Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: "καλά είμαι εδώ".
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: "Δόξα σοι ο θεός".
(Η διαθήκη μου, Μιχάλης Κατσαρός)
Είπες "θα πάγω σ’ άλλη γή,θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή…".
Καινούργιους τόπους δεν θα βρείς,δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σ’ ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους…
Πάντα στη πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τ’ αλλού –μη ελπίζεις-
Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό…
(Η πόλις, Κ.Καβάφης)
Είναι οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων,
είναι οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε, κομμάτι παίρνουμε’ επάνω μας,
κι’ αρχίζουμε να’χουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά…
(Τρώες, Κ.Καβάφης)
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Στο περιγιάλι το κρυφό κι’ άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο τη ξανθή γράψαμε τ’ όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας λάθος κι’ αλλάξαμε ζωή.
(Με τον τρόπο του Γ. Σεφέρη, Άρνηση)
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές
μια τρυφερή μου αγάπη,
ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι…
(Αμοργός, Νίκος Γκάτσος)
Μες την υπόγεια την ταβέρνα
μες σε καπνούς και σε βρισιές… \
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας
φταίει ο θεός που μας μισεί…
Δειλοί, μοιραίοι κι’ άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα.
(Οι μοιραίοι, Κ.Βάρναλης)
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη-μα που γύριζες
ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας…
Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθοινόπωρο,
Χειμώνα ελάχιστε,
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του ανέλπιστου.
(Μαρίνα των βράχων, Ο.Ελύτης, Λακωνικόν)
Τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια
γι αυτό και τα ποιήματά μου είναι τόσο πικραμένα…
Η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε
η τέχνη και η ποίηση μας βοηθούν να πεθάνουμε…
Μπολιβάρ, είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
(Νίκος Εγγονόπουλος, ποίηση, Λόρκα, Μπολιβάρ)
Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι’ όλα σας κι η χαρά σας μοιρολόι,
πικρό κι’ αργό,
μαύρος φτωχός και σκλάβος κι’ ακαμάτης,
στενόκαρδος αδούλευτος-διαβάτης
μ’ εσάς κι’ εγώ…
Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού …
(Ανατολή, Γύφτε λαέ, άκουσέ με, Κ. Παλαμάς)
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου…
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι’ αντρίκεια,
τόσα όσα μήτε του γιαλιού δε φτάνουν τα χαλίκια …
(Επιτάφιος, Γ. Ρίτσος)
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο…
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό…
(Μαραμπού, Ν. Καββαδίας)
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
για τα τελευταία κουρέλια απ’ τα γιορτινά μας φορέματα
για τα παιδιά μας που πουλάνε τσιγάρα στους διαβάτες …
(Μιλώ, Μ. Αναγνωστάκης)
Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα τον μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.
(Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, Ν. Βρεττάκος)
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια…
Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς,
ένας επέθαινε από αηδία …
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στη κηδεία.
(Πρέβεζα, Κ. Καρυωτάκης)
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: "καλά είμαι εδώ".
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: "Δόξα σοι ο θεός".
(Η διαθήκη μου, Μιχάλης Κατσαρός)
Είπες "θα πάγω σ’ άλλη γή,θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή…".
Καινούργιους τόπους δεν θα βρείς,δεν θά βρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σ’ ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους…
Πάντα στη πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τ’ αλλού –μη ελπίζεις-
Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό…
(Η πόλις, Κ.Καβάφης)
Είναι οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων,
είναι οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε, κομμάτι παίρνουμε’ επάνω μας,
κι’ αρχίζουμε να’χουμε θάρρος και καλές ελπίδες.
Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά…
(Τρώες, Κ.Καβάφης)
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει.
Στο περιγιάλι το κρυφό κι’ άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο τη ξανθή γράψαμε τ’ όνομά της
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας λάθος κι’ αλλάξαμε ζωή.
(Με τον τρόπο του Γ. Σεφέρη, Άρνηση)
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές
μια τρυφερή μου αγάπη,
ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι…
(Αμοργός, Νίκος Γκάτσος)
Μες την υπόγεια την ταβέρνα
μες σε καπνούς και σε βρισιές… \
Φταίει το ζαβό το ριζικό μας
φταίει ο θεός που μας μισεί…
Δειλοί, μοιραίοι κι’ άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε ίσως κάποιο θάμα.
(Οι μοιραίοι, Κ.Βάρναλης)
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη-μα που γύριζες
ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας…
Λοιπόν αυτός που γύρευα είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθοινόπωρο,
Χειμώνα ελάχιστε,
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του ανέλπιστου.
(Μαρίνα των βράχων, Ο.Ελύτης, Λακωνικόν)
Τούτη η εποχή του εμφυλίου σπαραγμού
δεν είναι εποχή για ποίηση και άλλα παρόμοια
γι αυτό και τα ποιήματά μου είναι τόσο πικραμένα…
Η τέχνη και η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε
η τέχνη και η ποίηση μας βοηθούν να πεθάνουμε…
Μπολιβάρ, είσουνα πραγματικότητα, και είσαι,
και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
(Νίκος Εγγονόπουλος, ποίηση, Λόρκα, Μπολιβάρ)
Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόι,
κι’ όλα σας κι η χαρά σας μοιρολόι,
πικρό κι’ αργό,
μαύρος φτωχός και σκλάβος κι’ ακαμάτης,
στενόκαρδος αδούλευτος-διαβάτης
μ’ εσάς κι’ εγώ…
Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί
τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού …
(Ανατολή, Γύφτε λαέ, άκουσέ με, Κ. Παλαμάς)
Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου…
Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκειά, ζεστή κι’ αντρίκεια,
τόσα όσα μήτε του γιαλιού δε φτάνουν τα χαλίκια …
(Επιτάφιος, Γ. Ρίτσος)
Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο…
Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό…
(Μαραμπού, Ν. Καββαδίας)
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
για τα τελευταία κουρέλια απ’ τα γιορτινά μας φορέματα
για τα παιδιά μας που πουλάνε τσιγάρα στους διαβάτες …
(Μιλώ, Μ. Αναγνωστάκης)
Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, χιόνι, λουλούδια του έρωτα,
άσπρισαν απ’ τα λόγια σου, γείρανε τα κλαδιά τους
γιόμισα τον μικρό μου κόρφο, πήγα και στη μάνα μου.
(Της Σπάρτης οι πορτοκαλιές, Ν. Βρεττάκος)
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια…
Αν τουλάχιστον μέσα στους ανθρώπους αυτούς,
ένας επέθαινε από αηδία …
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στη κηδεία.
(Πρέβεζα, Κ. Καρυωτάκης)
D o m e n i c o
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου