Πρεμιέρα για τη Γαλλία, οι εκλογές αυτές «αμερικανικού τύπου», ανοιχτές σε όλους τους ψηφοφόρους, προκάλεσαν εξαιρετικό ενδιαφέρον και εντυπωσιακή συμμετοχή που ξεπέρασε τα 2,6 εκατομμύρια ψηφοφόρων.
Στον πρώτο γύρο ο Φρανσουά Ολάντ απέσπασε ποσοστό 39,2%, έναντι 30,4% της Μαρτίν Ομπρί. Οι τέσσερις ηττημένοι υποψήφιοι συγκέντρωσαν συνολικό ποσοστό 30%. Η μεταφορά των ψήφων προτίμησής τους προς τον ή την υποψήφια για το χρίσμα της προεδρικής υποψηφιότητας θα κρίνει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Τον ρόλο του «διαιτητή» θέλησε να παίξει ο Αρνό Μοντμπούρ, ο οποίος ήρθε τρίτος στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων με ποσοστό 17,2%. Ο κ. Μοντμπούρ απηύθυνε στον Ολάντ και στην Ομπρί επιστολή με την οποία τους ζητούσε να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους τέσσερις προτάσεις του.
Οι δύο υποψήφιοι απάντησαν θετικά ως προς τον έλεγχο των τραπεζών, τον περιορισμό της δικαιοδοσίας του προέδρου δικαιοδοσιών και εν μέρει ως προς τη «ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης». Σύμφωνα με δημοσκόπηση της εφημερίδας «Le Figaro», οι ψηφοφόροι του Μοντμπούρ θα μοιραστούν, με ποσοστό 45% για τον Ολάντ και 48% για την Ομπρί.
Η πρώην προεδρική υποψήφια, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, ήταν η μεγάλη ηττημένη του πρώτου γύρου. Κατάρρευσε σε ποσοστό 6,9%. Ξεπερνώντας την προσωπική της συντριβή, θέλησε να επανέλθει άμεσα στο πολιτικό προσκήνιο, με μια θεαματική πρωτοβουλία. Ανακοίνωσε ότι προσφέρει την υποστήριξή της στον πρώην σύντροφό της Φρανσουά Ολάντ, με τον οποίο έχει τέσσερα παιδιά, εξηγώντας ότι επιθυμεί «να διευρύνει το προβάδισμα που είχε στον πρώτο γύρο». Τόνισε ότι οι προτάσεις της θα ληφθούν υπόψη στο πρόγραμμα του υποψηφίου.
Οι αριθμητικοί υπολογισμοί δείχνουν ότι χάρη στην πλατιά υποστήριξη που έλαβε από τους ηττημένους υποψηφίους, ο Ολάντ είναι φαβορί για τη νίκη. Ωστόσο, η Μαρτίν Ομπρί τονίζει ότι «δεν πρόκειται για ψηφοφορία σε σοσιαλιστικό συνέδριο, αλλά για ανοιχτές στο πλατύ κοινό εκλογές και κανείς δεν είναι ιδιοκτήτης των ψήφων των εκλογέων». Ζήτησε από τους ψηφοφόρους της αριστεράς να προσέλθουν μαζικά στις κάλπες ώστε το αποτέλεσμα να κριθεί πέραν των κομματικών συμφωνιών.
Η προεκλογική αντιπαράθεση σκλήρυνε ανάμεσα στους δύο γύρους. Ο Ολάντ και η Ομπρί ανέβασαν τους τόνους, για να κερδίσουν τη μάχη των εντυπώσεων. Οι δύο προεδρικοί υποψήφιοι, που θεωρούνται «παιδιά του Ντελόρ και του Ζοσπέν», έχουν παρόμοιες προτάσεις σε επίπεδο οικονομίας, φορολογικής, κοινωνικής, ευρωπαϊκής πολιτικής και μικρές προγραμματικές διαφορές.
Ο Φρανσουά Ολάντ, 57 ετών, τοποθετείται ως εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατικής συναινετικής αριστεράς, προβάλλει ήπιο προφίλ, χιούμορ, επιδεξιότητα και φαίνεται σε θέση να προσελκύσει απογοητευμένους από τον Σαρκοζί κεντροδεξιούς ψηφοφόρους ενώ είπε ότι πρεσβεύει τη «σταθερή αριστερά». Η Μαρτίν Ομπρί, 61 ετών, στο τηλεοπτικό ντιμπέιτ εκτίμησε ότι ο αντίπαλός της ενσαρκώνει τη «μαλθακή αριστερά». Επισημαίνει ορισμένες «παλινδρομήσεις» του και προβάλλει το προφίλ της «σιδηράς κυρίας» που εκπροσωπεί «πείρα, συνέπεια, σταθερότητα», τονίζοντας ότι «απέναντι σε μια σκληρή δεξιά χρειάζεται μια σκληρή αριστερά».
Οι πολιτικοί αναλυτές τονίζουν ότι, πέρα από τις διαφορές σε επίπεδο προγραμμάτων, το κριτήριο των ψηφοφόρων στον σημερινό δεύτερο γύρο είναι κυρίως η «χρήσιμη ψήφος», δηλαδή η επιλογή τις προσωπικότητας που έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες να νικήσει τον Σαρκοζί.
*Η επιτυχία των προκριματικών εκλογών προκάλεσε ρεύμα υπέρ της αριστεράς και δίχασε τη δεξιά. Ο Νικολά Σαρκοζί προσπάθησε να τις υποβαθμίσει, αλλά κορυφαίες κυβερνητικές προσωπικότητες τον αντέκρουσαν. Δήλωσαν ότι πρόκειται για μια σημαντική πολιτική διαδικασία που πρέπει να υιοθετήσει και η δεξιά στο μέλλον, αν δεν υπάρχει ένας «φυσικός της υποψήφιος», όπως είναι τώρα ο γάλλος πρόεδρος.
Της ΗΡΑΣ ΦΕΛΟΥΚΑΤΖΗ
Στον πρώτο γύρο ο Φρανσουά Ολάντ απέσπασε ποσοστό 39,2%, έναντι 30,4% της Μαρτίν Ομπρί. Οι τέσσερις ηττημένοι υποψήφιοι συγκέντρωσαν συνολικό ποσοστό 30%. Η μεταφορά των ψήφων προτίμησής τους προς τον ή την υποψήφια για το χρίσμα της προεδρικής υποψηφιότητας θα κρίνει το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα.
Τον ρόλο του «διαιτητή» θέλησε να παίξει ο Αρνό Μοντμπούρ, ο οποίος ήρθε τρίτος στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων με ποσοστό 17,2%. Ο κ. Μοντμπούρ απηύθυνε στον Ολάντ και στην Ομπρί επιστολή με την οποία τους ζητούσε να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμά τους τέσσερις προτάσεις του.
Οι δύο υποψήφιοι απάντησαν θετικά ως προς τον έλεγχο των τραπεζών, τον περιορισμό της δικαιοδοσίας του προέδρου δικαιοδοσιών και εν μέρει ως προς τη «ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης». Σύμφωνα με δημοσκόπηση της εφημερίδας «Le Figaro», οι ψηφοφόροι του Μοντμπούρ θα μοιραστούν, με ποσοστό 45% για τον Ολάντ και 48% για την Ομπρί.
Η πρώην προεδρική υποψήφια, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, ήταν η μεγάλη ηττημένη του πρώτου γύρου. Κατάρρευσε σε ποσοστό 6,9%. Ξεπερνώντας την προσωπική της συντριβή, θέλησε να επανέλθει άμεσα στο πολιτικό προσκήνιο, με μια θεαματική πρωτοβουλία. Ανακοίνωσε ότι προσφέρει την υποστήριξή της στον πρώην σύντροφό της Φρανσουά Ολάντ, με τον οποίο έχει τέσσερα παιδιά, εξηγώντας ότι επιθυμεί «να διευρύνει το προβάδισμα που είχε στον πρώτο γύρο». Τόνισε ότι οι προτάσεις της θα ληφθούν υπόψη στο πρόγραμμα του υποψηφίου.
Οι αριθμητικοί υπολογισμοί δείχνουν ότι χάρη στην πλατιά υποστήριξη που έλαβε από τους ηττημένους υποψηφίους, ο Ολάντ είναι φαβορί για τη νίκη. Ωστόσο, η Μαρτίν Ομπρί τονίζει ότι «δεν πρόκειται για ψηφοφορία σε σοσιαλιστικό συνέδριο, αλλά για ανοιχτές στο πλατύ κοινό εκλογές και κανείς δεν είναι ιδιοκτήτης των ψήφων των εκλογέων». Ζήτησε από τους ψηφοφόρους της αριστεράς να προσέλθουν μαζικά στις κάλπες ώστε το αποτέλεσμα να κριθεί πέραν των κομματικών συμφωνιών.
Η προεκλογική αντιπαράθεση σκλήρυνε ανάμεσα στους δύο γύρους. Ο Ολάντ και η Ομπρί ανέβασαν τους τόνους, για να κερδίσουν τη μάχη των εντυπώσεων. Οι δύο προεδρικοί υποψήφιοι, που θεωρούνται «παιδιά του Ντελόρ και του Ζοσπέν», έχουν παρόμοιες προτάσεις σε επίπεδο οικονομίας, φορολογικής, κοινωνικής, ευρωπαϊκής πολιτικής και μικρές προγραμματικές διαφορές.
Ο Φρανσουά Ολάντ, 57 ετών, τοποθετείται ως εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατικής συναινετικής αριστεράς, προβάλλει ήπιο προφίλ, χιούμορ, επιδεξιότητα και φαίνεται σε θέση να προσελκύσει απογοητευμένους από τον Σαρκοζί κεντροδεξιούς ψηφοφόρους ενώ είπε ότι πρεσβεύει τη «σταθερή αριστερά». Η Μαρτίν Ομπρί, 61 ετών, στο τηλεοπτικό ντιμπέιτ εκτίμησε ότι ο αντίπαλός της ενσαρκώνει τη «μαλθακή αριστερά». Επισημαίνει ορισμένες «παλινδρομήσεις» του και προβάλλει το προφίλ της «σιδηράς κυρίας» που εκπροσωπεί «πείρα, συνέπεια, σταθερότητα», τονίζοντας ότι «απέναντι σε μια σκληρή δεξιά χρειάζεται μια σκληρή αριστερά».
Οι πολιτικοί αναλυτές τονίζουν ότι, πέρα από τις διαφορές σε επίπεδο προγραμμάτων, το κριτήριο των ψηφοφόρων στον σημερινό δεύτερο γύρο είναι κυρίως η «χρήσιμη ψήφος», δηλαδή η επιλογή τις προσωπικότητας που έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες να νικήσει τον Σαρκοζί.
*Η επιτυχία των προκριματικών εκλογών προκάλεσε ρεύμα υπέρ της αριστεράς και δίχασε τη δεξιά. Ο Νικολά Σαρκοζί προσπάθησε να τις υποβαθμίσει, αλλά κορυφαίες κυβερνητικές προσωπικότητες τον αντέκρουσαν. Δήλωσαν ότι πρόκειται για μια σημαντική πολιτική διαδικασία που πρέπει να υιοθετήσει και η δεξιά στο μέλλον, αν δεν υπάρχει ένας «φυσικός της υποψήφιος», όπως είναι τώρα ο γάλλος πρόεδρος.
Της ΗΡΑΣ ΦΕΛΟΥΚΑΤΖΗ
ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου