Αγωγή δισεκατομμυρίων δολαρίων εναντίον της Johnson & Johnson από την Πολιτεία της Οκλαχόμα. Οι ΗΠΑ μαστίζονται από μια εκτεταμένη κρίση εξάρτησης εκατομμυρίων ανθρώπων από νόμιμα ναρκωτικά. Αυτά, σύμφωνα με τους κατηγόρους των πολυεθνικών του φαρμάκου, είναι υπεύθυνα για εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Στο επίκεντρο βρίσκονται ισχυρά οπιοειδή φάρμακα, όπως το OxyContin της Purdue Pharma και το Duragesic της Johnson & Johnson, που αντιστοιχούν σε μια αγορά δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο. Η απληστία της φαρμακοβιομηχανίας την οδήγησε να αποκρύπτει τον κίνδυνο εθισμού και υπερβολικής δόσης, προκαλώντας μια έκρηξη των σχετικών συνταγογραφήσεων, με αντίστοιχη εκτίναξη των κερδών της.
Η πολυεθνική εταιρεία Johnson & Johnson ήδη κατηγορείται ότι το πιο εμβληματικό προϊόν της, το ταλκ για μωρά, προκαλούσε καρκίνο επειδή περιείχε αμίαντο. Τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ακόμη δικαστική αγωγή πολλών δισεκατομμυρίων σχετικά με τη βλάβη που προξενούν τα οπιοειδή φάρμακά της. Συγκεκριμένα, η Πολιτεία της Οκλαχόμα στις ΗΠΑ καταλογίζει στον φαρμακευτικό γίγαντα ευθύνες για την έξαρση της εξάρτησης από οπιοειδή στην Πολιτεία. Μέρα τη μέρα, τα μηνύματα που αναβοσβήνουν στις οθόνες μιας αίθουσας δικαστηρίου της Οκλαχόμα προσκρούουν στη «φιλική προς την οικογένεια» δημόσια εικόνα της Johnson & Johnson. Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα στη μεγάλη φαρμακοβιομηχανία.
Ενας εμπορικός αντιπρόσωπος της Johnson & Johnson με επιστολή του απέκρουσε τους φόβους ενός γιατρού, ότι οι ασθενείς μπορεί να εξαρτηθούν από τα οπιοειδή παυσίπονα της εταιρείας, λέγοντάς του ότι όσοι δεν πέθαναν, πιθανότατα δεν θα εθίζονταν. Ένας άλλος προτείνει τη στόχευση πωλήσεων των έντονα εθιστικών φαρμάκων στην ομάδα υψηλότερου κινδύνου: σε άντρες κάτω των 40 ετών…
Στη διάρκεια της εκδίκασης της πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων αγωγής της Πολιτείας της Οκλαχόμα κατά της Johnson & Johnson, τον τελευταίο μήνα [σ.τ.μ.: Ιούνιος 2019], η εταιρεία πασχίζει να εξηγήσει τις στρατηγικές μάρκετινγκ που ακολουθούσε. Οι κατήγοροί της λένε ότι αυτές οι στρατηγικές μάρκετινγκ έδιναν στους γιατρούς επικίνδυνα παραποιημένη εικόνα ως προς τον κίνδυνο εθισμού στα οπιοειδή, χειραγωγούσαν την ιατρική έρευνα και βοήθησαν να τροφοδοτηθεί μια έξαρση της χρήσης που στοίχισε 400.000 ζωές τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η Johnson & Johnson σημείωσε μεγαλύτερα κέρδη, καθώς η ζήτηση για οπιοειδή αυξήθηκε, αγοράζοντας εταιρείες καλλιέργειας παπαρούνας στην Αυστραλία προκειμένου να προμηθεύεται το ακατέργαστο ναρκωτικό, τόσο για τα δικά της φάρμακα όσο και για άλλες αμερικανικές εταιρείες παρασκευής φαρμάκων.
Ένας μάρτυρας, εμπειρογνώμονας στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στην έξαρση της χρήσης οπιοειδών, ο δρ. Andrew Kolodny, δήλωσε στο δικαστήριο ότι ελάχιστα γνώριζε για το ρόλο της Johnson & Johnson, μέχρι που είδε τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης: «Νομίζω πως δίκαια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Johnson & Johnson ως πρωτοστάτη της κρίσης των οπιοειδών που βιώνουμε», δήλωσε.
Ο γενικός εισαγγελέας της Οκλαχόμα Mike Hunter υπέβαλε κατά της Johnson & Johnson μήνυση δισεκατομμυρίων δολαρίων, για το φερόμενο ρόλο της στην τροφοδότηση του εθισμού και των υπερβολικών δόσεων στην Πολιτεία του, στην πρώτη πλήρη δίκη ενός παρασκευαστή φαρμάκων αναφορικά με την έξαρση της χρήσης οπιοειδών. Ωστόσο, η αγωγή του Hunter έχει καθίσει στο εδώλιο την ευρύτερη βιομηχανία, αφού ξεδιπλώνει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι παρασκευαστές οπιοειδών συνεργάζονταν για να αυξήσουν ραγδαία τις πωλήσεις, χρησιμοποιώντας τους τεράστιους πόρους τους για να επηρεάσουν τις πολιτικές ιατρικής και την ιατρική συνταγογράφηση. Ο Hunter δήλωσε ότι τη στρατηγική αυτή υποκίνησε η «απληστία» της βιομηχανίας, καθώς τα κέρδη αυξάνονταν.
Η ψευδής αφήγηση της φαρμακοβιομηχανίας
Την υπόθεση παρακολουθούν στενά πολλοί παρασκευαστές οπιοειδών, διανομείς φαρμάκων και αλυσίδες φαρμακείων που αντιμετωπίζουν περισσότερες από 2.000 ακόμη αγωγές, από κοινότητες σε όλη τη χώρα, για να δουν αν ένα δικαστήριο είναι διατεθειμένο να καταλογίσει σε μια φαρμακευτική εταιρεία ευθύνες για τη χειρότερη έξαρση χρήσης ναρκωτικών στην αμερικανική ιστορία.
Ο Hunter κατηγορεί την Johnson & Johnson ότι συνεργάστηκε με άλλες εταιρείες για την κατασκευή μιας ψευδούς αφήγησης περί επιδημίας πόνου χωρίς θεραπεία στις ΗΠΑ, στην οποία επιδημία λύση ήταν τα οπιοειδή, εν μέρει μέσω της χρηματοδότησης οργανώσεων-βιτρίνα, όπως η Αμερικανική Εταιρεία Πόνου [American Pain Society]. Η στρατηγική αυτή συνέβαλε στην αύξηση της συνταγογράφησης οπιοειδών, καθώς τα ναρκωτικά παυσίπονα εκτινάχθηκαν σε μια αγορά πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο.
Η Purdue Pharma έβαλε μπρος τη διαδικασία της έξαρσης με το εξαιρετικά ισχυρό και ανθεκτικό στο χρόνο οπιοειδές της, το OxyContin, στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Κατά την ακρόαση στο δικαστήριο, ειπώθηκε πώς η Johnson & Johnson γρήγορα συνειδητοποίησε τις δυνατότητες και ρίχτηκε στον ανταγωνισμό. Το τμήμα φαρμάκων της, η Janssen, ιδρύθηκε από τον Paul Janssen, έναν Βέλγο που εφηύρε ένα τεχνητό οπιοειδές, τη φαιντανύλη [fentanyl], το 1960. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Janssen Pharmaceuticals πούλαγε ένα έμπλαστρο φαιντανύλης, το Duragesic, για την αντιμετώπιση του έντονου πόνου ανθρώπων που έπασχαν από καρκίνο. Ωστόσο, με την άφιξη του OxyContin, η εταιρεία επέκτεινε επιθετικά την αγορά για το Duragesic, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι ο κίνδυνος εθισμού στο φάρμακο ήταν πολύ χαμηλός, σύμφωνα με τον Hunter.
Οι στρατηγικές μάρκετινγκ της φαρμακοβιομηχανίας έδιναν στους γιατρούς επικίνδυνα παραποιημένη εικόνα ως προς τον κίνδυνο εθισμού στα οπιοειδή, χειραγωγούσαν την ιατρική έρευνα και βοήθησαν να τροφοδοτηθεί μια έξαρση της χρήσης, που στοίχισε 400.000 ζωές τις τελευταίες δύο δεκαετίες στις ΗΠΑ.
Ώθηση σε ισχυρά οπιοειδή
Ο Hunter κατέθεσε στο δικαστήριο 35 κούτες που περιείχαν χιλιάδες σημειώματα, συγκεντρωμένα κατόπιν κλητεύσεων –αναφορές εμπορικών αντιπροσώπων σχετικά με τις συναντήσεις τους με τους γιατρούς– και υποστήριξε ότι αυτά δείχνουν ότι η Johnson & Johnson ενδιαφέρθηκε περισσότερο να αυξήσει τη ζήτηση για το φάρμακό της, παρά να φροντίσει για την ορθή χορήγησή του.
Η Johnson & Johnson προσέλαβε τους συμβούλους της McKinsey & Company προκειμένου να εντοπίσουν ευκαιρίες για περισσότερες πωλήσεις. Η McKinsey συνέστησε να εστιάσουν οι εμπορικοί αντιπρόσωποι στους γιατρούς που ήδη συνταγογραφούσαν μεγάλες ποσότητες OxyContin. Η McKinsey πρότεινε, επίσης, μια στρατηγική συγκράτησης των ασθενών στο Duragesic, ακόμη και αν είχαν κάποιο «ανεπιθύμητο σύμπτωμα». Η γενικότερη προσπάθεια ήταν να αποσπαστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι ασθενείς από οπιοειδή χαμηλότερης ισχύος και να περάσουν στα ισχυρότερα φάρμακα της Johnson & Johnson. Καθώς η εταιρεία εντατικοποίησε τις προσπάθειές της, οι πωλήσεις του Duragesic αυξήθηκαν κατά 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως.
Ένα ανώτερο στέλεχος μάρκετινγκ της Johnson & Johnson, η Kimberly Deem-Eshleman, υπερασπίστηκε τη στρατηγική πωλήσεων με το σκεπτικό ότι οι εμπορικοί αντιπρόσωποι «ενημέρωναν» τους γιατρούς. Η Johnson & Johnson, που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με καταβολή αποζημιώσεων αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων, από τότε που το ταλκ της προκάλεσε καρκίνο επειδή περιείχε αμίαντο, αρνείται σθεναρά ότι φέρει ευθύνη για την έξαρση της χρήσης οπιοειδών. Στον πυρήνα της υπερασπιστικής γραμμής της βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η εταιρεία διένειμε φάρμακα εγκεκριμένα από ομοσπονδιακές αρχές, όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων [Food and Drug Administration], και ότι πούλησε στην Οκλαχόμα μια σχετικά χαμηλή ποσότητα οπιοειδών, που δεν μπορεί να συνδεθεί με καμία συγκεκριμένη υπερβολική δόση.
Αποσιώπηση των κινδύνων
Ο Hunter φιλοτεχνεί την υπόθεσή του σε έναν πολύ μεγαλύτερο καμβά, χαρακτηρίζοντας την εταιρεία ως εργαζόμενη σε συντονισμό με τους ανταγωνιστές της για να αλλάξει την αφήγηση γύρω από τα οπιοειδή, ώστε να ανέβει ραγδαία η συνταγογράφηση σε όλη τη χώρα και, έτσι, να επωφεληθούν όλοι από μια μεγαλύτερη αγορά.
Μερικές από τις πιο επιβαρυντικές μαρτυρίες προέρχονται από τον δόκτορα Russell Portenoy, ειδικό για τον πόνο και αποφασιστικής επιρροής θιασώτη της εκτεταμένης συνταγογράφησης οπιοειδών, που ήταν επ’ αμοιβή σύμβουλος της Johnson & Johnson, της Purdue και άλλων παρασκευαστών φαρμάκων. Ο Portenoy δήλωσε στο δικαστήριο ότι οι παρασκευαστές παυσίπονων «υποτίμησαν τους κινδύνους των οπιοειδών, ιδιαίτερα τον κίνδυνο κατάχρησης, εθισμού και υπερβολικής δόσης», προκειμένου να αυξηθούν οι πωλήσεις. Κατηγόρησε τους παρασκευαστές φαρμάκων για στρέβλωση της ερευνητικής δουλειάς του και εκείνης άλλων ειδικών, μέσω της επιλεκτικής αναφοράς στα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της αποσιώπησης πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους των ναρκωτικών. «Οι ειδοποιήσεις αυτές, που αφορούσαν τους κινδύνους, παραμελήθηκαν και υποβαθμίστηκαν», ανέφερε σε βιντεοσκοπημένη μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. «Νομίζω πως αυτό έγινε με σκοπό να βελτιωθούν οι πωλήσεις των προϊόντων τους».
Ο Portenoy συγκαταλέγεται σε μια ομάδα γιατρών που προσλήφθηκαν από τις Johnson & Johnson και Purdue ως αγορητές για την προώθηση οπιοειδών σε άλλους γιατρούς. Είπε ότι οι διαλέξεις «γενικά ευνοούσαν τα φάρμακα που έφτιαχναν οι εταιρείες φαρμάκων», παρόλο που φαινομενικά προσέφεραν αδέσμευτες συμβουλές. Στο δικαστήριο επιδείχθηκε το επιχειρηματικό σχέδιο της Janssen για το 2012, που ανέφερε ότι «τα προγράμματα διαλέξεων δίνουν συχνά το έναυσμα για πρώτη χρήση» του Duragesic.
Κρίσιμη η απόφαση στην Οκλαχόμα
Η υπόθεση της Οκλαχόμα παρακολουθείται στενά από άλλες εταιρείες φαρμάκων, εναντίον των οποίων υποβάλλονται μηνύσεις από κωμοπόλεις, πόλεις και κομητείες. Πρόκειται για περίπου 2.000 αγωγές συνδυασμένες σε μια ενιαία αγωγή ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου στο Οχάιο, γνωστή ως Δια-Περιφερειακή Διαδικασία (ΔΠΔ) [Multi District Litigation (MDL)].
Την περασμένη εβδομάδα, οι δικηγόροι των εναγόντων στην ΔΠΔ κατέθεσαν πρόταση, ο όποιος διακανονισμός αποζημίωσης να καλύπτει κάθε δήμο και κομητεία των ΗΠΑ, ώστε να αντιμετωπίζονται όλες οι πιθανές αγωγές ταυτόχρονα. Οι δικηγόροι πιστεύουν ότι αυτό θα είναι κίνητρο συμβιβασμού των φαρμακευτικών εταιρειών, επειδή μια συμφωνία θα τις προστατεύσει από περαιτέρω αξιώσεις, αν και δεν θα αντιμετωπίζει διώξεις που ασκούν γενικοί εισαγγελείς σε επίπεδο Πολιτειών, όπως αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Οκλαχόμα.
Ο Paul Farrell, ένας από τους επικεφαλής δικηγόρους στην ΔΠΔ, δήλωσε ότι δίσταζε να ρίξει πάρα πολύ βάρος σε κάποια από τις δίκες. Είπε, όμως, ότι αν η Johnson & Johnson χάσει την υπόθεση της Οκλαχόμα, θα είναι πλήγμα για τις άλλες εταιρείες φαρμάκων που ακολουθούν παρόμοιες υπερασπιστικές γραμμές: «Αν ο δικαστής καταλήξει σε απόφαση ότι η Johnson & Johnson δεν είναι νομικά υπεύθυνη στην Οκλαχόμα εξ αιτίας των δεδομένων στην Οκλαχόμα, τότε νομίζω ότι θα αναγκαστούν να βαδίσουν στα βήματα της έκβασης αυτής σε 49 ακόμη Πολιτείες και σε τουλάχιστον 1.900 άλλες περιπτώσεις κυβερνητικών αρχών.
Εάν, αντιθέτως, ο δικαστής διαπιστώσει ευθύνη της Johnson & Johnson, παρά το γεγονός ότι ισχυρίζονται ότι το μερίδιο αγοράς τους ήταν τόσο μικρό, θα έλεγε κανείς ότι αυτό θα έχει αντίκτυπο σε ολόκληρο τον κλάδο», δήλωσε.
*Ο Chris McGreal είναι διεθνούς φήμης δημοσιογράφος, αρχικά του BBC και έπειτα άλλων μεγάλων ΜΜΕ. Εδώ και χρόνια είναι ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας The Guardian στις ΗΠΑ. Πέρυσι δημοσίευσε το βιβλίο «Αμερικανική Υπερβολική Δόση: Η Τραγωδία των Οπιοειδών σε Τρεις Πράξεις» (American Overdose, The Opioid Tragedy in Three Acts). Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 23 Ιουνίου 2019 στην εφημερίδα The Guardian (www.theguardian.com). Μετάφραση: Νίκος Λάιος.
Στο επίκεντρο βρίσκονται ισχυρά οπιοειδή φάρμακα, όπως το OxyContin της Purdue Pharma και το Duragesic της Johnson & Johnson, που αντιστοιχούν σε μια αγορά δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο. Η απληστία της φαρμακοβιομηχανίας την οδήγησε να αποκρύπτει τον κίνδυνο εθισμού και υπερβολικής δόσης, προκαλώντας μια έκρηξη των σχετικών συνταγογραφήσεων, με αντίστοιχη εκτίναξη των κερδών της.
Η πολυεθνική εταιρεία Johnson & Johnson ήδη κατηγορείται ότι το πιο εμβληματικό προϊόν της, το ταλκ για μωρά, προκαλούσε καρκίνο επειδή περιείχε αμίαντο. Τώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ακόμη δικαστική αγωγή πολλών δισεκατομμυρίων σχετικά με τη βλάβη που προξενούν τα οπιοειδή φάρμακά της. Συγκεκριμένα, η Πολιτεία της Οκλαχόμα στις ΗΠΑ καταλογίζει στον φαρμακευτικό γίγαντα ευθύνες για την έξαρση της εξάρτησης από οπιοειδή στην Πολιτεία. Μέρα τη μέρα, τα μηνύματα που αναβοσβήνουν στις οθόνες μιας αίθουσας δικαστηρίου της Οκλαχόμα προσκρούουν στη «φιλική προς την οικογένεια» δημόσια εικόνα της Johnson & Johnson. Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης θα μπορούσε να ανατρέψει τα δεδομένα στη μεγάλη φαρμακοβιομηχανία.
Ενας εμπορικός αντιπρόσωπος της Johnson & Johnson με επιστολή του απέκρουσε τους φόβους ενός γιατρού, ότι οι ασθενείς μπορεί να εξαρτηθούν από τα οπιοειδή παυσίπονα της εταιρείας, λέγοντάς του ότι όσοι δεν πέθαναν, πιθανότατα δεν θα εθίζονταν. Ένας άλλος προτείνει τη στόχευση πωλήσεων των έντονα εθιστικών φαρμάκων στην ομάδα υψηλότερου κινδύνου: σε άντρες κάτω των 40 ετών…
Στη διάρκεια της εκδίκασης της πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων αγωγής της Πολιτείας της Οκλαχόμα κατά της Johnson & Johnson, τον τελευταίο μήνα [σ.τ.μ.: Ιούνιος 2019], η εταιρεία πασχίζει να εξηγήσει τις στρατηγικές μάρκετινγκ που ακολουθούσε. Οι κατήγοροί της λένε ότι αυτές οι στρατηγικές μάρκετινγκ έδιναν στους γιατρούς επικίνδυνα παραποιημένη εικόνα ως προς τον κίνδυνο εθισμού στα οπιοειδή, χειραγωγούσαν την ιατρική έρευνα και βοήθησαν να τροφοδοτηθεί μια έξαρση της χρήσης που στοίχισε 400.000 ζωές τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η Johnson & Johnson σημείωσε μεγαλύτερα κέρδη, καθώς η ζήτηση για οπιοειδή αυξήθηκε, αγοράζοντας εταιρείες καλλιέργειας παπαρούνας στην Αυστραλία προκειμένου να προμηθεύεται το ακατέργαστο ναρκωτικό, τόσο για τα δικά της φάρμακα όσο και για άλλες αμερικανικές εταιρείες παρασκευής φαρμάκων.
Ένας μάρτυρας, εμπειρογνώμονας στην πρώτη γραμμή της μάχης ενάντια στην έξαρση της χρήσης οπιοειδών, ο δρ. Andrew Kolodny, δήλωσε στο δικαστήριο ότι ελάχιστα γνώριζε για το ρόλο της Johnson & Johnson, μέχρι που είδε τα αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης: «Νομίζω πως δίκαια μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την Johnson & Johnson ως πρωτοστάτη της κρίσης των οπιοειδών που βιώνουμε», δήλωσε.
Ο γενικός εισαγγελέας της Οκλαχόμα Mike Hunter υπέβαλε κατά της Johnson & Johnson μήνυση δισεκατομμυρίων δολαρίων, για το φερόμενο ρόλο της στην τροφοδότηση του εθισμού και των υπερβολικών δόσεων στην Πολιτεία του, στην πρώτη πλήρη δίκη ενός παρασκευαστή φαρμάκων αναφορικά με την έξαρση της χρήσης οπιοειδών. Ωστόσο, η αγωγή του Hunter έχει καθίσει στο εδώλιο την ευρύτερη βιομηχανία, αφού ξεδιπλώνει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο οι παρασκευαστές οπιοειδών συνεργάζονταν για να αυξήσουν ραγδαία τις πωλήσεις, χρησιμοποιώντας τους τεράστιους πόρους τους για να επηρεάσουν τις πολιτικές ιατρικής και την ιατρική συνταγογράφηση. Ο Hunter δήλωσε ότι τη στρατηγική αυτή υποκίνησε η «απληστία» της βιομηχανίας, καθώς τα κέρδη αυξάνονταν.
Η ψευδής αφήγηση της φαρμακοβιομηχανίας
Την υπόθεση παρακολουθούν στενά πολλοί παρασκευαστές οπιοειδών, διανομείς φαρμάκων και αλυσίδες φαρμακείων που αντιμετωπίζουν περισσότερες από 2.000 ακόμη αγωγές, από κοινότητες σε όλη τη χώρα, για να δουν αν ένα δικαστήριο είναι διατεθειμένο να καταλογίσει σε μια φαρμακευτική εταιρεία ευθύνες για τη χειρότερη έξαρση χρήσης ναρκωτικών στην αμερικανική ιστορία.
Ο Hunter κατηγορεί την Johnson & Johnson ότι συνεργάστηκε με άλλες εταιρείες για την κατασκευή μιας ψευδούς αφήγησης περί επιδημίας πόνου χωρίς θεραπεία στις ΗΠΑ, στην οποία επιδημία λύση ήταν τα οπιοειδή, εν μέρει μέσω της χρηματοδότησης οργανώσεων-βιτρίνα, όπως η Αμερικανική Εταιρεία Πόνου [American Pain Society]. Η στρατηγική αυτή συνέβαλε στην αύξηση της συνταγογράφησης οπιοειδών, καθώς τα ναρκωτικά παυσίπονα εκτινάχθηκαν σε μια αγορά πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο.
Η Purdue Pharma έβαλε μπρος τη διαδικασία της έξαρσης με το εξαιρετικά ισχυρό και ανθεκτικό στο χρόνο οπιοειδές της, το OxyContin, στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Κατά την ακρόαση στο δικαστήριο, ειπώθηκε πώς η Johnson & Johnson γρήγορα συνειδητοποίησε τις δυνατότητες και ρίχτηκε στον ανταγωνισμό. Το τμήμα φαρμάκων της, η Janssen, ιδρύθηκε από τον Paul Janssen, έναν Βέλγο που εφηύρε ένα τεχνητό οπιοειδές, τη φαιντανύλη [fentanyl], το 1960. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Janssen Pharmaceuticals πούλαγε ένα έμπλαστρο φαιντανύλης, το Duragesic, για την αντιμετώπιση του έντονου πόνου ανθρώπων που έπασχαν από καρκίνο. Ωστόσο, με την άφιξη του OxyContin, η εταιρεία επέκτεινε επιθετικά την αγορά για το Duragesic, ισχυριζόμενη ψευδώς ότι ο κίνδυνος εθισμού στο φάρμακο ήταν πολύ χαμηλός, σύμφωνα με τον Hunter.
Οι στρατηγικές μάρκετινγκ της φαρμακοβιομηχανίας έδιναν στους γιατρούς επικίνδυνα παραποιημένη εικόνα ως προς τον κίνδυνο εθισμού στα οπιοειδή, χειραγωγούσαν την ιατρική έρευνα και βοήθησαν να τροφοδοτηθεί μια έξαρση της χρήσης, που στοίχισε 400.000 ζωές τις τελευταίες δύο δεκαετίες στις ΗΠΑ.
Ώθηση σε ισχυρά οπιοειδή
Ο Hunter κατέθεσε στο δικαστήριο 35 κούτες που περιείχαν χιλιάδες σημειώματα, συγκεντρωμένα κατόπιν κλητεύσεων –αναφορές εμπορικών αντιπροσώπων σχετικά με τις συναντήσεις τους με τους γιατρούς– και υποστήριξε ότι αυτά δείχνουν ότι η Johnson & Johnson ενδιαφέρθηκε περισσότερο να αυξήσει τη ζήτηση για το φάρμακό της, παρά να φροντίσει για την ορθή χορήγησή του.
Η Johnson & Johnson προσέλαβε τους συμβούλους της McKinsey & Company προκειμένου να εντοπίσουν ευκαιρίες για περισσότερες πωλήσεις. Η McKinsey συνέστησε να εστιάσουν οι εμπορικοί αντιπρόσωποι στους γιατρούς που ήδη συνταγογραφούσαν μεγάλες ποσότητες OxyContin. Η McKinsey πρότεινε, επίσης, μια στρατηγική συγκράτησης των ασθενών στο Duragesic, ακόμη και αν είχαν κάποιο «ανεπιθύμητο σύμπτωμα». Η γενικότερη προσπάθεια ήταν να αποσπαστούν όσο το δυνατόν περισσότεροι ασθενείς από οπιοειδή χαμηλότερης ισχύος και να περάσουν στα ισχυρότερα φάρμακα της Johnson & Johnson. Καθώς η εταιρεία εντατικοποίησε τις προσπάθειές της, οι πωλήσεις του Duragesic αυξήθηκαν κατά 1 δισεκατομμύριο δολάρια ετησίως.
Ένα ανώτερο στέλεχος μάρκετινγκ της Johnson & Johnson, η Kimberly Deem-Eshleman, υπερασπίστηκε τη στρατηγική πωλήσεων με το σκεπτικό ότι οι εμπορικοί αντιπρόσωποι «ενημέρωναν» τους γιατρούς. Η Johnson & Johnson, που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με καταβολή αποζημιώσεων αρκετών δισεκατομμυρίων δολαρίων, από τότε που το ταλκ της προκάλεσε καρκίνο επειδή περιείχε αμίαντο, αρνείται σθεναρά ότι φέρει ευθύνη για την έξαρση της χρήσης οπιοειδών. Στον πυρήνα της υπερασπιστικής γραμμής της βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η εταιρεία διένειμε φάρμακα εγκεκριμένα από ομοσπονδιακές αρχές, όπως ο Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων [Food and Drug Administration], και ότι πούλησε στην Οκλαχόμα μια σχετικά χαμηλή ποσότητα οπιοειδών, που δεν μπορεί να συνδεθεί με καμία συγκεκριμένη υπερβολική δόση.
Αποσιώπηση των κινδύνων
Ο Hunter φιλοτεχνεί την υπόθεσή του σε έναν πολύ μεγαλύτερο καμβά, χαρακτηρίζοντας την εταιρεία ως εργαζόμενη σε συντονισμό με τους ανταγωνιστές της για να αλλάξει την αφήγηση γύρω από τα οπιοειδή, ώστε να ανέβει ραγδαία η συνταγογράφηση σε όλη τη χώρα και, έτσι, να επωφεληθούν όλοι από μια μεγαλύτερη αγορά.
Μερικές από τις πιο επιβαρυντικές μαρτυρίες προέρχονται από τον δόκτορα Russell Portenoy, ειδικό για τον πόνο και αποφασιστικής επιρροής θιασώτη της εκτεταμένης συνταγογράφησης οπιοειδών, που ήταν επ’ αμοιβή σύμβουλος της Johnson & Johnson, της Purdue και άλλων παρασκευαστών φαρμάκων. Ο Portenoy δήλωσε στο δικαστήριο ότι οι παρασκευαστές παυσίπονων «υποτίμησαν τους κινδύνους των οπιοειδών, ιδιαίτερα τον κίνδυνο κατάχρησης, εθισμού και υπερβολικής δόσης», προκειμένου να αυξηθούν οι πωλήσεις. Κατηγόρησε τους παρασκευαστές φαρμάκων για στρέβλωση της ερευνητικής δουλειάς του και εκείνης άλλων ειδικών, μέσω της επιλεκτικής αναφοράς στα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της αποσιώπησης πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους των ναρκωτικών. «Οι ειδοποιήσεις αυτές, που αφορούσαν τους κινδύνους, παραμελήθηκαν και υποβαθμίστηκαν», ανέφερε σε βιντεοσκοπημένη μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. «Νομίζω πως αυτό έγινε με σκοπό να βελτιωθούν οι πωλήσεις των προϊόντων τους».
Ο Portenoy συγκαταλέγεται σε μια ομάδα γιατρών που προσλήφθηκαν από τις Johnson & Johnson και Purdue ως αγορητές για την προώθηση οπιοειδών σε άλλους γιατρούς. Είπε ότι οι διαλέξεις «γενικά ευνοούσαν τα φάρμακα που έφτιαχναν οι εταιρείες φαρμάκων», παρόλο που φαινομενικά προσέφεραν αδέσμευτες συμβουλές. Στο δικαστήριο επιδείχθηκε το επιχειρηματικό σχέδιο της Janssen για το 2012, που ανέφερε ότι «τα προγράμματα διαλέξεων δίνουν συχνά το έναυσμα για πρώτη χρήση» του Duragesic.
Κρίσιμη η απόφαση στην Οκλαχόμα
Η υπόθεση της Οκλαχόμα παρακολουθείται στενά από άλλες εταιρείες φαρμάκων, εναντίον των οποίων υποβάλλονται μηνύσεις από κωμοπόλεις, πόλεις και κομητείες. Πρόκειται για περίπου 2.000 αγωγές συνδυασμένες σε μια ενιαία αγωγή ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου στο Οχάιο, γνωστή ως Δια-Περιφερειακή Διαδικασία (ΔΠΔ) [Multi District Litigation (MDL)].
Την περασμένη εβδομάδα, οι δικηγόροι των εναγόντων στην ΔΠΔ κατέθεσαν πρόταση, ο όποιος διακανονισμός αποζημίωσης να καλύπτει κάθε δήμο και κομητεία των ΗΠΑ, ώστε να αντιμετωπίζονται όλες οι πιθανές αγωγές ταυτόχρονα. Οι δικηγόροι πιστεύουν ότι αυτό θα είναι κίνητρο συμβιβασμού των φαρμακευτικών εταιρειών, επειδή μια συμφωνία θα τις προστατεύσει από περαιτέρω αξιώσεις, αν και δεν θα αντιμετωπίζει διώξεις που ασκούν γενικοί εισαγγελείς σε επίπεδο Πολιτειών, όπως αυτή που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Οκλαχόμα.
Ο Paul Farrell, ένας από τους επικεφαλής δικηγόρους στην ΔΠΔ, δήλωσε ότι δίσταζε να ρίξει πάρα πολύ βάρος σε κάποια από τις δίκες. Είπε, όμως, ότι αν η Johnson & Johnson χάσει την υπόθεση της Οκλαχόμα, θα είναι πλήγμα για τις άλλες εταιρείες φαρμάκων που ακολουθούν παρόμοιες υπερασπιστικές γραμμές: «Αν ο δικαστής καταλήξει σε απόφαση ότι η Johnson & Johnson δεν είναι νομικά υπεύθυνη στην Οκλαχόμα εξ αιτίας των δεδομένων στην Οκλαχόμα, τότε νομίζω ότι θα αναγκαστούν να βαδίσουν στα βήματα της έκβασης αυτής σε 49 ακόμη Πολιτείες και σε τουλάχιστον 1.900 άλλες περιπτώσεις κυβερνητικών αρχών.
Εάν, αντιθέτως, ο δικαστής διαπιστώσει ευθύνη της Johnson & Johnson, παρά το γεγονός ότι ισχυρίζονται ότι το μερίδιο αγοράς τους ήταν τόσο μικρό, θα έλεγε κανείς ότι αυτό θα έχει αντίκτυπο σε ολόκληρο τον κλάδο», δήλωσε.
Του Chris McGreal
*Ο Chris McGreal είναι διεθνούς φήμης δημοσιογράφος, αρχικά του BBC και έπειτα άλλων μεγάλων ΜΜΕ. Εδώ και χρόνια είναι ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας The Guardian στις ΗΠΑ. Πέρυσι δημοσίευσε το βιβλίο «Αμερικανική Υπερβολική Δόση: Η Τραγωδία των Οπιοειδών σε Τρεις Πράξεις» (American Overdose, The Opioid Tragedy in Three Acts). Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε στις 23 Ιουνίου 2019 στην εφημερίδα The Guardian (www.theguardian.com). Μετάφραση: Νίκος Λάιος.
edromos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου