Οι αιτίες για τα αποτελέσματα της 20ής Σεπτεμβρίου θα μπορούσαν να
συνοψιστούν σε μία: τιμωρητική ψήφος στη δικομματική μεταπολίτευση, την
κύρια αιτία της πτώχευσής μας.
Αυτό είναι ένα πρώτο κριτήριο βάσει του οποίου οι εκλογείς ψήφισαν πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Υπάρχουν και δύο άλλα εμπειρικά κριτήρια: «για πρώτη φορά αριστερά» και το κριτήριο της «κανονικότητας». Με αυτό εννοούμε την ένταξη πλέον του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στα συστημικά κόμματα τα οποία μπορούν να διαχειριστούν τις απαιτήσεις του εκλογικού σώματος με κάποια επιτυχία, εφόσον το παρόν οικονομικό σύστημα μπορεί να ικανοποιεί κάποιες από τις ανάγκες και να προσφέρει ασφάλεια στους ψηφοφόρους.
Ενα τέταρτο κριτήριο για την απόφαση των εκλογέων της 20ής Σεπτεμβρίου είναι οι ξένοι αναλυτές, οι οποίοι θεωρούσαν πως μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ένα επιθυμητό σχήμα εφόσον υπήρξε η συμφωνία με τους πιστωτές και η ψήφισή της από κυβέρνηση και αντιπολίτευση.
Ο Τσίπρας θεωρήθηκε πιο αξιόπιστος από τις προηγούμενες ηγεσίες Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ να επιτελέσει το έργο της μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας. Κανείς στην Ε.Ε. δεν έδινε πια σημασία στο παρελθόν του και την αριστερή του ιδεολογία.
Αυτή η περίπτωση όμως εμπίπτει στο κριτήριο της κανονικότητας, εφόσον η πιο πάνω συλλογιστική δείχνει την αποδοχή του Τσίπρα από «εταίρους» και «θεσμούς». Τέλος, ένα πέμπτο κριτήριο που παρότρυνε τους εκλογείς να υπερψηφίσουν τον Τσίπρα ήταν μάλλον η σκληρή διαπραγμάτευση ως εντύπωση και όχι βέβαια όπως κατέληξε. Οι εντυπώσεις στο σύνολό τους έπαιξαν τον ρόλο του ψυχολογικού λειαντικού προς την κατεύθυνση της υπερψήφισης του ΣΥΡΙΖΑ.
Εχοντας κλείσει το κεφάλαιο «ερμηνεία της ψηφοφορίας», μπορούμε να προχωρήσουμε στην επόμενη μέρα, δηλαδή τι περιμένουν οι ψηφοφόροι από την κυβέρνηση των νικητών. Αν όμως συγκρίνει κανείς την ερμηνεία της ψήφου με το δεύτερο ζητούμενο, αρχίζει να παρατηρεί πως η ερμηνεία έχει άμεση σχέση με το μέλλον της νέας κυβέρνησης.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως συνεπακόλουθο του κριτηρίου της κανονικότητας είναι, ως έπαθλο της μεταστοιχείωσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η αναδιάρθρωση του χρέους, θέση προς την οποία πιέζουν το ΔΝΤ και οι ΗΠΑ. Αυτό είναι το ζητούμενο για τον πρωθυπουργό Τσίπρα. Με μια τέτοια επιτυχία θα μπορούσε να πάει πάλι σε εκλογές, έστω και αν η εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου θα είναι η πλέον επώδυνη οικονομική εμπειρία για τον Ελληνα φορολογούμενο.
Οι χαμένοι μέσα στην εκλογική οδύσσεια των πέντε τελευταίων ετών είναι όσοι πρόταξαν το αίτημα της μετάβασης στη δραχμή ως πρόγραμμα προς ψήφιση από τον λαό. Αυτοί δεν μπορούν πια να ελπίζουν στη βοήθεια των πρώην συντρόφων τους στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κύβος έχει ριφθεί: «ή με το λιοντάρι ή με μας». Και το λιοντάρι αποδείχτηκε ο Τσίπρας.
Μπορούν να υπονομεύσουν την κυβέρνηση αντιδρώντας στα νομοσχέδια και τους εφαρμοστικούς νόμους από το πεζοδρόμιο. Δεν έχουν όμως μεγάλες πιθανότητες να πετύχουν. Προς το παρόν, το κεφάλαιο «δραχμή» έχει κλείσει, αλλά το σενάριο του Grexit θα επανέλθει αν ο χαμένος χρόνος για εκλογές κάθε είδους δεν αναπληρωθεί με πραγματισμό, αλλά παραμείνει απολεσθείς στο κενό μιας άβουλης απραξίας.
Ενα δόγμα της δημοκρατίας είναι πως ο λαός είναι σοφός. Βέβαια, αυτό έχει διαψευστεί αρκετές φορές, αλλά μαζί με την εμπειρική παρατήρηση πως στη δημοκρατία ο λαός διορθώνει τα λάθη του, μια και δύναται να αλλάξει γνώμη σε επόμενες εκλογές, ο λαός μπορεί να εμφανίζεται στο τέλος ως σοφός.
Προφανώς, στην παρούσα φάση της Ελληνικής Δημοκρατίας, βρισκόμαστε σε μια νέα περίοδο δοκιμής διά των λαθών και της προσπάθειας διόρθωσης με συνεχείς δοκιμές (πέντε εκλογές σε έξι χρόνια). Η ιδεατή τετραετία παραμένει πάντα ένα όνειρο. Για αυτόν τον λόγο και ο νέος πρωθυπουργός έσπευσε να διακηρύξει πως η νέα κυβέρνηση θα είναι τετραετίας. Αναμφισβήτητα αυτό είναι η κρυφή επιθυμία όλων μας, μια και προσβλέπουμε σε μια σταθερή διακυβέρνηση με παραγωγικά αποτελέσματα.
Υπάρχει όμως το μέγα ζήτημα των πραγματικά δυστυχούντων και περιθωριοποιημένων Ελλήνων, οι περισσότεροι εκ των οποίων μάλλον βρίσκονται ανάμεσα στους απέχοντες. Γιατί αν οι ψηφοφόροι ήταν κατηγορηματικοί στην απόφασή τους να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, άλλο τόσο εκκωφαντικά αποφατικοί ήταν οι απέχοντες. Γιατί απείχαν τόσο πολλοί σε μια τόσο κρίσιμη ψηφοφορία;
Σε αυτήν την ερώτηση η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Ο «ωχαδερφισμός» είναι μια εξήγηση, αλλά δεν είναι επαρκής για την αποχή δύο και πλέον εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Υπάρχει μια άλλη πρόσθετη εξήγηση: Είναι η σιωπηλή μάζα ανθρώπων οι οποίοι δεν βλέπουν καμία ουσιαστική βοήθεια από κανέναν.
Και αυτοί είναι η βουβή μάζα η οποία μπορεί κάποια στιγμή να εκτραπεί στη βίαιη συμπεριφορά ή/και στην ανορθόδοξη εκλογική επιλογή. Μιλάμε πλέον για την ακραία εκτροπή προς τη βία από όποια πλευρά και αν προέρχεται, η οποία θα οδηγήσει και τους υπόλοιπους στην άβυσσο.
Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση στην ουσία έχει ως πρώτιστο και καίριο μέλημα να φροντίσει να αλλάξει κάτι γι’ αυτή την κρίσιμη μάζα και την πρόσκαιρη παθητικότητά της. Αν δεν το κάνει, οι πιθανότητες να φτάσουμε στα ακραία όρια της πολιτικής απαξίωσης και εθνικής διάλυσης θα αυξηθούν δραματικά.
Νικόλαος Α. Μπινιάρης
Αυτό είναι ένα πρώτο κριτήριο βάσει του οποίου οι εκλογείς ψήφισαν πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα. Υπάρχουν και δύο άλλα εμπειρικά κριτήρια: «για πρώτη φορά αριστερά» και το κριτήριο της «κανονικότητας». Με αυτό εννοούμε την ένταξη πλέον του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στα συστημικά κόμματα τα οποία μπορούν να διαχειριστούν τις απαιτήσεις του εκλογικού σώματος με κάποια επιτυχία, εφόσον το παρόν οικονομικό σύστημα μπορεί να ικανοποιεί κάποιες από τις ανάγκες και να προσφέρει ασφάλεια στους ψηφοφόρους.
Ενα τέταρτο κριτήριο για την απόφαση των εκλογέων της 20ής Σεπτεμβρίου είναι οι ξένοι αναλυτές, οι οποίοι θεωρούσαν πως μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ένα επιθυμητό σχήμα εφόσον υπήρξε η συμφωνία με τους πιστωτές και η ψήφισή της από κυβέρνηση και αντιπολίτευση.
Ο Τσίπρας θεωρήθηκε πιο αξιόπιστος από τις προηγούμενες ηγεσίες Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ να επιτελέσει το έργο της μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας. Κανείς στην Ε.Ε. δεν έδινε πια σημασία στο παρελθόν του και την αριστερή του ιδεολογία.
Αυτή η περίπτωση όμως εμπίπτει στο κριτήριο της κανονικότητας, εφόσον η πιο πάνω συλλογιστική δείχνει την αποδοχή του Τσίπρα από «εταίρους» και «θεσμούς». Τέλος, ένα πέμπτο κριτήριο που παρότρυνε τους εκλογείς να υπερψηφίσουν τον Τσίπρα ήταν μάλλον η σκληρή διαπραγμάτευση ως εντύπωση και όχι βέβαια όπως κατέληξε. Οι εντυπώσεις στο σύνολό τους έπαιξαν τον ρόλο του ψυχολογικού λειαντικού προς την κατεύθυνση της υπερψήφισης του ΣΥΡΙΖΑ.
Εχοντας κλείσει το κεφάλαιο «ερμηνεία της ψηφοφορίας», μπορούμε να προχωρήσουμε στην επόμενη μέρα, δηλαδή τι περιμένουν οι ψηφοφόροι από την κυβέρνηση των νικητών. Αν όμως συγκρίνει κανείς την ερμηνεία της ψήφου με το δεύτερο ζητούμενο, αρχίζει να παρατηρεί πως η ερμηνεία έχει άμεση σχέση με το μέλλον της νέας κυβέρνησης.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε πως συνεπακόλουθο του κριτηρίου της κανονικότητας είναι, ως έπαθλο της μεταστοιχείωσης της ριζοσπαστικής Αριστεράς, η αναδιάρθρωση του χρέους, θέση προς την οποία πιέζουν το ΔΝΤ και οι ΗΠΑ. Αυτό είναι το ζητούμενο για τον πρωθυπουργό Τσίπρα. Με μια τέτοια επιτυχία θα μπορούσε να πάει πάλι σε εκλογές, έστω και αν η εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου θα είναι η πλέον επώδυνη οικονομική εμπειρία για τον Ελληνα φορολογούμενο.
Οι χαμένοι μέσα στην εκλογική οδύσσεια των πέντε τελευταίων ετών είναι όσοι πρόταξαν το αίτημα της μετάβασης στη δραχμή ως πρόγραμμα προς ψήφιση από τον λαό. Αυτοί δεν μπορούν πια να ελπίζουν στη βοήθεια των πρώην συντρόφων τους στον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κύβος έχει ριφθεί: «ή με το λιοντάρι ή με μας». Και το λιοντάρι αποδείχτηκε ο Τσίπρας.
Μπορούν να υπονομεύσουν την κυβέρνηση αντιδρώντας στα νομοσχέδια και τους εφαρμοστικούς νόμους από το πεζοδρόμιο. Δεν έχουν όμως μεγάλες πιθανότητες να πετύχουν. Προς το παρόν, το κεφάλαιο «δραχμή» έχει κλείσει, αλλά το σενάριο του Grexit θα επανέλθει αν ο χαμένος χρόνος για εκλογές κάθε είδους δεν αναπληρωθεί με πραγματισμό, αλλά παραμείνει απολεσθείς στο κενό μιας άβουλης απραξίας.
Ενα δόγμα της δημοκρατίας είναι πως ο λαός είναι σοφός. Βέβαια, αυτό έχει διαψευστεί αρκετές φορές, αλλά μαζί με την εμπειρική παρατήρηση πως στη δημοκρατία ο λαός διορθώνει τα λάθη του, μια και δύναται να αλλάξει γνώμη σε επόμενες εκλογές, ο λαός μπορεί να εμφανίζεται στο τέλος ως σοφός.
Προφανώς, στην παρούσα φάση της Ελληνικής Δημοκρατίας, βρισκόμαστε σε μια νέα περίοδο δοκιμής διά των λαθών και της προσπάθειας διόρθωσης με συνεχείς δοκιμές (πέντε εκλογές σε έξι χρόνια). Η ιδεατή τετραετία παραμένει πάντα ένα όνειρο. Για αυτόν τον λόγο και ο νέος πρωθυπουργός έσπευσε να διακηρύξει πως η νέα κυβέρνηση θα είναι τετραετίας. Αναμφισβήτητα αυτό είναι η κρυφή επιθυμία όλων μας, μια και προσβλέπουμε σε μια σταθερή διακυβέρνηση με παραγωγικά αποτελέσματα.
Υπάρχει όμως το μέγα ζήτημα των πραγματικά δυστυχούντων και περιθωριοποιημένων Ελλήνων, οι περισσότεροι εκ των οποίων μάλλον βρίσκονται ανάμεσα στους απέχοντες. Γιατί αν οι ψηφοφόροι ήταν κατηγορηματικοί στην απόφασή τους να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ, άλλο τόσο εκκωφαντικά αποφατικοί ήταν οι απέχοντες. Γιατί απείχαν τόσο πολλοί σε μια τόσο κρίσιμη ψηφοφορία;
Σε αυτήν την ερώτηση η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Ο «ωχαδερφισμός» είναι μια εξήγηση, αλλά δεν είναι επαρκής για την αποχή δύο και πλέον εκατομμυρίων ψηφοφόρων. Υπάρχει μια άλλη πρόσθετη εξήγηση: Είναι η σιωπηλή μάζα ανθρώπων οι οποίοι δεν βλέπουν καμία ουσιαστική βοήθεια από κανέναν.
Και αυτοί είναι η βουβή μάζα η οποία μπορεί κάποια στιγμή να εκτραπεί στη βίαιη συμπεριφορά ή/και στην ανορθόδοξη εκλογική επιλογή. Μιλάμε πλέον για την ακραία εκτροπή προς τη βία από όποια πλευρά και αν προέρχεται, η οποία θα οδηγήσει και τους υπόλοιπους στην άβυσσο.
Η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση στην ουσία έχει ως πρώτιστο και καίριο μέλημα να φροντίσει να αλλάξει κάτι γι’ αυτή την κρίσιμη μάζα και την πρόσκαιρη παθητικότητά της. Αν δεν το κάνει, οι πιθανότητες να φτάσουμε στα ακραία όρια της πολιτικής απαξίωσης και εθνικής διάλυσης θα αυξηθούν δραματικά.
Νικόλαος Α. Μπινιάρης
Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου