Διαφέρει όμως από το ένα κράτος στο άλλο η συχνότητα, το είδος και η διάρκεια τέτοιων παραβιάσεων, αλλά επίσης διαφέρει ο τρόπος αντίδρασης των κρατικών οργάνων σ’ εκείνες, δηλ. τελικά η αποτελεσματικότητα των εγγυήσεων τηρήσεως του Συντάγματος. Και επειδή σε πολλά κράτη που εμφανίζονται να διαθέτουν Σύνταγμα, στο πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, οι εγγυήσεις αυτές είναι ανεπαρκείς, ο θεμελιώδης νόμος καταντά να γίνεται λιγότερο ή περισσότερο προσχηματικός. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί ότι οι σχετικές συγκριτικές έρευνες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση παρουσιάζει τάση χειροτέρευσης σε παγκόσμια κλίμακα την τελευταία δεκαπενταετία περίπου.
Σε ό,τι αφορά πάντως τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ταυτόχρονα του Συμβουλίου της Ευρώπης και της ΕΣΔΑ, τόσο το περιεχόμενο όσο και, κυρίως, η εφαρμογή -ή μη- στην πράξη των συνταγματικών τους κανόνων, με άλλες λέξεις η (πραγματική) δημοκρατική ποιότητα του πολιτεύματος, καταλήγουν, έστω και έμμεσα (μέσω δηλ. του ελέγχου της συμμόρφωσης των κρατών προς ευρωπαϊκούς κανόνες παρεμφερούς περιεχομένου), να κρίνονται διαρκώς από πλειάδα ευρωπαϊκών οργάνων (δικαιοδοτικών και άλλων). Σύμφωνα ειδικότερα με το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η τελευταία θεμελιώνεται πάνω στις αξίες του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της ισότητας, του κράτους δικαίου, καθώς και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες (οφείλουν να) είναι κοινές για τα κράτη-μέλη. Ο σεβασμός στα παραπάνω θεμελιώδη προτάγματα του συνταγματισμού αποτελεί προαπαιτούμενο της συμμετοχής στην Ένωση (άρθρο 49 ΣΕΕ) και η παραβίασή τους μπορεί να επιφέρει την επιβολή κυρώσεων (άρθρο 7 ΣΕΕ).
Με βάση όσα ήταν γνωστά ως την άνοιξη του 2022, η Ελλάδα τοποθετούνταν σε μια χαμηλή, αλλά πάντως όχι στην τελευταία, θέση μεταξύ των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τη λειτουργικότητα των συνταγματικών θεσμών και τον σεβασμό στα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν εδώ οι διαπιστώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις ετήσιες εκθέσεις της για την αξιολόγηση της κατάστασης του «κράτους δικαίου» (στην πραγματικότητα συνολικά της δημοκρατικής ποιότητας του πολιτεύματος) ανά κράτος- μέλος της Ένωσης, που άρχισαν να δημοσιεύονται από το 2020. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι η παραβίαση των «αρχών του κράτους δικαίου», όπως αυτές απαριθμούνται στο άρθρο 3 του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 2020/2022 δίνει τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κάτω από τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του ίδιου Κανονισμού, να κινήσει διαδικασία επιβολής οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του κράτους-παραβάτη («μέτρα για την προστασία του προϋπολογισμού της Ένωσης»). Υπό την έννοια αυτή οι διαπιστώσεις των ετήσιων εκθέσεων μπορούν να γίνουν αντιληπτές και ως ένα σήμα κινδύνου για το μέλλον.
Από τις επισημάνσεις της έκθεσης του 2020 για την Ελλάδα, ενδιαφέρον παρουσιάζουν ιδίως οι διαπιστώσεις ότι το «σύστημα απονομής δικαιοσύνης εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά την ποιότητα και την αποδοτικότητά του», ότι επίσης «υπάρχουν ορισμένα κενά στην εφαρμογή» του νομικού πλαισίου σχετικά με την περιουσιακή κατάσταση των πολιτικών προσώπων και τη χρηματοδότηση των κομμάτων, καθώς και ότι «η άσκηση πίεσης ή επιρροής από ομάδες συμφερόντων… εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό, να μη ρυθμίζεται κανονιστικά, και το πλαίσιο προστασίας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος είναι ελλιπές». Περαιτέρω, «υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα….. των κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της διαφάνειας όσον αφορά την ιδιοκτησία των μέσων μαζικής επικοινωνίας». Αξιοσημείωτη είναι και η υπαινικτική (εν μέρει ίσως και ελαφρώς αυτοκριτική) παραδοχή της Επιτροπής ότι «τα τελευταία χρόνια ασκούνται σημαντικές πιέσεις στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, ιδίως λόγω των συνεπειών της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης».
Από την αντίστοιχη έκθεση του 2021 μπορεί να υπογραμμίσει κανείς τις αναφορές ότι «εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τη διαδικασία διορισμού στις ανώτερες θέσεις δικαστών και εισαγγελέων», όπως και ότι για τη «δίωξη της διαφθοράς στα υψηλά κλιμάκια… εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα πρακτικά ζητήματα», σε συνδυασμό με «σημαντικές ελλείψεις ως προς την αποτελεσματική εποπτεία» στις ροές του πολιτικού χρήματος. Ακόμη διατυπώνονται «ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των δημοσιογράφων και την ανάγκη βελτίωσης της προστασίας τους».
Στην έκθεση για το 2022 εξάλλου αναφέρεται ότι το επαγγελματικό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους επιδεινώθηκε περαιτέρω και εκφράζονται ανησυχίες για τις απειλές και επιθέσεις που δέχονται αυτοί. Ζήτημα αποτελεί, κατά την έκθεση, και η κατανομή της κρατικής διαφήμισης (άρα και των σχετικών κονδυλίων) κατά αδιαφανή τρόπο σε ιδιωτικά ΜΜΕ. Μια άλλη θεματική αποτελούν τα προβλήματα σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση της διαφθοράς, με έμφαση στην (αν)επάρκεια του ελέγχου των δηλώσεων «πόθεν έσχες» και στην ακεραιότητα των αστυνομικών ιδίως υπαλλήλων. Ως προς τη νομοθετική διαδικασία διαπιστώνεται ότι συχνά οι δυνητικά θιγόμενοι από τα νομοσχέδια δεν έχουν επαρκή χρόνο στη διάθεσή τους για να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με εκείνα. Αξιοσημείωτη είναι και η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να θεσμοθετηθεί κάποιας μορφής συμμετοχή του ίδιου του δικαστικού σώματος στις διαδικασίες εκλογής των Προέδρων και Αντιπροέδρων των τριών ανώτατων δικαστηρίων.
Μέσα από τις παραπάνω διπλωματικές διατυπώσεις των εκθέσεων αυτών διακρίνονται βαθιές παθογένειες του ελληνικού δημόσιου βίου. Προφανώς δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι βαθμολογίες της χώρας μας από διεθνείς παρατηρητές, σε ό,τι αφορά ζητήματα όπως ο σεβασμός (ή μη) προς τα θεωρητικά κατοχυρωμένα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα ή η έκταση και ένταση της διαφθοράς, είναι από τις χαμηλότερες μεταξύ των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενδεικτικά μπορεί να επισημανθεί ότι σύμφωνα με την έκθεση Freedom in the World 2021 της αμερικανικής ΜΚΟ Freedom House η Ελλάδα καταλαμβάνει την 22η θέση μεταξύ των 27,με συνολική βαθμολογία 87 (με άριστα το 100), ως προς τον σεβασμό των δικαιωμάτων, ξεπερνώντας μόνο τις Ρουμανία, Πολωνία, Κροατία, Βουλγαρία και Ουγγαρία.
Εξάλλου, σύμφωνα με τον Δείκτη Αντίληψης Διαφθοράς (CPI), που καταρτίζει η διεθνής ΜΚΟ Transparency International, σε ετήσια βάση, για το 2021 η Ελλάδα βαθμολογείται με 49 (με άριστα το 100) και κατέχει την 58η θέση μεταξύ των 180 κρατών σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά την 23η μεταξύ των 27 κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ξεπερνώντας με μικρές διαφορές μόνο τις Βουλγαρία, Κροατία, Ουγγαρία και Ρουμανία.
Το συμπέρασμα είναι ότι η πραγματική ποιότητα της λειτουργίας των συνταγματικών θεσμών στη χώρα μας υστερεί έναντι όλων των κρατών της λεγόμενης «παλιάς Ευρώπης», δηλ. όσων δεν γνώρισαν την εμπειρία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ακόμη όμως και αρκετά από τα συνταγματικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, που προέκυψαν τη δεκαετία του 1990, μετά την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, μας έχουν ξεπεράσει. Η πραγματική κατάσταση σε ό,τι αφορά την εφαρμογή των δικαιοκρατικών εγγυήσεων στην Ελλάδα δεν φαινόταν, τουλάχιστον ως την άνοιξη του 2022, να είναι παρόμοια με εκείνη της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας, ώστε να τίθεται θέμα λήψης μέτρων με βάση τον Κανονισμό 2020/2092. Από την άλλη πλευρά όμως εμφανής και σημαντική είναι η απόσταση, ως προς τη λειτουργικότητα γενικά των συνταγματικών θεσμών, η οποία μας χωρίζει από χώρες όπως π.χ. η Σουηδία.
Η παραπάνω εικόνα επιδεινώνεται ουσιωδώς μετά την αποκάλυψη, το καλοκαίρι του 2022, του γεγονότος ότι ευρωβουλευτής και ταυτόχρονα υποψήφιος αρχηγός του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος της χώρας παρακολουθούνταν κατά τη διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας για την ηγεσία του κόμματος αυτού, το φθινόπωρο του 2021, από τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες, ύστερα από εισαγγελική διάταξη για άρση του απορρήτου της τηλεφωνικής του επικοινωνίας. Είναι πρόδηλο ότι πολιτικοί της αντιπολίτευσης, και πολύ περισσότερο αρχηγοί κομμάτων, τελούν υπό παρακολούθηση των κρατικών μυστικών υπηρεσιών σε αυταρχικά και ημι-αυταρχικά καθεστώτα, τα οποία επιφανειακά μόνο περιβάλλονται από προσχήματα πολυκομματισμού και εκλογικών διαδικασιών, όπως π.χ. η Ρωσία ή η Τουρκία, και όχι σε κοινοβουλευτικές δημοκρατίες. Συνεπώς η τηλεφωνική παρακολούθηση του υποψηφίου, και μετέπειτα αρχηγού, του τρίτου κόμματος (δηλ. του δεύτερου μεγαλύτερου της αντιπολίτευσης) καθώς και, μέσω εκείνου, πρακτικά του συνόλου των πολιτικών του συγκεκριμένου κόμματος – συνομιλητών του κατά την (εσωκομματική) προεκλογική περίοδο δεν συνιστά μόνο πολιτικό και νομικό, αλλά πρωτίστως πολιτειακό ζήτημα.
Υπό αμφισβήτηση (και μάλιστα διεθνή) τίθεται η ίδια η δημοκρατική ποιότητα του πολιτεύματός μας, με διαπιστώσεις όπως «πασιφανής σήψη στην καρδιά της Ελλάδας» και «αυταρχική στροφή». Όπως άλλωστε είχε γράψει σε ανύποπτο χρόνο διαπρεπής Γερμανός νομικός «τη δημοκρατία θα μπορούσε να την ορίσει κανείς ως ένα κράτος με αντιπολίτευση». Το να παρακολουθούνται, υπό καθεστώς απορρήτου, οι δραστηριότητες της αντιπολίτευσης, ή ενδεχομένως και η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των επικεφαλής της (σε όσο βαθμό οι τηλεφωνικές συνομιλίες τους περιέχουν σχετικά στοιχεία), από την κυβέρνηση μέσω των ελεγχόμενων από εκείνη μυστικών υπηρεσιών του κράτους θίγει επομένως τις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος.
ΙΙ. Ένα διάτρητο νομοθετικό πλαίσιο
Η δημόσια ομολογία του πρωθυπουργού τον Αύγουστο του 2022 για την παρακολούθηση του τηλεφώνου του ευρωβουλευτή και υποψήφιου (μετέπειτα εκλεγμένου) αρχηγού του ΠΑ.ΣΟ.Κ./ΚΙΝ.ΑΛ. από την Ε.Υ.Π. μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου 2021 αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου σε ό,τι αφορά το ζήτημα της συστηματικής και διαρκούς παραβίασης του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. Η διάταξη αυτή κατοχυρώνει το «απόλυτα απαραβίαστο» απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο (εδ. α΄), αλλά προσθέτει ότι «νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων» (εδ. β΄).
Από τις δύο περιπτώσεις άρσης του απορρήτου, η «εθνική ασφάλεια» θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει όχι γενικά τη δημόσια ασφάλεια, αλλά αποκλειστικά ό,τι αναφέρεται στην προάσπιση της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων, αν και η σχετική διάταξη του άρθρου 3 ν. 2225/1994 δεν επιχειρεί καμία εξειδίκευση ή διευκρίνιση της έννοιας. Στην παρ. 1 του παραπάνω άρθρου προβλέπεται μόνο ότι «αίτηση για άρση του απορρήτου μπορεί να υποβάλει μόνο δικαστική ή άλλη πολιτική, στρατιωτική ή αστυνομική δημόσια αρχή στην αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται το θέμα εθνικής ασφάλειας που επιβάλλει την άρση». Η παρ. 2 του ίδιου συμπληρώνει: «Η αίτηση υποβάλλεται προς τον Εισαγγελέα Εφετών του τόπου της αιτούσας αρχής ή του τόπου όπου πρόκειται να επιβληθεί η άρση, εκτός αν στην αιτούσα αρχή, με βάση διάταξη νόμου και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου έχει ήδη αποσπασθεί και υπηρετεί με αποκλειστική απασχόληση συγκεκριμένος εισαγγελικός λειτουργός, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η ανωτέρω αίτηση υποβάλλεται σε αυτόν. Ο πιο πάνω, κατά περίπτωση, αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός αποφασίζει μέσα σε είκοσι τέσσερις (24) ώρες για την άρση ή όχι του απορρήτου με διάταξή του στην οποία περιέχονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 5 στοιχεία. Αν κατά την κρίση του, μετά από εισήγηση της αιτούσας αρχής, ειδικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας επιβάλλουν την παράλειψη ή τη συνοπτική παράθεση ορισμένων από τα στοιχεία αυτά, γίνεται ειδική μνεία στη διάταξη». Εξάλλου, η παρ. 1 του άρ. 5 του ίδιου νόμου διευκρινίζει ότι «η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος νόμου περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία: α) το όργανο που διατάσσει την άρση, β) τη δημόσια αρχή ή τον εισαγγελέα ή τον ανακριτή που ζητούν την επιβολή της άρσης, γ) το σκοπό της επιβολής της άρσης, δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και τη χρονική διάρκεια της άρσης, στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης».
Η αναφορά του συντακτικού νομοθέτη στον καθορισμό από τον κοινό νομοθέτη των «εγγυήσεων» υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για τους δύο παραπάνω, περιοριστικά προβλεπόμενους λόγους (εθνική ασφάλεια, διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων) συνεπάγεται, με βάση τη γραμματική ήδη ερμηνεία της, τα εξής: Πρώτο, ότι για την παραβίαση του απορρήτου πρέπει πάντοτε να υπάρχει προηγούμενη εντολή αρμόδιου δικαστικού λειτουργού (βλ. άρθρα 87-91 Συντ.). Και δεύτερο, ότι ο σχετικός νόμος (τυπικός ή κανονιστική πράξη ύστερα από νομοθετική εξουσιοδότηση) οφείλει να προσδιορίζει σαφή και συγκεκριμένα κριτήρια που οφείλει να λάβει υπόψη της η δικαστική αρχή κατά τη λήψη της σχετικής απόφασης, τη σχετική διαδικασία καθώς και τη διάρκεια της άρσης. Διαφορετικά δεν πρόκειται κατ’ ουσία για δικαιοδοτική κρίση αλλά για θεσμοποιημένη αυθαιρεσία.
Πέρα από αυτά εξυπακούεται ότι οποιαδήποτε απόφαση, βούλευμα ή διατάξη για άρση του απορρήτου πρέπει να σέβεται τους «περιορισμούς των περιορισμών» των ατομικών δικαιωμάτων, όπως ιδίως οι αρχές της αναλογικότητας και της μη προσβολής του πυρήνα του δικαιώματος. Συνεπώς οφείλει να στρέφεται κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων, εναντίον των οποίων ανακύπτουν ενδείξεις ότι αποτελούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, αλλά και να περιέχει αιτιολογία ως προς όλα τα ανωτέρω, ώστε να καθίστανται εφικτός, έστω και εκ των υστέρων, ο έλεγχός της (στο πλαίσιο ποινικών ή πειθαρχικών διαδικασιών καταλογισμού ευθύνης σε όσους εμπλέκονται σε τυχόν παρακολουθήσεις για αλλότριους σκοπούς).
Όπως δέχεται το ΕΔΔΑ, ένα σύστημα μυστικής παρακολούθησης για την προστασία της εθνικής ασφάλειας οφείλει, ενόψει του άρθρου 8 ΕΣΔΑ, να διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα επαλήθευσης και ελέγχου των λόγων οι οποίοι κατέστησαν αναγκαία τη λήψη ενός τέτοιου επαχθούς μέτρου που μπορεί «να υποβαθμίσει ή ακόμα και να καταστρέψει τη δημοκρατία κάτω από τον μανδύα της προστασίας της».
Άκρως προβληματική εμφανίζεται, με βάση τα παραπάνω, η συνταγματικότητα του άρθρου 3 παρ. 2 ν. 2225/1994, δεδομένου ότι εκεί προβλέπεται απλώς και μόνο η υποβολή αίτησης από την αρμόδια για το εκάστοτε κρίσιμο θέμα «εθνικής ασφάλειας» δημόσια αρχή προς τον κατά τόπο αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών και έκδοση σχετικής διάταξης του τελευταίου. Αν μάλιστα στην αιτούσα αρχή έχει αποσπασθεί και υπηρετεί με αποκλειστική απασχόληση εισαγγελικός λειτουργός (ανεξαρτήτως βαθμού), τότε η αίτηση υποβάλλεται σ’αυτόν (!), δηλ. κατ’ ουσία δεν υφίσταται καμίας μορφής εξωτερικός έλεγχος των σχετικών πρωτοβουλιών της διοίκησης.
Τούτο ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), όπου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.3 ν. 3649/2008, αποσπάται για διάστημα έως μια τριετία(!) εισαγγελικός λειτουργός. Παρεμπιπτόντως πρέπει να επισημανθεί ότι η απόσπαση αυτή αντίκειται στην κατ’ άρθρο 89 παρ. 3 Συντ. απαγόρευση ανάθεσης διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς (και εισαγγελικούς) λειτουργούς, από την οποία η παρ.2 του ίδιου άρθρου εισάγει εξαίρεση μόνο για τη συμμετοχή σε «συμβούλια ή επιτροπές» και όχι για ανάθεση καθηκόντων μονομελούς οργάνου. Μετά την πρόσφατη τροποποίηση της παρ.1 του άρθρου 5 ν. 3649/2008 με π.ν.π. (ΦΕΚ Α 152/9.8.2022) η διάταξη του/της «ιδρυματικού» Εισαγγελέα της Ε.Υ.Π. για άρση του απορρήτου υποβάλλεται πια προς έγκριση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών και η ισχύς της αρχίζει από την παροχή της έγκρισης αυτής, χωρίς όμως κατά τα άλλα να προβλέπονται ρητά εγγυήσεις σχετικές με την αιτιολόγηση της διάταξης και της έγκρισης, ιδίως ως προς τον σεβασμό των «περιορισμών των περιορισμών» των συνταγματικών δικαιωμάτων.
Η εισαγγελική διάταξη άρσης του απορρήτου εκδίδεται (και εγκρίνεται) χωρίς ενημέρωση (και, πολύ περισσότερο, ακρόαση) του καθ’ ου. Ακόμη χειρότερο είναι όμως ότι, σε αντίθεση με τη διαδικασία ενώπιον δικαστικού συμβουλίου για τη διερεύνηση εγκλημάτων κατά το άρθρο 4 ν. 2225/1994, το άρθρο 3 του ίδιου νόμου δεν απαιτεί καν να αιτιολογηθεί ότι η αντιμετώπιση του ζητήματος εθνικής ασφάλειας είναι αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερής χωρίς την άρση του απορρήτου, ούτε να προσδιορισθεί επακριβώς η έκταση της άρσης, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως δεν υφίσταται καμία εγγύηση σεβασμού της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ’ Συντ.), καθώς μάλιστα όλα αυτά καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικότητας, ενώ στην πράξη οι εισαγγελικές διατάξεις έχουν πολλαπλασιασθεί επικίνδυνα. Εξάλλου, στο άρθρο 5 παρ. 9 ν. 2225/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 87 παρ.1 ν. 4790/2021 (με ισχύ από 31.3.2021) προβλέπεται ότι η ΑΔΑΕ δύναται, μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης, να αποφασίζει τη γνωστοποίησή του στους θιγομένους, με τη σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (!) και εφόσον δεν διακυβεύεται ο σκοπός της αρχικής επιβολής της, μόνο για τις περιπτώσεις του άρθρου 4 (δηλ. για την άρση του απορρήτου με βούλευμα)και όχι για εκείνες του άρθρου 3 του ίδιου νόμου(δηλ. για την άρση του απορρήτου με εισαγγελική διάταξη, για λόγους εθνικής ασφάλειας). Στην πραγματικότητα όμως η ΑΔΑΕ παραμένει υποστελεχωμένη και υποχρηματοδοτούμενη, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να ανταποκριθεί στην παραπάνω αποστολή της συνολικά.
Η κατ’ αποτέλεσμα πλήρης απουσία ενημέρωσης των θιγομένων για την έκδοση σε βάρος τους βουλεύματος ή διάταξης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών τους, έστω μετά τη λήξη του μέτρου (αφού προφανώς η προηγούμενη ενημέρωση θα ματαίωνε τον σκοπό του), παραβιάζει τόσο το άρθρο 19 παρ. 1 Συντ, όσο όμως και το άρθρο 8 ΕΣΔΑ, έτσι όπως το τελευταίο έχει ερμηνευθεί από το ΕΔΔΑ. Ειδικότερα έχει κριθεί ότι, εφόσον τα πρόσωπα τα οποία έγιναν στόχος παρακολούθησης των επικοινωνιών τους δεν ενημερώνονται για το γεγονός αυτό καθόλου, παρά μόνο αν το προϊόν της παρακολούθησης χρησιμοποιηθεί εναντίον τους σε ποινική διαδικασία, το εθνικό δίκαιο στερεί τα πρόσωπα αυτά από τις απαραίτητες, έστω ex post facto, εγγυήσεις του δικαιώματος τους για σεβασμό της αλληλογραφίας τους.
Τα παραπάνω έγιναν δεκτά σε σχέση με τη ρωσική έννομη τάξη που, παραδόξως ή μη, δεν διαφέρει από την ελληνική στο ζήτημα αυτό.
Από τις ετήσιες εκθέσεις πεπραγμένων της ΑΔΑΕ προκύπτει, μεταξύ άλλων, μία ραγδαία, δίκην κακοήθους όγκου, αύξηση της συχνότητας με την οποία οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές αίρουν το απόρρητο των επικοινωνιών. Έτσι, ενώ τα σχετικά βουλεύματα ήταν μόλις 144 το έτος 2005, το 2010 έφθασαν τα 1.169, το 2015 τα 2.304 και το 2020 τα 3.190. Ακόμη πιο ανησυχητικός είναι ο πολλαπλασιασμός των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου, από 406 το 2005 στις 5.459 το 2010, ενώ και στα επόμενα χρόνια ο αριθμός τους συνέχισε την ανοδική του πορεία, στις 9.132 το 2015 και στις 13.751 το 2020. Πρέπει να τονισθεί ότι οι αριθμοί αφορούν τις διατάξεις και τα βουλεύματα καθεαυτά και ότι καθένα τους μπορεί να αφορά πλήθος ατόμων ή τηλεφωνικών συνδέσεων που παρακολουθούνται.
Σε συνδυασμό επομένως με την απουσία, όπως εκτέθηκε, ουσιαστικού ελέγχου της αναγκαιότητας τόσο πολλών παρακολουθήσεων και με την αβεβαιότητα σχετικά με τον τρόπο αξιοποίησής τους από τις κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών, διαφαίνεται εδώ μια διογκούμενη απειλή όχι μόνο για την κανονιστική ποιότητα του άρθρου 19 Συντ., αλλά γενικότερα για τις ατομικές ελευθερίες στην Ελλάδα.
Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς πόσο μεγάλος είναι ο αριθμός των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων για λόγους -υποτίθεται- εθνικής ασφάλειας, αρκεί να αναφερθεί ότι την 21.4.1967 οι πραξικοπηματίες είχαν συλλάβει (τουλάχιστον σύμφωνα με τις δικές τους ανακοινώσεις) περίπου 6.000 άτομα, πράγμα που αφήνει να εννοηθεί ότι σ’ αυτή περίπου την αριθμητική πράξη μεγέθους κινείται ο αριθμός των προσώπων με ουσιαστική (και άρα εν δυνάμει επικίνδυνη για τους τότε πραξικοπηματίες) πολιτική επιρροή (ή, κατά την αγγλοαμερικανική ορολογία, opinion leaders). Με άλλες λέξεις, τα πρόσωπα που έχουν μια λιγότερο ή περισσότερο καθοριστική συμμετοχή στην πολιτική ζωή της χώρας, κατά πάσα πιθανότητα βρίσκονται αθροιστικά σε μια τάξη μεγέθους σαφώς μικρότερη από εκείνη όσων παρακολουθούνται από τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες με απόρρητες και αναιτιολόγητες εισαγγελικές διατάξεις,
III. Η πολλαπλή παραβίαση του Συντάγματος με την παρακολούθηση Ανδρουλάκη
Το γεγονός ότι οι μαζικές παρακολουθήσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων από την Ε.Υ.Π. έφθασαν ως τον (υποψήφιο και στην συνέχεια) εκλεγμένο πρόεδρο του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος της χώρας Νίκο Ανδρουλάκη το φθινόπωρο του 2021, αποκαλύφθηκε τον Ιούλιο του 2022, επειδή ο θιγόμενος, ως ευρωβουλευτής, είχε τη δυνατότητα να ζητήσει τον έλεγχο της τηλεφωνικής συσκευής του από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, με αποτέλεσμα να πιστοποιηθεί κατά τρόπο ανεπίδεκτο αμφισβήτησης η παγίδευσή του. Τίποτα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχουν γίνει στόχος παρακολούθησης και άλλα πολιτικά πρόσωπα ή κόμματα της αντιπολίτευσης (σχετικές επώνυμες, δημόσιες καταγγελίες υπάρχουν τουλάχιστον από το 2016, χωρίς να έχουν βρει ανταπόκριση).
Έστω όμως και με βάση όσα έχουν γίνει γνωστά έως τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές (Σεπτέμβριος 2022), είναι σαφές ότι συντελέσθηκε πολλαπλή παραβίαση διατάξεων τόσο του Συντάγματος, όσο και του πρωτογενούς ενωσιακού δικαίου.
Πρέπει κατά πρώτο λόγο να επισημανθεί ότι η παρακολούθηση Ανδρουλάκη παραβίασε καταφανώς το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος, αφού εκείνο επιτρέπει στις δικαστικές αρχές να δώσουν σχετική εντολή μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας, δηλ. όταν ο στόχος της παρακολούθησης εκτιμάται πως συνιστά εν δυνάμει κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Είναι όμως πασιφανές ότι ο υποψήφιος και μετέπειτα αρχηγός του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος δεν συνιστά ούτε συνιστούσε ποτέ τέτοιο κίνδυνο, αφού άλλωστε οι αρχηγοί των δύο πρώτων κομμάτων (πρωθυπουργός και αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης) τον καλούσαν επίμονα να δηλώσει δημόσια την ετοιμότητά του να καταστεί μετεκλογικά κυβερνητικός εταίρος του καθενός από αυτούς (και όχι του άλλου). Δεδομένου ότι θα ήταν τουλάχιστον ανακόλουθο να καλείς σε κυβερνητική συνεργασία κάποιον δυνητικά έστω επικίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, ο ίδιος ο πρωθυπουργός αναγκάσθηκε να παραδεχθεί δημόσια ότι η παρακολούθηση ήταν «πολιτικά μη αποδεκτή».
Επομένως ο περαιτέρω ισχυρισμός του ότι επρόκειτο για «νόμιμη επισύνδεση» είναι λογικά ανέρειστος και ανερμάτιστος. Και τούτο ανεξάρτητα από τις ακριβείς εννοιολογικές διαστάσεις του όρου «εθνική ασφάλεια», ο οποίος θα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει όχι γενικά τη δημόσια ασφάλεια (σ’ εκείνη αναφέρεται αντιθέτως το άρθρο 11 παρ.2 εδ. β’ Συντ.), αλλά αποκλειστικά ό,τι αναφέρεται στην προστασία της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων.
Η ανυπαρξία λόγων εθνικής ασφάλειας επιβεβαιώνεται άλλωστε και από την εσπευσμένη καταστροφή του ηλεκτρονικού αρχείου παρακολούθησης, καθώς και την άρνηση των υπαιτίων της τελευταίας να δώσουν οποιαδήποτε λογική εξήγηση στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που συστάθηκε μετά ταύτα.
Δεύτερο, η ίδια τηλεφωνική παρακολούθηση παραβίασε έμμεσα και το άρθρο 61 παρ. 3 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο: «O βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε». Εφόσον ο βουλευτής δικαιούται να αρνηθεί τη μαρτυρία του, προφανώς προς τις δικαστικές και εισαγγελικές αρχές, εκείνες δεν επιτρέπεται να αντλήσουν τέτοια πληροφόρηση ούτε και εν αγνοία του, μέσω της υποκλοπής των συνομιλιών του με τρίτα πρόσωπα. Επιπρόσθετα, δεδομένου ότι κατά το άρθρο 51 παρ. 1 Συντ. «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το έθνος», ο ισχυρισμός ότι θα μπορούσαν ταυτόχρονα να συνιστούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 1 Συντ. είναι συστηματικά αντιφατικός και έωλος. Στο σημείο αυτό άλλωστε παραβιάσθηκε και το πρωτογενές ενωσιακό δίκαιο (δηλ. η ευρωπαϊκή συνταγματική τάξη), αφού σύμφωνα με το άρθρο 9 του 7ου Πρωτοκόλλου της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα ίδια προνόμια της βουλευτικής ασυλίας ισχύουν και για τους ευρωβουλευτές.
Παρενθετικά μπορεί να επισημανθεί εδώ ότι το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο δέχεται πως το άρθρο 38 παρ.1 εδ.2 του Θεμελιώδη Νόμου του 1949, αντίστοιχο προς τα άρθρα 51 παρ.2 και 60 παρ.1 του ελληνικού Συντάγματος (οι βουλευτές είναι αντιπρόσωποι όλου του λαού, δεν δεσμεύονται από εντολές ή οδηγίες και υπόκεινται μόνο στη συνείδησή τους), κατοχυρώνεται τόσο η ελεύθερη (από κρατικές επεμβάσεις) επικοινωνία του βουλευτή με τους ψηφοφόρους όσο και η ελευθερία του βουλευτή έναντι παρατήρησης, παρακολούθησης και/ή ελέγχου του εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Επομένως ακόμα και η απλή συλλογή στοιχείων, εκ μέρους των κρατικών υπηρεσιών πληροφοριών, για τη δημόσια πολιτική συμπεριφορά του βουλευτή υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο της αναλογικότητάς της και χρειάζεται μια έγκυρη νομική βάση (στις συνταγματικές αυτές απαιτήσεις κρίθηκε ότι δεν ανταποκρινόταν η συστηματική καταγραφή των δημόσιων δηλώσεων κλπ. βουλευτή του αντιπολιτευτικού κόμματος Die Linke από την ομοσπονδιακή υπηρεσία «προστασίας του Συντάγματος»). Εξυπακούεται πως κατά μείζονα λόγο δεν θα ήταν ανεκτή, υπό τα δεδομένα αυτά, η τηλεφωνική παρακολούθηση βουλευτή από τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες με βάση διατάξεις γενικής εφαρμογής και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το καθεστώς του ως αντιπρόσωπου του έθνους.
Από την κυβερνητική πλευρά προβλήθηκαν εδώ δύο αντεπιχειρήματα: Πρώτο, ότι το άρθρο 19 παρ.1 «είναι αυτονοήτως ειδικό ως προς την άρση απορρήτου έναντι οποιασδήποτε άλλης διάταξης» και δεύτερο, ότι «εξαιρέσεις από γενικώς ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες, κατεξοχήν υπέρ μελών της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας, θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά». Το πρώτο από αυτά είναι αβάσιμο, επειδή το άρθρο 19 παρ.1 Συντ. είναι αντίθετα αυτονοήτως διάταξη δυνητικά γενικής (ως προς τα πρόσωπα) εφαρμογής, έναντι της οποίας το άρθρο 61 παρ. 3 Συντ. εισάγει ειδική εξαίρεση για την προστασία του βουλευτή και του ρόλου του ως αντιπροσώπου του έθνους, υπό καθεστώς ελεύθερης εντολής.
Το δεύτερο είναι καταρχήν βάσιμο, αφού οι εξαιρέσεις πρέπει πράγματι να ερμηνεύονται στενά, αλλά δεν επιστηρίζει το συμπέρασμα ότι είναι συνταγματικά θεμιτή η τηλεφωνική παρακολούθηση βουλευτή από τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες υπό τους ίδιους όρους ως εάν να επρόκειτο π.χ. για αλλοδαπό κατάσκοπο. Εδώ δεν θα είχαμε απλώς στενή ερμηνεία, αλλά κατάργηση της εξαίρεσης. Στην ακραία της συνέπεια μια παρόμοια ερμηνευτική προσέγγιση οδηγεί στον απόλυτο παραλογισμό, αφού ούτε για τους αρχηγούς των κομμάτων, τους υπουργούς και τον πρωθυπουργό προβλέπεται ρητά εξαίρεση στο άρθρο 19 παρ. 1 Συντ. Αν, στο όνομα ενός ψευδεπίγραφου εξισωτισμού, δεχόμασταν ότι ο καθένας από εκείνους, ή και όλοι μαζί, μπορούν να καταστούν στόχοι τηλεφωνικής παρακολούθησης, αρκεί να το προτείνει ο διοικητής της Ε.Υ.Π. και να προσυπογράψει ο/η «ιδρυματικός» (ή και ένας ακόμη) εισαγγελέας, τότε οι μυστικές υπηρεσίες θα μεταλλάσσονταν σε «κηδεμόνα» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (περίπου όπως ο αείμνηστος Λαβρέντι Μπέρια δρούσε ως «κηδεμόνας» του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ και της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ) και το Σύνταγμα θα καταντούσε, σύμφωνα με τη δυστυχώς επίκαιρη -και πάλι- έκφραση του Δημήτρη Τσάτσου, «ερμηνευτικός περίγελος».
Τρίτο, ο θιγόμενος κατέθεσε τον Ιούλιο του 2022 μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου για την παγίδευση του τηλεφώνου του, η εξέταση της οποίας εκκρεμεί. Συνεπώς, τίθεται θέμα διερεύνησης των πειθαρχικών και ποινικών ευθυνών της εποπτεύουσας την Ε.Υ.Π. Εισαγγελέως Εφετών, εφόσον αυτή υπέγραψε το ένταλμα παρακολούθησης. Το να δηλώνει δημόσια ο πρωθυπουργός ότι η ανωτέρω είναι «έμπειρη και ικανή δικαστική λειτουργός» και ότι οι ενέργειές της ήταν «σύμφωνες με το γράμμα του νόμου» προσβάλλει την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών και ειδικότερα τη δικαστική ανεξαρτησία (άρθρα 26 παρ. 3 και 87 παρ. 1 Συντ.), επειδή συνιστά έμμεση παρέμβαση στο έργο των αρμοδίων να διερευνήσουν τις ευθύνες της ανωτέρω εισαγγελικής λειτουργού εισαγγελικών και δικαστικών αρχών. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι, ενώ ο πρωθυπουργός αποδοκίμασε τους έμπιστους συνεργάτες του, όπως ο διοικητής της Ε.Υ.Π. και ο Γενικός Γραμματέας παρά τω πρωθυπουργώ, οδηγώντας τους σε παραίτηση, παρέχει αφειδώς κάλυψη στην εποπτεύουσα την Ε.Υ.Π. εισαγγελική λειτουργό, εγείροντας ερωτηματικά για τη μεταξύ τους πολιτική σχέση.
Τέταρτο, και χειρότερο από όλα τα προηγούμενα, η παρακολούθηση του τηλεφώνου ενός από τους υποψήφιους προέδρους ενός πολιτικού κόμματος κατά τη διάρκεια ακριβώς της (εσωκομματικής) προεκλογικής περιόδου ισοδυναμεί, σύμφωνα με τα δεδομένα της κοινής πείρας και λογικής, με παρακολούθηση ολόκληρου του κόμματος αυτού. Είναι προφανές και αναμενόμενο κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ότι ο κάθε υποψήφιος πρόεδρος συνομιλεί σε τακτική βάση, τόσο με τους συνυποψηφίους του (για τη διευθέτηση των διαφόρων οργανωτικών και πολιτικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την εκλογική διαδικασία), όσο και με το σύνολο σχεδόν των βουλευτών και των στελεχών του κόμματος (στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει τη στήριξή τους για την υποψηφιότητά του). Με την τηλεφωνική αυτή παρακολούθηση η Ε.Υ.Π. αποκτά εσωτερική πληροφόρηση για τις εσωτερικές ισορροπίες, συμμαχίες, αντιπαλότητες, τάσεις κλπ. στο κόμμα τούτο, προσφέροντας έτσι δυνητικά στον πρωθυπουργό (άμεσο πολιτικό της προϊστάμενο, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ.1 και 4 του ν. 4622/2019 περί «επιτελικού κράτους») ένα ανεκτίμητο πλεονέκτημα σε σχέση με την αντιμετώπιση του κόμματος αυτού στον στίβο της πολιτικής αντιδικίας (έστω κι αν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει άγνοια, κατά ήκιστα πειστικό τρόπο). Τούτο συνιστά καταπάτηση της συνταγματικής αρχής της μη επέμβασης του κράτους (και, πολύ περισσότερο, της κυβέρνησης και των ελεγχόμενων από εκείνη μυστικών υπηρεσιών) στην οργάνωση και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων (και μάλιστα των κομμάτων της αντιπολίτευσης), η οποία απορρέει από το άρθρο 29 παρ.1 Συντ.
Περαιτέρω παραβιάζεται έτσι η θεμελιώδης συνταγματική αρχή του πολυκομματισμού. Η τελευταία απορρέει από τα άρθρα 1 και 29 παρ.1 Συντ. και εξειδικεύεται μέσα από την αρχή της παροχής ίσων ευκαιριών. Από το πόσο ίσες είναι οι ευκαιρίες που δίνονται στα πολιτικά κόμματα κρίνεται, ως ένα βαθμό, η ίδια η δημοκρατική ποιότητα του πολιτεύματος. Έτσι εκλογικές διαδικασίες με προαποφασισμένη την κατανομή των εδρών, π.χ. με ενιαίο κατάλογο υποψηφίων όπου η μεγάλη πλειονότητά τους ανήκει σε συγκεκριμένο κόμμα, όπως συνέβαινε στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν οδηγούμαστε (ακόμη) σε προαποφασισμένη κατανομή εδρών, αλλά πάντως οι βουλευτικές εκλογές αρχίζουν να προσομοιάζουν με χαρτοπαίγνιο υπό άνισους όρους για τους συμμετέχοντες, εφόσον ένας από εκείνους(δηλ. ο ηγέτης του κυβερνώντος κόμματος και πρωθυπουργός) διαθέτει εσωτερική πληροφόρηση για τα τεκταινόμενα στα άδυτα των αντιπάλων κομμάτων.
Η δημοκρατική ποιότητα του πολιτεύματος υποβαθμίζεται κατά δραματικό τρόπο.
Και η ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας. Η παραβίαση σειράς ολόκληρης συνταγματικών διατάξεων καίριας σημασίας για τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος (βλ. παραπάνω, III) πρέπει να εξετασθεί υπό το φως των -όχι ευχάριστων- διαπιστώσεων για την ποιότητα των συνταγματικών μας θεσμών και το επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων που περιέχονται στις ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής(βλ. παραπάνω,I).
Το γεγονός ότι η «ιδρυματική» εισαγγελέας της Ε.Υ.Π. υπέγραψε την καταφανώς και πολλαπλώς αντισυνταγματική διάταξη παρακολούθησης σε βάρους ευρωβουλευτή και υποψήφιου αρχηγού του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματους, με την ίδια ευκολία όπως και πολλές χιλιάδες άλλες για τις οποίες δεν γνωρίζουμε ποιους αφορούσαν, επιβεβαιώνει το έλλειμμα δικαστικής ανεξαρτησίας έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, το οποίο υπαινίσσεται η Επιτροπή. Είναι χαρακτηριστικό εξάλλου ότι, δύο μήνες περίπου μετά την αποκάλυψη της ανωτέρω αντιδημοκρατικής εκτροπής, η εισαγγελική αυτή λειτουργός παραμένει αμετακίνητη στη θέση της και συνεχίζει να υπογράφει διατάξεις άρσης απορρήτου, χωρίς να έχουν συγκινηθεί τα αρμόδια για τον (αυτό)έλεγχο της δικαιοσύνης όργανα της τελευταίας.
Όπως είχε προειδοποιήσει έγκαιρα, αλλά εις ώτα μη ακουόντων, ο Στέφανος Ματθίας, η ελληνική δικαιοσύνη «είναι και δεν είναι ανεξάρτητη, είναι και δεν είναι αξιόπιστη», αφού «λειτουργεί υπό τη σκιά της Διοίκησης, δηλαδή του κόμματος που βρίσκεται κάθε φορά στην εξουσία».
Σε τούτο συμβάλλει οπωσδήποτε ο κακοήθης νομοθετικός πολλαπλασιασμός των θέσεων των αντιπροέδρων στα ανώτατα δικαστήρια της χώρας, σε συνδυασμό βέβαια με την κυβερνητική αποκλειστικότητα σε ό,τι αφορά τις προαγωγές στις θέσεις αυτές(άρθρο 90 παρ.5 Συντ.). Ούτως ή άλλως όμως η δικαστική εξουσία φαίνεται να είναι ανέτοιμη και/ή απρόθυμη να εγγυηθεί την προστασία του συνταγματικού δικαιώματος του απόρρητου της επικοινωνίας.
Εξάλλου η περιορισμένη έκταση της κάλυψης του σκανδάλου των υποκλοπών από τον τύπο και τα ΜΜΕ επιβεβαιώνει τις ανησυχίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μέσων και την κατανομή κρατικών χρηματοδοτήσεων (μέσω κονδυλίων διαφήμισης) σ’ εκείνα. Σημειωτέον πως παρεμφερείς επισημάνσεις περιέχονται και στην τελευταία έκθεση για την ελευθερία του τύπου (σε παγκόσμια κλίμακα) της διεθνούς ΜΚΟ «Δημοσιογράφοι χωρίς σύνορα», όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει (μόλις) την 108η θέση μεταξύ 180 κρατών ως προς το επίπεδο της (πραγματικής) ελευθερίας του τύπου, με κατώτερη επίδοση από όλα τα άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το χειρότερο είναι πως όλα αυτά δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο μια αιφνιδιαστική ή εντελώς πρόσφατη εξέλιξη. Πρόκειται για διαρκείς και βαθιές παθογένειες του ελληνικού δημόσιου βίου, στη σταδιακή δημιουργία των οποίων έχει τη δική του, μικρότερη ή μεγαλύτερη, συμβολή (τουλάχιστον) το καθένα από όσα πολιτικά κόμματα άσκησαν κατά καιρούς κυβερνητική εξουσία (αυτοδύναμη ή έστω ως κυβερνητικοί εταίροι).
Ακόμα και το εκλογικό σώμα, που είναι ο υπέρτατος κριτής όλων, αλλά και ο τελικός εγγυητής του Συντάγματος σε ένα κοινοβουλευτικό πολίτευμα, φαίνεται να καθορίζει τις επιλογές του στην Ελλάδα κυρίως με κριτήρια οικονομικά, πελατειακά και άλλα και λιγότερο με κριτήρια δημοκρατικής και πολιτικής γενικότερα ορθότητας (οι εκλογικές επιδόσεις του νεοναζιστικού μορφώματος την προηγούμενη δεκαετία είναι αρκετά διδακτικές, από την άποψη αυτή). Ενδεικτική του εξελισσόμενου μιθριδατισμού της κοινής γνώμης είναι η εστίαση της επικοινωνιακής διαχείρισης του σκανδάλου των υποκλοπών από την κυβερνητική πλευρά σε καταγγελίες ή φήμες για αντίστοιχα φαινόμενα κατά τη διάρκεια της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου, προκειμένου να επιτευχθεί ένας, κατά κάποιον τρόπο, συμψηφισμός των πολιτικών ευθυνών(!).
Άλλωστε και το 1994 είχε υποβληθεί στη Βουλή πρόταση ποινικής δίωξης (κατ’ άρθρο 86 Συντ.) κατά πρώην πρωθυπουργού για τηλεφωνικές υποκλοπές, με αποτέλεσμα τη λήψη απόφασης για παραπομπή της υπόθεσης στο αρμόδιο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά η δίωξη ανεστάλη, με νέα απόφαση της Βουλής λίγους μήνες αργότερα.
Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, η κατάταξη της Ελλάδας στην κατηγορία των «προβληματικών δημοκρατιών» (flawed democracies), από ξένους παρατηρητές υπεράνω πάσης υποψίας για σκοπιμότητες σχετικές με την εγχώρια πολιτική σκηνή, καθίσταται ανατριχιαστικά επίκαιρη.
Εάν θέλουμε να συνεχίσει η χώρα μας να συμμετέχει σε βάθος χρόνου στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης και μάλιστα στην «πρώτη ταχύτητα» ή τον στενό πυρήνα της, τότε πρέπει να βελτιωθεί ουσιαστικά η ανταπόκρισή της, όχι μόνο de jure αλλά και de facto,στις αξίες του άρθρου 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και η απόσταση που πρέπει να διανύσουμε προς το παρόν μεγαλώνει αντί να μικραίνει.
Του Κώστα Χρυσόγονου
Δημοσιεύτηκε στο Νομικό Βήμα, τεύχος Σεπτεμβρίου 2022, σ. 1481 επ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου