Η ομάδα που το υπογράφει έχει το θάρρος από την αρχή να πει ότι το σχέδιο είναι ημιτελές. Εκτός από το γεγονός ότι είναι ημιτελές, το σχέδιο αναπαράγει μια σειρά από κοινοτοπίες, πολλές από τις οποίες είχαν ξανακουστεί στο περίφημο «Η Ελλάδα 10 χρόνια μπροστά-Greece 10 years ahead» που είχε παραγγείλει ο ΣΕΒ στη McKinsey&Company. Σαν να μην πέρασαν αυτά τα 10 χρόνια με τα 3 μνημόνια, με την περίφημη εσωτερική υποτίμηση αλλά χωρίς να έρθουν ξένες άμεσες επενδύσεις (ΞΑΕ)!
Τα θέματα που ανοίγει η έκθεση είναι πολλά σε όλους τους τομείς και μοιάζουν ως ατάκτως ερριμμένα.
Κάτι που ασφαλώς ξεχωρίζει, και που είχε διαπιστωθεί εμφατικά και από την έκθεση της McKinsey, είναι η εμμονή στον αντιπαραγωγικό χαρακτήρα των micro και μικρών επιχειρήσεων. Σε τέτοιο βαθμό που με σχετική ευκολία θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η ιδεολογική εμμονή μοιάζει να ξεπερνά την επιστημονική ανάλυση.
Κάτι που ασφαλώς ξεχωρίζει, και που είχε διαπιστωθεί εμφατικά και από την έκθεση της McKinsey, είναι η εμμονή στον αντιπαραγωγικό χαρακτήρα των micro και μικρών επιχειρήσεων. Σε τέτοιο βαθμό που με σχετική ευκολία θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η ιδεολογική εμμονή μοιάζει να ξεπερνά την επιστημονική ανάλυση.
Σε πολλά σημεία και με κάθε ευκαιρία το σχέδιο Πισσαρίδη αναπαράγει το ζήτημα του μεγάλου πλήθους των μικρών επιχειρήσεων και της αναγκαιότητας του περιορισμού τους μέσω από μια νέου τύπου βίαιη δημιουργική καταστροφή.
Αξίζει κανείς να αναρωτηθεί γιατί τέτοια εμμονή με τις μικρές επιχειρήσεις. Μπορούμε πολύ επιγραμματικά να πούμε ότι το σχέδιο κατατάσσει τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις στην γκρίζα ζώνη της οικονομίας, όπως αναφέρει «επιχειρήσεις στην γκρίζα ζώνη της οικονομίας δεν μεγεθύνονται, δεν επενδύουν συστηματικά σε νέες τεχνολογίες και δεν εστιάζουν σε εξαγωγές, απλώς γιατί στόχος τους είναι να διατηρήσουν ένα χαμηλό προφίλ. Μάλιστα, η αρχική δομή των επιχειρήσεων αυτών είναι ως μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις χωρίς αναπτυξιακό στόχο.
Ενας τρόπος για να αντιληφθεί κανείς τις συνέπειες της λειτουργίας επιχειρήσεων στην γκρίζα ζώνη της οικονομίας είναι να σκεφτεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές εγκλωβίζουν πόρους που εναλλακτικά θα χρησιμοποιούνταν στην επίσημη οικονομία από εξωστρεφείς επιχειρήσεις» (σ. 76).
Δεδομένων των παραπάνω μπορεί να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις:
1. Η εμμονική εστίαση στην αναποτελεσματικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων αγνοεί την ιστορική εξέλιξη της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα και δεν λαμβάνει υπόψη τις πολλαπλασιαστικές συνέπειές της στο ελληνικό παραγωγικό σύστημα (αγορά real estate, αστική γεωγραφία κ.λπ.). Χωρίς καμία αμφιβολία υπάρχουν μια σειρά από ιστορικούς, κοινωνικούς, γεωγραφικούς αλλά και πολιτισμικούς παράγοντες οι οποίοι δεν λαμβάνονται υπόψη. Για παράδειγμα, η μικροϊδιοκτησία αποτελεί ιστορικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας ήδη από το 1870, οπότε και έγινε η αναδιανομή των γαιών και επομένως εμπεδώθηκε η κουλτούρα της μικρής ιδιοκτησίας.
2. Ενας μεγάλος αριθμός micro και μικρών επιχειρήσεων έχει αναπτυχθεί γύρω από το οικοσύστημα του τουρισμού (μικρά καταλύματα, εστίαση, λιανικό εμπόριο κ.λπ.), γεγονός που εμμέσως συμβάλλει στη μεγαλύτερη τουριστική δαπάνη και ενισχύει την απασχόληση.
3. Δεν εξηγείται το γιατί η ισχυρή παρουσία των πολύ μικρών επιχειρήσεων συνιστά εμπόδιο για τη δημιουργία μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Αντίθετα, η αδυναμία δημιουργίας νέων και μεγάλων μονάδων παραγωγής ή η διατήρηση των ήδη υφιστάμενων αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις.
4. Τέλος, αγνοείται η συμβολή τους στην κοινωνική συνοχή και στην οικονομική Δημοκρατία, κυρίως αγνοείται η σχέση τους με την «πραγματική» οικονομία.
Στο σημείο αυτό ας δούμε τα αριθμητικά δεδομένα που μοιάζει να διαβάστηκαν «λάθος;» ή και καθόλου από τους συντάκτες της έκθεσης. Στους τρεις βασικούς κλάδους της οικονομίας στους οποίους η πυκνότητα micro επιχειρήσεων είναι μεγάλη (εμπόριο, μεταποίηση και τουρισμός) ο αριθμός επιχειρήσεων μέχρι 4 απασχολούμενους είναι 324.954, δηλαδή το 80% των επιχειρήσεων. Παράλληλα, σε επίπεδο απασχόλησης το άθροισμα εργοδοτών, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων σε μικρές επιχειρήσεις είναι 2.028.084 από τους 3.832.629 του συνόλου της οικονομίας (53%).
Ας μας απαντήσουν λοιπόν οι συντάκτες τι θα συμβεί στην ελληνική οικονομία εάν όλο αυτό το οικοσύστημα καταρρεύσει. Γιατί, παρά τα τόσο σκληρά μέτρα που ελήφθησαν μεταξύ 2010-2016, δεν είχαμε τα αναμενόμενα αποτελέσματα ούτε στο πεδίο των νέων επενδύσεων, ούτε στην εμφάνιση μεγάλων επιχειρήσεων και ούτε εν τέλει στην ποθούμενη αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος; Και γιατί τώρα, και μάλιστα εν μέσω Covid-19, μια νέα και ίσως περισσότερο βίαιη δημιουργική καταστροφή θα οδηγήσει αυτόματα σε υγιείς, εξωστρεφείς και παραγωγικές επιχειρήσεις;
Εκτός λοιπόν από τις καταγγελτικές διαπιστώσεις για τις μικρο-επιχειρήσεις, ας μας δώσουν απαντήσεις οι συντάκτες της έκθεσης για τις «mega» τάσεις της παγκόσμιας οικονομίας που η ίδια διαπιστώνει, δηλαδή τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την πράσινη ανάπτυξη και την αντιμετώπιση των προκλήσεων του διεθνούς εμπορίου έχοντας την επιχειρηματικότητα όρθια και όχι αποδιαρθρωμένη μετά από μια πανδημία και 3 προγράμματα προσαρμογής.
Και ας βρει τρόπους να προσελκύσει το συσσωρευμένο ελληνικό κεφάλαιο σε παραγωγικές επενδύσεις στις αλυσίδες-αξίες, ένα ιστορικό ερώτημα ήδη από τον ύστερο 19ο αιώνα.
Της Βάλιας Αρανίτου
Αν. καθηγήτριας Πανεπιστημίου Κρήτης
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου