Σημαντικές γεωπολιτικές επιπτώσεις στη διεθνή σκηνή, συμπεριλαμβανομένης
της Λατινικής Αμερικής, εγκυμονεί η ραγδαία πτώση της τιμής του «μαύρου
χρυσού». Ενώ μετά το 2011 η εν λόγω τιμή κυμαινόταν σταθερά πάνω από τα
100 δολάρια το βαρέλι, μέσα στους τελευταίους τέσσερις μήνες έχει πέσει
κατά 25% και δείχνει να σταθεροποιείται κάπου ανάμεσα στα 70-90
δολάρια.
Στην εξέλιξη αυτή συμβάλλει πλήθος παραγόντων, μεταξύ των οποίων η επιβράδυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες και πρωτίστως στην Κίνα. Σημαντικό ρόλο παίζει και η ραγδαία αποδυνάμωση του ΟΠΕΚ. Παραδοσιακά, οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες του οργανισμού, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, «τραβούσαν φρένο» στην πτώση των τιμών, μειώνοντας την πετρελαϊκή παραγωγή όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Αυτή τη φορά, η Σαουδική Αραβία εμφανίζεται εντελώς απρόθυμη να μειώσει την παραγωγή, έστω και αν αυτό συνεπάγεται οικονομικό κόστος και για την ίδια.
Η αλλαγή συμπεριφοράς σχετίζεται ενδεχομένως με τη γεωπολιτική αναστάτωση στη Μέση Ανατολή (χάος στο Ιράκ, ενδυνάμωση του βασικού περιφερειακού αντιπάλου της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν) που καθιστά άκρως επικίνδυνη μια ενδεχόμενη ρήξη του οίκου των Σαούντ με την Αμερική, τη βασική δύναμη που του παρέχει στρατιωτική προστασία. Ωστόσο, η βασική αιτία βρίσκεται σε μια άλλη εξέλιξη των τελευταίων χρόνων, που επήλθε αθόρυβα και δεν έχει αξιολογηθεί όπως θα έπρεπε: τη σταδιακή κατάκτηση ενεργειακής αυτάρκειας από την Αμερική, γεγονός που αποδυναμώνει τις χώρες οι οποίες στηρίζουν κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά την οικονομική τους ανάπτυξη στους υδρογονάνθρακες. Χώρες στις οποίες συγκαταλέγονται κατ’ εξοχήν γεωπολιτικοί αντίπαλοι των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα.
Η θεμελιώδης ανατροπή ήρθε με την –αμφιλεγόμενη, για περιβαλλοντικούς λόγους– τεχνολογική επανάσταση του σχιστολιθικού πετρελαίου (και φυσικού αερίου), που επέτρεψε την αξιοποίηση μέχρι χθες μη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων. Μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια, η Αμερική αύξησε την παραγωγή πετρελαίου από 6,9 εκατ. βαρέλια τη μέρα σε 9,5 εκατ. και με αυτούς τους ρυθμούς ενδέχεται να γίνει η πρώτη πετρελαιοπαραγωγός χώρα του κόσμου προτού εκπνεύσει η τρέχουσα δεκαετία. Η αύξηση της προσφοράς, σε καιρούς χρονίζουσας οικονομικής ύφεσης, παρασύρει τις τιμές προς τα κάτω. Για κάθε 10 δολάρια πτώσης της τιμής του πετρελαίου, το έλλειμμα της Ρωσίας αυξάνεται κατά 1% του ΑΕΠ.
Ακόμη μεγαλύτερο τίμημα πληρώνει η Βενεζουέλα, για την οποία το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 96% της αξίας των συνολικών εξαγωγών. Το γεγονός αυτό προμηνύει έντονη πολιτική αστάθεια, σε μια χώρα μοιρασμένη στα δύο, ανάμεσα στους οπαδούς της «Μπολιβαριανής Επανάστασης» που θεμελίωσε ο Ούγκο Τσάβες και των αντιπάλων της. Αντίθετα, στη Βολιβία, η κυβέρνηση του Εβο Μοράλες, αφού εθνικοποίησε τον ενεργειακό τομέα, ακολούθησε πολιτική μείωσης της εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες και ενίσχυσης της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, σε συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας – κάτι που συνέβαλε αποφασιστικά στη συντριπτική πολιτική της ηγεμονία.
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Στην εξέλιξη αυτή συμβάλλει πλήθος παραγόντων, μεταξύ των οποίων η επιβράδυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης στις αναδυόμενες οικονομίες και πρωτίστως στην Κίνα. Σημαντικό ρόλο παίζει και η ραγδαία αποδυνάμωση του ΟΠΕΚ. Παραδοσιακά, οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες του οργανισμού, με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία, «τραβούσαν φρένο» στην πτώση των τιμών, μειώνοντας την πετρελαϊκή παραγωγή όταν αυτό κρινόταν αναγκαίο. Αυτή τη φορά, η Σαουδική Αραβία εμφανίζεται εντελώς απρόθυμη να μειώσει την παραγωγή, έστω και αν αυτό συνεπάγεται οικονομικό κόστος και για την ίδια.
Η αλλαγή συμπεριφοράς σχετίζεται ενδεχομένως με τη γεωπολιτική αναστάτωση στη Μέση Ανατολή (χάος στο Ιράκ, ενδυνάμωση του βασικού περιφερειακού αντιπάλου της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράν) που καθιστά άκρως επικίνδυνη μια ενδεχόμενη ρήξη του οίκου των Σαούντ με την Αμερική, τη βασική δύναμη που του παρέχει στρατιωτική προστασία. Ωστόσο, η βασική αιτία βρίσκεται σε μια άλλη εξέλιξη των τελευταίων χρόνων, που επήλθε αθόρυβα και δεν έχει αξιολογηθεί όπως θα έπρεπε: τη σταδιακή κατάκτηση ενεργειακής αυτάρκειας από την Αμερική, γεγονός που αποδυναμώνει τις χώρες οι οποίες στηρίζουν κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά την οικονομική τους ανάπτυξη στους υδρογονάνθρακες. Χώρες στις οποίες συγκαταλέγονται κατ’ εξοχήν γεωπολιτικοί αντίπαλοι των ΗΠΑ, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βενεζουέλα.
Η θεμελιώδης ανατροπή ήρθε με την –αμφιλεγόμενη, για περιβαλλοντικούς λόγους– τεχνολογική επανάσταση του σχιστολιθικού πετρελαίου (και φυσικού αερίου), που επέτρεψε την αξιοποίηση μέχρι χθες μη εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων. Μέσα σε λιγότερο από τρία χρόνια, η Αμερική αύξησε την παραγωγή πετρελαίου από 6,9 εκατ. βαρέλια τη μέρα σε 9,5 εκατ. και με αυτούς τους ρυθμούς ενδέχεται να γίνει η πρώτη πετρελαιοπαραγωγός χώρα του κόσμου προτού εκπνεύσει η τρέχουσα δεκαετία. Η αύξηση της προσφοράς, σε καιρούς χρονίζουσας οικονομικής ύφεσης, παρασύρει τις τιμές προς τα κάτω. Για κάθε 10 δολάρια πτώσης της τιμής του πετρελαίου, το έλλειμμα της Ρωσίας αυξάνεται κατά 1% του ΑΕΠ.
Ακόμη μεγαλύτερο τίμημα πληρώνει η Βενεζουέλα, για την οποία το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 96% της αξίας των συνολικών εξαγωγών. Το γεγονός αυτό προμηνύει έντονη πολιτική αστάθεια, σε μια χώρα μοιρασμένη στα δύο, ανάμεσα στους οπαδούς της «Μπολιβαριανής Επανάστασης» που θεμελίωσε ο Ούγκο Τσάβες και των αντιπάλων της. Αντίθετα, στη Βολιβία, η κυβέρνηση του Εβο Μοράλες, αφού εθνικοποίησε τον ενεργειακό τομέα, ακολούθησε πολιτική μείωσης της εξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες και ενίσχυσης της βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, σε συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας – κάτι που συνέβαλε αποφασιστικά στη συντριπτική πολιτική της ηγεμονία.
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου