Πάνω από 1,9 εκατ. δημόσιοι υπάλληλοι θα χάσουν τις δουλειές τους,
όταν η νέα βρετανική κυβέρνηση θα αρχίσει να εφαρμόζει το νεοφιλελεύθερο
πρόγραμμά της. Στο στόχαστρο του Κάμερον θα βρεθεί και το δίκτυο του BBC προς μεγάλη ευχαρίστηση του μεγιστάνα των Μέσων, Ρούμπερτ Μέρντοχ.
Η αμηχανία ξεχείλιζε από τις σελίδες γνώμης των μεγαλύτερων βρετανικών εφημερίδων μια ημέρα μετά τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας. Δεν ήταν μόνο η παταγώδης αποτυχία των δημοσκοπήσεων, που ανάγκαζε τους πολιτικούς σχολιαστές να αναθεωρήσουν όσα έλεγαν τις προηγούμενες ημέρες και να χαράξουν μέσα σε λίγες ώρες νέα στρατηγική. Ήταν κυρίως ότι κανένας δεν μπορούσε να εκφράσει με βεβαιότητα τις τάσεις που αποτύπωσε η κάλπη.
Αρχηγοί κομμάτων που είδαν την εκλογική δύναμη των σχηματισμών τους να αυξάνεται αναγκάζονταν να παραιτηθούν, καθώς το περίπλοκο εκλογικό σύστημα τούς στερούσε δεκάδες έδρες ενώ άλλοι, που είχαν μέτρια παρουσία στις κάλπες, εμφανίζονταν ως οι μεγάλοι νικητές.
Δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε μια εκλογική διαδικασία –με εξαίρεση τις ψευτοεκλογές σε δικτατορικά καθεστώτα– όπου το τελικό αποτέλεσμα να απείχε τόσο πολύ από τις επιδιώξεις του εκλογικού σώματος.
Σε πρώτη ανάγνωση όλοι μιλούσαν για τη σαρωτική νίκη των Συντηρητικών, οι οποίοι συγκέντρωσαν 331 έδρες σε σύνολο 650 και έτσι δεν χρειάστηκαν τη συνεργασία του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας ή των Φιλελεύθερων Δημοκρατών για να κυβερνήσουν. Εάν εξετάσει όμως κανείς τη μικρή αύξηση των ψήφων που συγκέντρωσε το κόμμα του Κάμερον, για να φτάσει οριακά το 36,9%, η νίκη αποδεικνύεται πύρρειος.
Αύξηση του ποσοστού τους όμως είδαν και οι Εργατικοί που πέρασαν από
το 29% της προηγούμενης αναμέτρησης στο 30,5%, αλλά καταποντίστηκαν στις
έδρες λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού νόμου. Χειρότερη ήταν η τύχη του
ακροδεξιού κόμματος UKIP, το οποίο υπερτετραπλασίασε το ποσοστό του από
το 3,1% που είχε το 2010 στο 12,6%, αλλά καταφέρνει να εκλέξει μόνο έναν
βουλευτή. Η εικόνα του ταπεινωμένου νεοφασίστα τσαρλατάνου Νάιτζελ
Φάρατζ, ο οποίος αναγκάστηκε να παραιτηθεί, μπορεί να μοίρασε χαμόγελα
σε ολόκληρη τη δημοκρατική Ευρώπη, αλλά αποτελεί το σύμβολο μιας νοσηρής
κοινοβουλευτικής διαδικασίας η οποία διαστρεβλώνει με πρωτοφανή τρόπο
τη λαϊκή βούληση.
Ίσως η μοναδική περίπτωση όπου το αποτέλεσμα δεν αδίκησε έναν υποψήφιο ήταν αυτή του Φιλελεύθερου Νικ Κλεγκ, ο οποίος είδε το ποσοστό του να καταποντίζεται από το 23% στο 7,8%, με αντίστοιχη απώλεια 49 εδρών.
Η σημαντικότερη ανατροπή ωστόσο, η οποία έδωσε τη χαριστική βολή στο Εργατικό Κόμμα, ήταν η πορεία του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος που κέρδισε τις 56 από τις 59 έδρες των βουλευτών τους οποίους στέλνει η περιοχή στη Βουλή των Κοινοτήτων. Σε πανεθνική κλίμακα το ποσοστό του ανήλθε σε 4,7%, τριπλάσιο εκείνου του 2010.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες πολιτικές αναλύσεις εστιάζουν στα αποσχιστικά χαρακτηριστικά του SNP και τις επιπτώσεις που θα έχει η εκλογική του ισχύς στη σταθερότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, η επιτυχία του σχετίζεται εξίσου (εάν όχι περισσότερο) με την οικονομική του ατζέντα. Το σκωτσέζικο κόμμα «ανεξαρτητοποιήθηκε» πρώτον και κύριον από την πολιτική λιτότητας που υπόσχονταν οι άγγλοι Εργατικοί. Ενώ ο Εντ Μίλιμπαντ υποσχόταν σκληρή λιτότητα με ανθρώπινο… προσωπείο, το SNP κατάφερε να εκφράσει την αγανάκτηση στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης εξασφαλίζοντας έτσι την ψήφο πολύ πιο αριστερών δυνάμεων που προέρχονταν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σκωτίας και το Αλληλεγγύη-Σοσιαλιστικό Κίνημα Σκωτίας.
Καθώς το SNP αποτελεί πλέον το τρίτο ισχυρότερο κόμμα στο βρετανικό κοινοβούλιο, οι κραδασμοί που προκαλούν τα αιτήματα για μεγαλύτερη αυτονομία της Σκωτίας θα πληθύνουν. Σε συνδυασμό με τις όλο και ισχυρότερες φωνές για απαγκίστρωση ή ολοκληρωτική εγκατάλειψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η οποία όμως έχει κυρίως συντηρητικό πρόσημο), η επόμενη πενταετία αναμένεται από τις πιο ταραχώδεις που έχει γνωρίσει η Γηραιά Αλβιώνα εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα των εκλογών (για την ακρίβεια το μοίρασμα των εδρών) προοιωνίζεται ιδιαίτερα σκληρές ημέρες για τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Μεγάλης Βρετανίας. Η κομματική κυριαρχία των συντηρητικών θα σημάνει βύθιση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού στην εξαθλίωση, καθώς ο Κάμερον θα θέσει σε εφαρμογή ένα από τα σκληρότερα προγράμματα λιτότητας για τη Βρετανία τις τελευταίες δεκαετίες. Οι αναμενόμενες περικοπές 12 δισ. λιρών από επιδόματα θα πλήξουν τις ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού και θα συνδυαστούν με ολομέτωπη επίθεση στο δημόσιο σύστημα υγείας – το οποίο ούτως ή άλλως ψαλιδίζεται εδώ και δεκαετίες μέσω των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Ο Κάμερον «ευτύχησε» να μη δει εν μέσω προεκλογικής περιόδου νέα στοιχεία για τις επιπτώσεις που είχε η ακολουθούμενη πολιτική λιτότητας των πέντε τελευταίων χρόνων στη βρετανική κοινωνία – καθώς η εθνική στατιστική υπηρεσία θα παρουσιάσει σχετική έκθεση τον Ιούνιο. Μεταξύ άλλων αναμένεται να καταγραφεί τεράστια αύξηση της παιδικής φτώχειας και γιγάντωση των οικονομικών ανισοτήτων.
Στο στόχαστρο της νέας κυβέρνησης θα βρεθεί και η κρατική ραδιοτηλεόραση του BBC, η οποία θα θυσιαστεί προς όφελος των μεγάλων συγκροτημάτων των μέσων ενημέρωσης, που στήριξαν προεκλογικά την κυβέρνηση, κυρίως του Ρούπερτ Μέρντοχ. Ο αυστραλός μεγιστάνας, που κάποτε έριχνε όλο το βάρος του υπέρ των Εργατικών του Τόνι Μπλερ, έπαιξε άλλη μια φορά καθοριστικό ρόλο κινώντας παρασκηνιακά τα νήματα πριν από τις εκλογές.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Βρετανικού Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Ερευνών, το πρόγραμμα που έχει υποσχεθεί να εφαρμόσει ο υπουργός οικονομικών Τζόρτζ Όζμπορν (ο οποίος διατηρεί τη θέση του και παράλληλα λαμβάνει το χρίσμα διαδοχής στην ηγεσία των Συντηρητικών) αναμένεται να οδηγήσει στην απομάκρυνση 1,8 εκατ. δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2019. Αυτό το κύμα ανέργων θα κληθεί να επιβιώσει στο καθεστώς ελαστικής εργασίας που προωθούν εδώ και χρόνια διαδοχικές κυβερνήσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Σε οικονομικό επίπεδο το εκλογικό σύστημα της Μεγάλης Βρετανίας κατάφερε, μέσα από μια δαιδαλώδη και σύνθετη διαδικασία, να φέρει στο κοινοβούλιο τους εκλεκτούς των βρετανικών ελίτ πνίγοντας κάθε φωνή αμφισβήτησης της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης γραμμής. Η δημοκρατία ήταν ο μεγάλος χαμένος στη χώρα που γέννησε τον κοινοβουλευτισμό.
Του Άρη Χατζηστεφάνου
Η αμηχανία ξεχείλιζε από τις σελίδες γνώμης των μεγαλύτερων βρετανικών εφημερίδων μια ημέρα μετά τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας. Δεν ήταν μόνο η παταγώδης αποτυχία των δημοσκοπήσεων, που ανάγκαζε τους πολιτικούς σχολιαστές να αναθεωρήσουν όσα έλεγαν τις προηγούμενες ημέρες και να χαράξουν μέσα σε λίγες ώρες νέα στρατηγική. Ήταν κυρίως ότι κανένας δεν μπορούσε να εκφράσει με βεβαιότητα τις τάσεις που αποτύπωσε η κάλπη.
Αρχηγοί κομμάτων που είδαν την εκλογική δύναμη των σχηματισμών τους να αυξάνεται αναγκάζονταν να παραιτηθούν, καθώς το περίπλοκο εκλογικό σύστημα τούς στερούσε δεκάδες έδρες ενώ άλλοι, που είχαν μέτρια παρουσία στις κάλπες, εμφανίζονταν ως οι μεγάλοι νικητές.
Δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε μια εκλογική διαδικασία –με εξαίρεση τις ψευτοεκλογές σε δικτατορικά καθεστώτα– όπου το τελικό αποτέλεσμα να απείχε τόσο πολύ από τις επιδιώξεις του εκλογικού σώματος.
Σε πρώτη ανάγνωση όλοι μιλούσαν για τη σαρωτική νίκη των Συντηρητικών, οι οποίοι συγκέντρωσαν 331 έδρες σε σύνολο 650 και έτσι δεν χρειάστηκαν τη συνεργασία του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας ή των Φιλελεύθερων Δημοκρατών για να κυβερνήσουν. Εάν εξετάσει όμως κανείς τη μικρή αύξηση των ψήφων που συγκέντρωσε το κόμμα του Κάμερον, για να φτάσει οριακά το 36,9%, η νίκη αποδεικνύεται πύρρειος.
Ίσως η μοναδική περίπτωση όπου το αποτέλεσμα δεν αδίκησε έναν υποψήφιο ήταν αυτή του Φιλελεύθερου Νικ Κλεγκ, ο οποίος είδε το ποσοστό του να καταποντίζεται από το 23% στο 7,8%, με αντίστοιχη απώλεια 49 εδρών.
Η σημαντικότερη ανατροπή ωστόσο, η οποία έδωσε τη χαριστική βολή στο Εργατικό Κόμμα, ήταν η πορεία του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος που κέρδισε τις 56 από τις 59 έδρες των βουλευτών τους οποίους στέλνει η περιοχή στη Βουλή των Κοινοτήτων. Σε πανεθνική κλίμακα το ποσοστό του ανήλθε σε 4,7%, τριπλάσιο εκείνου του 2010.
Παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες πολιτικές αναλύσεις εστιάζουν στα αποσχιστικά χαρακτηριστικά του SNP και τις επιπτώσεις που θα έχει η εκλογική του ισχύς στη σταθερότητα του Ηνωμένου Βασιλείου, η επιτυχία του σχετίζεται εξίσου (εάν όχι περισσότερο) με την οικονομική του ατζέντα. Το σκωτσέζικο κόμμα «ανεξαρτητοποιήθηκε» πρώτον και κύριον από την πολιτική λιτότητας που υπόσχονταν οι άγγλοι Εργατικοί. Ενώ ο Εντ Μίλιμπαντ υποσχόταν σκληρή λιτότητα με ανθρώπινο… προσωπείο, το SNP κατάφερε να εκφράσει την αγανάκτηση στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης εξασφαλίζοντας έτσι την ψήφο πολύ πιο αριστερών δυνάμεων που προέρχονταν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σκωτίας και το Αλληλεγγύη-Σοσιαλιστικό Κίνημα Σκωτίας.
Καθώς το SNP αποτελεί πλέον το τρίτο ισχυρότερο κόμμα στο βρετανικό κοινοβούλιο, οι κραδασμοί που προκαλούν τα αιτήματα για μεγαλύτερη αυτονομία της Σκωτίας θα πληθύνουν. Σε συνδυασμό με τις όλο και ισχυρότερες φωνές για απαγκίστρωση ή ολοκληρωτική εγκατάλειψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η οποία όμως έχει κυρίως συντηρητικό πρόσημο), η επόμενη πενταετία αναμένεται από τις πιο ταραχώδεις που έχει γνωρίσει η Γηραιά Αλβιώνα εδώ και πάρα πολλά χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα των εκλογών (για την ακρίβεια το μοίρασμα των εδρών) προοιωνίζεται ιδιαίτερα σκληρές ημέρες για τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Μεγάλης Βρετανίας. Η κομματική κυριαρχία των συντηρητικών θα σημάνει βύθιση μεγάλου τμήματος του πληθυσμού στην εξαθλίωση, καθώς ο Κάμερον θα θέσει σε εφαρμογή ένα από τα σκληρότερα προγράμματα λιτότητας για τη Βρετανία τις τελευταίες δεκαετίες. Οι αναμενόμενες περικοπές 12 δισ. λιρών από επιδόματα θα πλήξουν τις ασθενέστερες ομάδες του πληθυσμού και θα συνδυαστούν με ολομέτωπη επίθεση στο δημόσιο σύστημα υγείας – το οποίο ούτως ή άλλως ψαλιδίζεται εδώ και δεκαετίες μέσω των συμπράξεων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Ο Κάμερον «ευτύχησε» να μη δει εν μέσω προεκλογικής περιόδου νέα στοιχεία για τις επιπτώσεις που είχε η ακολουθούμενη πολιτική λιτότητας των πέντε τελευταίων χρόνων στη βρετανική κοινωνία – καθώς η εθνική στατιστική υπηρεσία θα παρουσιάσει σχετική έκθεση τον Ιούνιο. Μεταξύ άλλων αναμένεται να καταγραφεί τεράστια αύξηση της παιδικής φτώχειας και γιγάντωση των οικονομικών ανισοτήτων.
Στο στόχαστρο της νέας κυβέρνησης θα βρεθεί και η κρατική ραδιοτηλεόραση του BBC, η οποία θα θυσιαστεί προς όφελος των μεγάλων συγκροτημάτων των μέσων ενημέρωσης, που στήριξαν προεκλογικά την κυβέρνηση, κυρίως του Ρούπερτ Μέρντοχ. Ο αυστραλός μεγιστάνας, που κάποτε έριχνε όλο το βάρος του υπέρ των Εργατικών του Τόνι Μπλερ, έπαιξε άλλη μια φορά καθοριστικό ρόλο κινώντας παρασκηνιακά τα νήματα πριν από τις εκλογές.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Βρετανικού Ινστιτούτου Δημοσιονομικών Ερευνών, το πρόγραμμα που έχει υποσχεθεί να εφαρμόσει ο υπουργός οικονομικών Τζόρτζ Όζμπορν (ο οποίος διατηρεί τη θέση του και παράλληλα λαμβάνει το χρίσμα διαδοχής στην ηγεσία των Συντηρητικών) αναμένεται να οδηγήσει στην απομάκρυνση 1,8 εκατ. δημοσίων υπαλλήλων μέχρι το 2019. Αυτό το κύμα ανέργων θα κληθεί να επιβιώσει στο καθεστώς ελαστικής εργασίας που προωθούν εδώ και χρόνια διαδοχικές κυβερνήσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Σε οικονομικό επίπεδο το εκλογικό σύστημα της Μεγάλης Βρετανίας κατάφερε, μέσα από μια δαιδαλώδη και σύνθετη διαδικασία, να φέρει στο κοινοβούλιο τους εκλεκτούς των βρετανικών ελίτ πνίγοντας κάθε φωνή αμφισβήτησης της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης γραμμής. Η δημοκρατία ήταν ο μεγάλος χαμένος στη χώρα που γέννησε τον κοινοβουλευτισμό.
Του Άρη Χατζηστεφάνου
Infowar
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου