήσει το έργο του Μπρουκ, ανέλυαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δουλειά του σκηνοθέτη, με πληθώρα φωτογραφιών, και εξηγούσαν τι σημαίνει η κάθε στιγμή. Σημαίνοντα, σημαινόμενα, αλληλεπίδραση, κώδικες, αναφορές, υπέρβαση, γραφήματα με τοξάκια, συγκρούσεις και συνθέσεις. Το βιβλίο παρουσιάστηκε στο θέατρο του Πίτερ Μπρουκ (Theatre des Bouffes Du Nord) ένα μεσημέρι. Είχα την ευκαιρία να παρευρεθώ εκεί. Στο πάνελ, όλοι οι συντελεστές του βιβλίου. Αλλά έλειπε ο Μπρουκ. Ο καθένας υπεράσπισε τη δουλειά του με τα δικά του επιχειρήματα και η εκδήλωση τελείωσε.

Και εκεί που είμαστε έτοιμοι να φύγουμε, εμφανίζεται ο Πίτερ. Εγώ δεν τον είχα ξαναδεί. Εμοιαζε σαν τεχνικός τηλεόρασης, με τα ρούχα της δουλειάς, χωρίς κανένα τουπέ, κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε και μας είπε: Ξεφύλλισα χθες το βράδυ το βιβλίο, αλλά μου ήταν βαρετό να το διαβάσω. Εβλεπα κάτι τοξάκια που συνέδεαν τις διάφορες σκηνές και δράσεις, τα βαθύτερα φιλοσοφικά νοήματα, τις προσεγγίσεις στο άβατο της ανθρώπινης ψυχής. Και είπα, για κοίτα, είμαστε εμείς που κάνουμε όλα αυτά και δεν το ξέρουμε; Και δεν το πίστεψα. Η δουλειά μας είναι πιο απλή. Ψάχνουμε να βρούμε ένα κείμενο ή, αν δεν μπορούμε, δημιουργούμε ένα κείμενο, για να εκφράσουμε την ψυχή μας και τις αγωνίες μας και αυτό το μοιραζόμαστε με τους άλλους που θα έρθουν να μας δουν. Και αυτό είναι όλο.

Και εδώ μπαίνει το πρόβλημα της δημιουργίας και της ερμηνείας της. Ολοι αυτοί οι «σπεσιαλίστες» των τεχνών, του θεάτρου, του κινηματογράφου, του βιβλίου, του χορού κ.λπ. έχουν την τιμιότητα ενός αθλητικού συντάκτη που δεν μπορεί να παραποιήσει τα γκολ, ακόμα και όταν κάνει ένα κακό ρεπορτάζ; Δυστυχώς όχι. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οι ενδιάμεσοι μεταξύ δημιουργίας και κοινού κάνουν καλά τη δουλειά τους. Κατά κανόνα ένας αποτυχημένος ηθοποιός, χορευτής, συγγραφέας γίνεται κριτικός και την αποτυχία του τη βάζει κριτήριο για τη δημιουργία των άλλων. Γίνονται σχολιαστές του υπάρχοντος και ανακυκλώνουν το κατεστημένο. Οι καλλιτεχνικοί συντάκτες, πάντοτε υπάρχουν εξαιρέσεις, γίνονται κοσμικογράφοι της μόδας. Και όχι σπάνια με το αζημίωτο. Και εδώ υπάρχει ένα σύστημα διαπλοκής με τον ατάλαντο δημιουργό, που θεωρεί την προβολή του απόδειξη της δημιουργίας του.

Η επανάσταση του Πίτερ Μπρουκ συνίσταται στο ότι ανατρέπει δεκάδες διεθνή «Μέγαρα Μουσικής», που σε τελική ανάλυση είναι ωραίοι τοίχοι, με πολυτελείς καρέκλες και ακριβά φωτιστικά, με τέλειο ηχητικό σύστημα, που προσφέρουν μονάχα θέαμα και καμία μέθεξη. Και γυρίζει τη δημιουργία στις ρίζες της.

Αν ο Μπρουκ είχε ανακαλύψει τους ρεμπέτες θα χόρευε τη «Φραγκοσυριανή». Δηλαδή μας δίνει να καταλάβουμε πως η δημιουργία δεν είναι στην ακαδημαϊκή της μορφή, αλλά στο τραγούδι του οικοδόμου ή της νοικοκυράς που τηγάνιζε ψάρια. Με άλλα λόγια, δημιουργία και ζωή, αχώριστο ζευγάρι.

Και για να έρθουμε στα δικά μας. Ολα αυτά τα φεστιβάλ τι προσφέρουν; Πόσες φορές θα δούμε τους αρχαίους τραγωδούς από σκηνοθέτες που δεν έχουν καταλάβει γρυ από το κείμενο και που κάνουν ένα θέαμα με την αισθητική των τουριστικών μαγαζιών; Τα βάζουμε με τους πολιτικούς. Καλά κάνουμε. Αλλά ποτέ δεν τα βάζουμε με την κουλτούρα μας. Πόσοι αριστεροί άραγε δεν είναι φαν των πιο χυδαίων τηλεοπτικών θεαμάτων; Πώς μπορεί να υπάρξει πολιτική συνείδηση, όταν τρεφόμαστε με το ασήμαντο; Μήπως έφτασε η στιγμή να ζητήσουμε ευθύνες από αυτούς που πραγματικά τις έχουν; Και αυτοί δεν είναι άλλοι από εμάς τους ίδιους.

Κάποτε έπεσα θύμα μιας απάτης. Και ύστερα από κάποια χρόνια βρήκα τον απατεώνα σε ένα καφενείο. Και τον ρώτησα: «Γιατί;». Η απάντησή του ήταν αφοπλιστική: «Εγώ είμαι απατεώνας και από αυτό ζω. Εσύ που ήσουν ξύπνιος, ας προφυλαγόσουν. Δεν θα μου ρίξεις και ευθύνες επειδή εσύ ήσουν κορόιδο».

Και κατάλαβα πως ο άνθρωπος είχε δίκιο. Εγώ τροφοδότησα την απάτη. Και αυτό σημαίνει: Δεν μας φταίει κανένας, παρά μονάχα ο εαυτός μας. Ολα τα δεινά μας εμείς τα έχουμε ψηφίσει. Ακόμα και η αποχή από τις εκλογές γιγαντώνει το πρώτο κόμμα.

Τι μένει; Μόνο το κοινοβούλιο του δρόμου. Και η δικιά μας ευθύνη.

Του Περικλή Κοροβέση
Εφημερίδα των Συντακτών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου