Ελεγε ο Βάτσλαβ Χάβελ σε συνέντευξή του πριν από δύο, περίπου, δεκαετίες: «Aντιλαμβάνομαι ως διανοούμενο εκείνον ή εκείνη που, ως αποτέλεσμα της δουλειάς ή της αποστολής του, έχει αναπτύξει ένα ιδιαίτερο αισθητικό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο αλληλοεξαρτώνται οι πράξεις και οι εξελίξεις. Αν τον ορίσουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο, είμαι της γνώμης ότι χρειαζόμαστε περισσότερους στην πολιτική. Ειδικά στον σημερινό κόσμο, στον οποίο συνυπάρχουν τόσο επικίνδυνα πολλά ειδικά συμφέροντα.
Χρειαζόμαστε ανθρώπους με το αισθητήριο της κοινής πολιτικής ευθύνης. Είναι μια έκκληση για τη διανόηση να εισβάλει στην πολιτική». Μετράμε πολλά χρόνια από τότε που η πολιτική άφηνε χώρο και σε διανοούμενους να ασκούν εξουσία. Ο Χάβελ, ο τελευταίος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας και ο πρώτος πρόεδρος της Τσεχίας, δεν έγινε ποτέ επαγγελματίας πολιτικός. Θεατρικός συγγραφέας, οραματιστής, πρωτεργάτης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, από τους διασημότερους διαφωνούντες της Τσεχοσλοβακίας (φυλακίστηκε επανειλημμένως από το κομμουνιστικό καθεστώς), ποια απ’ όλες τις ιδιότητές του θα επικρατήσει στον χρόνο;
Μία εβδομάδα μετά τον θάνατό του, σε ηλικία 75 χρόνων, το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί. Σε πολυσχιδείς προσωπικότητες όπως ο Χάβελ, ο καθένας επιλέγει την πλευρά με την οποία αισθάνεται περισσότερο συγγενής ή δικαιωμένος.
Πόσο ανάγκη έχει η πολιτική τους διανοούμενους; Πόσο δηλαδή ένα πνεύμα όπως ο Χάβελ θα μπορούσε, πρώτον, να συνυπάρξει με τους σύγχρονους Ευρωπαίους ηγέτες και, δεύτερον, να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων στη σημερινή εποχή; Η απάντηση δεν είναι ούτε μονομερής ούτε καταδικάζει υποχρεωτικά μία από τις δύο πλευρές στη λήθη ή τη σιωπή. Η Μέρκελ ή ο Σαρκοζί δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη με τον Χάβελ, αλλά όχι για τους, προφανείς, λόγους.
Η μυθιστορηματική σκέψη του Τσέχου στοχαστή, η δηλωμένη αγάπη του για τη δημοκρατία και τον άνθρωπο, πού συναντιέται με τα σύγχρονα συστήματα εξουσίας; Μια σκέψη πεισματικά ανεξάρτητη από προκατασκευασμένες ιδέες, που αναρωτιέται, εκπλήσσεται, εξετάζει. Είναι αφοριστική, προκλητική, εκκεντρική. Τρέφεται και δίνει πρωταρχική θέση στον άνθρωπο και στην επικοινωνία. Ο Χάβελ είχε ορίσει τη δημοκρατία ως την «απ’ ευθείας συνάντηση του βλέμματος δύο ανθρώπων». «Πιστεύω στις προσωπικές επαφές – έτσι όπως αυτό συνέβαινε στην αρχαία “αγορά”», είχε πει αναφερόμενος στις αρχαιοελληνικές καταβολές της δημοκρατίας.
Στην πολιτική οι σχέσεις υποτάχτηκαν στο συμφέρον, οι θέσεις εξουσίας κατελήφθησαν από στενόμυαλους που κατέχουν βεβαιότητες και αλήθειες. Η «κοινωνία του θεάματος» είχε ήδη ακτινογραφηθεί πολύ προτού γίνει προσφιλές θέμα των θεωρητικών της πολιτικής χάρη στους μυθιστοριογράφους.
Οταν ο Χάβελ απηύθυνε έκκληση στη διανόηση «να εισβάλει στην πολιτική», δεν φανταζόταν ίσως ποτέ πόσο η πολιτική θα απαξιώσει τη διανόηση. Για την ακρίβεια, όχι «απαξιώσει». Αδιαφορήσει. Υποδύεται ότι τη σέβεται, ότι τη θαυμάζει, αλλά στην ουσία τη θεωρεί μάλλον διακοσμητική και ξένο σώμα. Ανοίκειο, μη αναγνωρίσιμο. Οσο λείπουν σήμερα απελπιστικά οι οραματιστές ηγέτες, άλλο τόσο η εποχή τούς αποβάλλει ως συμπαθείς αλλά φλύαρους, λιγότερο στιβαρούς, ως εκ τούτου αδύναμους. Και κυρίως: σύνθετους προς τη λάθος κατεύθυνση.
Τα πολιτικά συνθήματα θαμπώνουν από τον σκεπτικισμό ή την αμφιβολία εκείνων που χαράσσουν όρια και διαχωριστικές γραμμές. «Η σύγχρονη εποχή κορυφώνεται και εάν δεν θέλουμε να γίνουμε θύματα της σύγχρονης εποχής μας, πρέπει να αποκαταστήσουμε την ανθρώπινη διάσταση, του πολίτη και της πολιτείας», έλεγε ο Χάβελ το 1993, στην Αθήνα με αφορμή στην τελετή απονομής των Βραβείων Ωνάση (ήταν ένας από τους τιμώμενους). «Αυτό θεωρώ ως βασικότερη πρόκληση της εποχής μας». Δικαιώθηκε, αλλά δεν εισακούστηκε.
Tης Mαριας Kατσουνακη
Χρειαζόμαστε ανθρώπους με το αισθητήριο της κοινής πολιτικής ευθύνης. Είναι μια έκκληση για τη διανόηση να εισβάλει στην πολιτική». Μετράμε πολλά χρόνια από τότε που η πολιτική άφηνε χώρο και σε διανοούμενους να ασκούν εξουσία. Ο Χάβελ, ο τελευταίος πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας και ο πρώτος πρόεδρος της Τσεχίας, δεν έγινε ποτέ επαγγελματίας πολιτικός. Θεατρικός συγγραφέας, οραματιστής, πρωτεργάτης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, από τους διασημότερους διαφωνούντες της Τσεχοσλοβακίας (φυλακίστηκε επανειλημμένως από το κομμουνιστικό καθεστώς), ποια απ’ όλες τις ιδιότητές του θα επικρατήσει στον χρόνο;
Μία εβδομάδα μετά τον θάνατό του, σε ηλικία 75 χρόνων, το ερώτημα είναι δύσκολο να απαντηθεί. Σε πολυσχιδείς προσωπικότητες όπως ο Χάβελ, ο καθένας επιλέγει την πλευρά με την οποία αισθάνεται περισσότερο συγγενής ή δικαιωμένος.
Πόσο ανάγκη έχει η πολιτική τους διανοούμενους; Πόσο δηλαδή ένα πνεύμα όπως ο Χάβελ θα μπορούσε, πρώτον, να συνυπάρξει με τους σύγχρονους Ευρωπαίους ηγέτες και, δεύτερον, να επηρεάσει τη λήψη αποφάσεων στη σημερινή εποχή; Η απάντηση δεν είναι ούτε μονομερής ούτε καταδικάζει υποχρεωτικά μία από τις δύο πλευρές στη λήθη ή τη σιωπή. Η Μέρκελ ή ο Σαρκοζί δεν είναι συγκρίσιμα μεγέθη με τον Χάβελ, αλλά όχι για τους, προφανείς, λόγους.
Η μυθιστορηματική σκέψη του Τσέχου στοχαστή, η δηλωμένη αγάπη του για τη δημοκρατία και τον άνθρωπο, πού συναντιέται με τα σύγχρονα συστήματα εξουσίας; Μια σκέψη πεισματικά ανεξάρτητη από προκατασκευασμένες ιδέες, που αναρωτιέται, εκπλήσσεται, εξετάζει. Είναι αφοριστική, προκλητική, εκκεντρική. Τρέφεται και δίνει πρωταρχική θέση στον άνθρωπο και στην επικοινωνία. Ο Χάβελ είχε ορίσει τη δημοκρατία ως την «απ’ ευθείας συνάντηση του βλέμματος δύο ανθρώπων». «Πιστεύω στις προσωπικές επαφές – έτσι όπως αυτό συνέβαινε στην αρχαία “αγορά”», είχε πει αναφερόμενος στις αρχαιοελληνικές καταβολές της δημοκρατίας.
Στην πολιτική οι σχέσεις υποτάχτηκαν στο συμφέρον, οι θέσεις εξουσίας κατελήφθησαν από στενόμυαλους που κατέχουν βεβαιότητες και αλήθειες. Η «κοινωνία του θεάματος» είχε ήδη ακτινογραφηθεί πολύ προτού γίνει προσφιλές θέμα των θεωρητικών της πολιτικής χάρη στους μυθιστοριογράφους.
Οταν ο Χάβελ απηύθυνε έκκληση στη διανόηση «να εισβάλει στην πολιτική», δεν φανταζόταν ίσως ποτέ πόσο η πολιτική θα απαξιώσει τη διανόηση. Για την ακρίβεια, όχι «απαξιώσει». Αδιαφορήσει. Υποδύεται ότι τη σέβεται, ότι τη θαυμάζει, αλλά στην ουσία τη θεωρεί μάλλον διακοσμητική και ξένο σώμα. Ανοίκειο, μη αναγνωρίσιμο. Οσο λείπουν σήμερα απελπιστικά οι οραματιστές ηγέτες, άλλο τόσο η εποχή τούς αποβάλλει ως συμπαθείς αλλά φλύαρους, λιγότερο στιβαρούς, ως εκ τούτου αδύναμους. Και κυρίως: σύνθετους προς τη λάθος κατεύθυνση.
Τα πολιτικά συνθήματα θαμπώνουν από τον σκεπτικισμό ή την αμφιβολία εκείνων που χαράσσουν όρια και διαχωριστικές γραμμές. «Η σύγχρονη εποχή κορυφώνεται και εάν δεν θέλουμε να γίνουμε θύματα της σύγχρονης εποχής μας, πρέπει να αποκαταστήσουμε την ανθρώπινη διάσταση, του πολίτη και της πολιτείας», έλεγε ο Χάβελ το 1993, στην Αθήνα με αφορμή στην τελετή απονομής των Βραβείων Ωνάση (ήταν ένας από τους τιμώμενους). «Αυτό θεωρώ ως βασικότερη πρόκληση της εποχής μας». Δικαιώθηκε, αλλά δεν εισακούστηκε.
Tης Mαριας Kατσουνακη
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου