Δυό μήνες αργία του ’χε μηνύσει ο Δεσπότης απ το Κάστρο (αρχαία Μύρινα) και δεν ήταν η πρώτη φορά. Το έγκλημά του… πάλι είχε φθάσει στ’ αυτιά της Επισκοπής ότι ο παπα Κυριάκος ακούγοντας το "καναρίνι μου γλυκό" κι’ αφού, ως συνήθως, είχε κατεβάσει τον άμπακο, χόρευε πιότερο κι’ απ’ τους λαϊκούς σε κάθε περίσταση. Αυτό τραβούσε η ψυχούλα του, κρασί και χορό, μα ήταν πράγματα αυτά για κληρικό της εποχής του;
Τι να κάνει, λοιπόν, ο άνθρωπος για να ζήσει τα οκτώ παιδιά του και την παπαδιά, η οποία εδώ που τα λέμε πάντα τον γύρευε να τον μαζέψει απ’ τα καφενεία και του γκρίνιαζε: "Παπάς είσαι εσύ, μωρέ". Αγρότης δεν ήταν για να’ χει τ’ απολύτως απαραίτητα, τουλάχιστον. Κτηνοτρόφος δεν ήταν να’ χει τις κατσίκες του. Ηταν, όμως, καλός στο ψάρεμα. Γέμισε, λοιπόν, ένα πανέρι με ψάρια και στήθηκε έξω απ’ την Επισκοπή διαλαλώντας: "Ψάρια, ψάρια, καλά ψάρια, ευλογημένα κι’ αγιασμένα".
Το προφτάσανε στον Δεσπότη και τον καλεί μέσα. "Είναι δυνατόν να πουλάς ψάρια και να εξευτελίζεις τον κλήρο" του ’πε αγριεμένος. Τι να κάνω Δέσποτα να ταίσω την δεκαμελή φαμίλια μου, αφού μ’ έχεις βάλει σε αργία, αποκρίνεται ο παπα Κυριάκος. "Οι λειτουργιές δεν σε φθάνουν, αθεόφοβε". Μα τις λειτουργιές, Δέσποτα, τις μοιράζω στους χωριανούς μου, που πεινάνε. Κατοχή περάσαμε. Ο κόσμος πεινάει ακόμα. Κι’ αυτό ήταν μια αλήθεια, που όλος ο κόσμος την ήξερε. Πρώτα φρόντιζε ο παπα Κυριάκος τους φτωχούς ενορίτες και μετά τη φαμίλια του. Κι’ αυτό ήταν μόνιμη αιτία να γκρινιάζει η παπαδιά. "Καλά, λοιπόν, από σήμερα παύεις να είσαι σε αργία", του ’πε ο Επίσκοπος, "αλλά, να προσέχεις, γιατί θα’ χεις κακά ξεμπερδέματα μαζί μου".
Μα δεν ήταν η πρώτη φορά που την γλίτωνε. Την προηγούμενη φορά είχαν δεί τον παπα Κυριάκο να γυρίζει στο χωριό με καινούργιο καλυμμαύχι. Να τ’ αγόρασε αποκλείεται. Δεν είχε. Κι’ επειδή, χωρίς ρουφιανιά τίποτα δεν γίνεται, κάποιος μήνυσε στον Δεσπότη ότι ο παπα Κυριάκος τις προάλλες στη σύνοδο όλων των παπάδων του νησιού τελευταίος πήγε και πρώτος αποχώρησε… Εξάλλου αυτός ήτανε το μαύρο πρόβατο…. Τι να κάνει, λοιπόν, ο παπα Κυριάκος τρέχει ταπεινά στο μήνυμα του Δεσπότη κι’ αρχίζει πριν προλάβει καν να τον επιτιμήσει αυτός, δυναμικά κι’ αποφασιστικά να φωνάζει: "Τρείς μήνες αργία Δέσποτα, γιατί πήρα το καλυμμαύχι απ’ αυτόν που έχει ν’ αγοράσει είναι πολύ άδικο. Γιατί για να ’χει καινούργιο καλυμμαύχι πάει να πεί ότι η ενορία του και έσοδα έχει και δεν φροντίζει το φτωχό ποίμνιό του. Μα κι’ ο Χριστός Δέσποτα φτωχούς ψαράδες μάζεψε στη βάρκα να ρίξουν τα δίχτυα, να γεμίσουν ιχθείς και να κάνει Αποστόλους του, διαδίδοντας τον λόγο του". Τι ν’ αντιλέξει κανείς σε τέτοιες αλήθειες που ο παπα Κυριάκος ως καλός κληρικός, ευφυής, καλόκαρδος, γλεντζές, απόφοιτος της Μεγάλης του Γένους Σχολής στο Φανάρι, απ’ όπου είχε έρθει στο νησί με τον αδικοχαμένο στην εκστρατεία της Καλλίπολης αδελφό του, τις είχε ενστερνιστεί ως τα μύχια της ψυχής του.
Αμ! τα χωρατά του να δείς. Ένας κτηνοτρόφος τον κάλεσε να κάνει ένα ευχέλαιο στα πρόβατά του, που ο κτηνίατρος δεν μπορούσε να τα σώσει και ψοφούσαν χωρίς εμφανή αιτία, εναποθέτοντας τις τελευταίες ελπίδες του στον Θεό. Ρωτούσε, όμως, ενοχλητικά κι’ επίμονα τον παπα Κυριάκο, αν και πότε θα πάψουν τα ζώα του να ψοφούν. "Ακου, λοιπόν, κυρ Παναγιώτη" του λέει απηυδισμένος ο παπα Κυριάκος. "Εγώ την δουλειά μου την έκανα, κατά πως έπρεπε… άς κάνει κι’ ο θεός τη δική του" και κατ’ άλλους "Εγώ τη δουλειά μου την έκανα… νά κι’ αν σωθούν… νά κι’ αν δεν σωθούν…".
Μα το αποκορύφωμα των χωρατών του ήταν αυτό που διηγιόντουσαν στα καφενεία οι άνθρωποι του χωριού στα εγγόνια και δισέγγονά του.
Επειδή, λοιπόν, κάλλιο λαϊκός παρά κληρικός φάνταζε, ο εύπορος μυλωνάς του Θάνους σκέφθηκε μια φορά να τον δουλέψει, γιατί όλοι ήξεραν ότι άφηνε νηστικούς τους δικούς του για να φάνε φτωχοί, ανήμποροι, χήρες κι’ ορφανά, στους οποίους μοίραζε και τα μπαούλα με τα ρούχα που του ’στελναν οι πρώτοι μετανάστες απ’ το εξωτερικό. "Παπα Κυριάκο συγχαρητήρια μάθαμε ότι κέρδισες το λαχείο… και πάλι συγχαρητήρια", του επαναλάμβανε μειδιώντας κάτω απ’ τα μουστάκια του… "Σ’ ευχαριστώ μυλωνά και σε παρακαλώ να μοιράσεις σ’ όλους τους φτωχούς του χωριού από ένα τσουβάλι αλεύρι". Εσπευσε ο μυλωνάς να το κάνει νομίζοντας ότι έπιασε τον παπά κορόιδο. Περνούσαν, όμως, οι μέρες και αμοιβή δεν λάβαινε. Όταν, λοιπόν, τον αντάμωσε στο καφενείο του λέει δυνατά ν’ ακούσουν όλοι: "Παπα Κυριάκο εγώ μοίρασα τ’ αλεύρι, αλλά δυό βδομάδες τώρα δεν μου ’στειλες τα χρήματα". Και η απάντηση ήρθε αποστομωτική κι’ εξευτελιστική για τον τσιφούτη μυλωνά: "Όταν μου πληρώσουν το λαχείο που κέρδισα -όπως μου είπες- τότε κι’ εγώ θα σε πληρώσω".
Ο ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΣ
Άνθισε ο τάφος σαν τη μυγδαλιά,
έγειρε η πέτρα απ’ την πολυκαιριά,
ο παπα Κυριάκος κείται σε δυό μέτρα γή,
πίσω απ’ το ναό τον χαιρετούν οι περαστικοί,
άνθρωποι που τον έζησαν σε δύσκολους καιρούς,
νέοι που ακούσανε τις ιστορίες του στο νησί,
γέροι που αναθυμούνται με νοσταλγία τα παλιά,
τη λεβεντιά του ανδρός, την τιμιότητα, την ανθρωπιά.
Το διήγημα και το ποίημα είναι αφιερωμένα στη μνήμη του παππού μου παπα Κυριάκου Ξενάκη, τον οποίο μνημονεύουν μέχρι σήμερα στο νησί της Λήμνου -πολλές δεκαετίες μετά- για την καλοσύνη κι’ ανθρωπιά του. Ο βίος του υπήρξε δωροφόρος, ήταν ένα άστρο που πάντα θα λάμπει. Οι αξίες πάνω στις οποίες βασίστηκε η σύντομη ζωή του αποτελούν την άυλη παρακαταθήκη ενός ξεχωριστού και μοναδικού ανθρώπου.
Κ.Γ.Ξ.
Απόσπασμα από την ποιητική συλλογή
"Τοπία της Ψυχής 2014-2020" του Κυριάκου Ξενάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου