Κάθε άλλο παρά αναστάσιμο ήταν το μήνυμα του Πολ Κρούγκμαν ανήμερα
Κυριακή του Πάσχα. Κάτω από τον τίτλο «Η οικονομική αυτοκτονία της
Ευρώπης», ο διάσημος οικονομολόγος έγραφε στη στήλη του, στους New York
Times:
«Το Σάββατο, ρεπορτάζ των Times έριχνε φως σε ένα φαινόμενο που μοιάζει να παίρνει διαστάσεις στην Ευρώπη: “Αυτοκτονία λόγω οικονομικής κρίσης” – άνθρωποι που τερματίζουν τη ζωή τους απελπισμένοι από την ανεργία ή την καταστροφή της επιχείρησής τους. Ηταν ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ. Ωστόσο, έχω την πεποίθηση ότι δεν ήμουν ο μοναδικός αναγνώστης, ειδικά μεταξύ των οικονομολόγων, που αναρωτήθηκε αν το μεγάλο θέμα δεν αφορά τόσο ιδιώτες, όσο τη διαφαινόμενη απόφαση Ευρωπαίων ηγετών να οδηγήσουν ολόκληρη την Ενωση σε οικονομική αυτοκτονία».
Την επομένη, το πρακτορείο Reuters διαπίστωνε ότι «μια σφοδρή διαμάχη» διχάζει τις ακαδημαϊκές και πολιτικές ελίτ, μεταξύ εκείνων που επιμένουν στη σκληρή γραμμή λιτότητας του Βερολίνου και εκείνων που ζητούν αλλαγή πορείας με κατεύθυνση την ανάπτυξη.
Εκκληση υπέρ Ολάντ
Ταυτόχρονα, δεκάδες προβεβλημένοι Γάλλοι οικονομολόγοι –μεταξύ των οποίων οι γνωστοί και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό Μισέλ Αγκλιετά, Ντανιέλ Κοέν και Τομά Πικετί– δημοσίευαν έκκληση υπερψήφισης του Ολάντ, κρούοντας των κώδωνα του κινδύνου: «Η κρίση της Ευρωζώνης δείχνει ότι μας απειλεί το χειρότερο: μια παράλογη κούρσα προς την κοινωνική μειοδοσία, πολιτικές λιτότητας που συντρίβουν την ανάπτυξη, τελικά η τάση να γίνει νόμος το “ο καθένας για τον εαυτό του”. Ηρθε η ώρα να θέσουμε τέλος σε αυτές τις πολιτικές, που καταστρέφουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η κρίση χρέους δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί όταν στραγγαλίζεται η ανάπτυξη και καταρρέει η αγοραστική δύναμη».
Στους επικριτές της πολιτικής που επιβάλλει στην Ενωση η Γερμανία της Μέρκελ, ήρθε εσχάτως να προστεθεί και ο Economist. Κάτω από τον απροσδόκητα επιθετικό τίτλο «Το μοντέλο Deutschland uber alles», ο προμαχώνας του αγγλοσαξονικού φιλελευθερισμού έγραφε:
«Πάνω απ’ όλα, η γερμανική φιλοσοφία τιμωρίας των αμαρτωλών, που ευνοεί τη λιτότητα εις βάρος της ανάπτυξης, την αποταμίευση εις βάρος της κατανάλωσης και τις εξαγωγές εις βάρος της εσωτερικής ζήτησης, αποβαίνει συχνά ζημιογόνος. Καθήλωσε το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών (...) και έπαιξε καταστροφικό ρόλο για την υπόλοιπη Ευρωζώνη, καθώς η Γερμανία λειτούργησε στην πράξη ως τροχοπέδη της ζήτησης».
Τη διευρυνόμενη αμφισβήτηση τροφοδοτούν όχι τόσο συναισθήματα κοινωνικής αλληλεγγύης, όσο η γενικευμένη πλέον αίσθηση πως η γερμανική συνταγή για την αντιμετώπιση της κρίσης οδηγεί σε αδιέξοδο. Και αυτό δεν αφορά μόνο την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, που ήταν εύκολο να ενοχοποιηθεί διεθνώς για δημοσιονομική κραιπάλη. Η Ιρλανδία παρουσιάστηκε όχι μία, αλλά δύο φορές ως υπόδειγμα «εξυγίανσης», αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται με το ένα πόδι στην άβυσσο.
Η τέταρτη οικονομία της Ενωσης, η Ισπανία, δεν είχε κανένα πρόβλημα με το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα, είχε συγκρατήσει μισθούς και συντάξεις, ενώ η δεξιά κυβέρνηση Ραχόι εφάρμοσε αιματηρές περικοπές. Ωστόσο, η ανταμοιβή της ήταν να εκτοξευθεί η ανεργία στο 24% –συγκρίσιμο με την Αμερική της Μεγάλης Υφεσης, τη δεκαετία του ’30–, να απογειωθούν τα spreads και να βρεθεί η χώρα στο κατώφλι του μηχανισμού στήριξης, επαναφέροντας τους φόβους για «μετάδοση της μόλυνσης» στην Ιταλία, με καταστροφικές συνέπειες για το ίδιο το ευρώ.
Ακόμη χειρότερα, η δρακόντεια λιτότητα αρχίζει να αποσταθεροποιεί ακόμη και τον σκληρό πυρήνα του ευρώ, όπως διαμηνύουν οι περιπέτειες της Ολλανδίας. «Παρά τη φήμη της ως μία από τις πιο ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, που κηρύσσει τις αρετές της λιτότητας από την καρδιά της Ευρωζώνης, η Ολλανδία αρχίζει να υποκύπτει στα ίδια προβλήματα που πλήττουν τις ασθενέστερες οικονομίες», ανέφερε πρόσφατο ρεπορτάζ της Wall Street Journal.
Δοκιμάζεται και η Ολλανδία
Η οικονομία της χώρας αναμένεται να συρρικνωθεί φέτος περίπου κατά 1% και το έλλειμμα να ανέλθει στο 4,5%, παραβιάζοντας το όριο του 3%, που η ίδια η ενάρετη Ολλανδία (σιγοντάροντας τη Γερμανία) πάσχισε να επιβάλει στους αμαρτωλούς της Μεσογείου.
«Οι δοκιμασίες της Ολλανδίας», έγραφε στο ίδιο άρθρο η αμερικανική εφημερίδα, «είναι η τελευταία ένδειξη ότι αυτό που έχει απομείνει από τον σκληρό πυρήνα του ευρώ –Γερμανία, Αυστρία, Φινλανδία, Ολλανδία και το μικροσκοπικό Λουξεμβούργο– αρχίζει να καταρρέει».
«Ποια είναι η εναλλακτική λύση;» διερωτάται ο Κρούγκμαν. «Λοιπόν, τη δεκαετία του 1930 –μια εποχή, την οποία η σημερινή Ευρώπη μοιάζει να αντιγράφει πιστά– ουσιώδης προϋπόθεση για την ανάκαμψη ήταν η έξοδος από τον κανόνα του χρυσού. Το ισοδύναμο σήμερα θα ήταν η έξοδος από το ευρώ και η αποκατάσταση του εθνικού νομίσματος. Μπορεί να πείτε ότι αυτό είναι αδιανόητο και πράγματι θα επέφερε τεράστια αποδιάρθρωση, οικονομική και πολιτική. Ωστόσο, η συνέχιση της σημερινής πορείας, η επιβολή ολοένα και σκληρότερης λιτότητας σε χώρες που ήδη υποφέρουν από ανεργία, συγκρίσιμη με εκείνη της Μεγάλης Υφεσης, αυτό είναι το πραγματικά αδιανόητο».
Μια ξεχασμένη ιδέα σε δημόσια συζήτηση
«Μπορούμε να έχουμε δημοκρατία ή μπορούμε να έχουμε συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων, αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε και τα δύο μαζί». Μ’ αυτά τα λόγια του Λιούις Μπραντάις, προοδευτικού Αμερικανού δικαστή και στοχαστή του προηγούμενου αιώνα, αρχίζει άρθρο των New York Times (18 Δεκεμβρίου 2011) με τίτλο «Μη φορολογείτε τους πλούσιους, αλλά την ίδια την ανισότητα». Το υπογράφουν οι Ιαν Αϊρες και Ααρον Εντλιν, καθηγητές των Πανεπιστημίων του Γέιλ και του Μπέρκλεϊ αντίστοιχα.
Οι δύο ακαδημαϊκοί απαντούν, κατά κάποιο τρόπο, στο κεντρικό αίτημα «Φορολογήστε τους πλούσιους», που έθεσε στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής διαμάχης στην Αμερική το κίνημα «Κατάληψη της Γουόλ Στριτ», προβάλλοντας μια πιο ριζοσπαστική ιδέα: Να κατοχυρωθεί νομικά, παράλληλα με τον κατώτατο μισθό, ένα ανώτατο όριο εισοδήματος –ενδεικτικά προτείνουν την αναλογία 1:36– πάνω από το οποίο η φορολογία θα ανέρχεται σε 100%.
Η πρόταση των δύο Αμερικανών καθηγητών δεν περιέχει τίποτα το αντικαπιταλιστικό. Αφήνει άθικτες τις σχέσεις ιδιοκτησίας και δέχεται ότι μπορεί ένας εργαζόμενος να ζει με 14.000 τον χρόνο, ενώ ένας επιχειρηματίας να έχει καθαρό, προσωπικό εισόδημα 504.000. Ακόμη και αυτός ο περιορισμός, όμως, μοιάζει με επανάσταση για τα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου, που ενοχοποιεί μισθούς και συντάξεις, ενώ απογειώνει τις ανισότητες.
Οπως αναφέρει πρόσφατη μελέτη των Τομά Πικετί και Εμανουέλ Σαέζ, το 93% της ανάπτυξης που γνώρισε η αμερικανική οικονομία το 2010 πήγε στο 1% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι ότι το 37% της ανάπτυξης το καρπώθηκε το 0,01% των νοικοκυριών – μόλις 15.000 οικογένειες, καθεμία από τις οποίες έχει ετήσιο εισόδημα άνω των 23,8 εκατομμυρίων δολαρίων. Αλλο ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ εκείνων που υποστηρίζουν ότι το δίλημμα «ανάπτυξη ή λιτότητα» είναι ρηχό όσο δεν συνοδεύεται από την απαίτηση για αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου.
Η γαλλική επιθεώρηση Le Monde Diplomatique είναι ένα από τα ελάχιστα διεθνούς κύρους έντυπα που επιμένουν να φέρνουν αυτή την απαίτηση στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης. Σχετικό ήταν το πρώτο θέμα του περιοδικού, τον περασμένο Φεβρουάριο, με τίτλο «Να μπει πλαφόν στα εισοδήματα». Μια ιδέα η οποία, παραδόξως, δεν είναι ευρωπαϊκής, αλλά αμερικανικής καταγωγής, όπως μας πληροφορεί ο αρθρογράφος. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του περασμένου αιώνα από τον Αμερικανοεβραίο ανθρωπιστή και ακαδημαϊκό Φέλιξ Αντλερ και πυροδότησε πραγματικό κίνημα για την «επιστράτευση του πλούτου» την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το παράδειγμα του Ρούζβελτ
Νέα ώθηση στις απαιτήσεις για ριζοσπαστική αναδιανομή προκάλεσε η Μεγάλη Υφεση, που έφερε στην προεδρία τον Ρούζβελ. Ο Δημοκρατικός πρόεδρος θα σκανδαλίσει την Αμερική το 1935, ρίχνοντας το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι» για την κρίση. Εγκαινιάζοντας το δεύτερο New Deal, ο Ρούζβελτ επιβάλλει στα εισοδήματα άνω των 5 εκατομμυρίων φόρο 79%. Ο πόλεμος και η πίεση των συνδικάτων θα αναγκάσουν το αμερικανικό Κογκρέσο να πάει πιο μακριά και να επιβάλει, το 1944, στα εισοδήματα άνω των 200.000 φόρο... 94%!
Τις μέρες αυτές, η φορολόγηση των πλουσίων αποτελεί το κεντρικό θέμα της πολιτικής διαμάχης στις ΗΠΑ, με τους Ρεπουμπλικανούς να μένουν πιστοί στη νεοφιλελεύθερη παράδοση του Ρέιγκαν, που συρρίκνωσε τη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών στο 15% και την κυβέρνηση Ομπάμα να επιχειρεί μια κάποια εξισορρόπηση. Αλλά και οι γαλλικές προεδρικές εκλογές σφραγίστηκαν από την ίδια απαίτηση, καθώς ο Σοσιαλιστής υποψήφιος Φρανσουά Ολάντ δεσμεύτηκε για φόρο 75% στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, ενώ ο υποψήφιος της Αριστεράς Ζαν–Λικ Μελανσόν προτείνει φόρο 100% στα εισοδήματα άνω των 360.000 ευρώ.
Ετοιμάζονται για το ενδεχόμενο αποχώρησης
«Δημιουργήσαμε έναν από τους καλύτερους ιδιωτικούς τομείς με χαμηλούς μισθούς στην Ευρώπη», πανηγύριζε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, το 2005. Σήμερα, η Γερμανία όχι μόνο ενοχοποιείται για τον οικονομικό μαρασμό της Ευρωζώνης, αλλά απειλεί να παρασύρει στην κρίση και τους καλύτερους μαθητές της.
Πέραν της Ολλανδίας, μία άλλη χώρα της προτεσταντικής συμμαχίας των δημοσιονομικά ενάρετων, η Φινλανδία, βλέπει τον εθνικό της πρωταθλητή, τη Nokia, να παρακμάζει, ενώ το εμπορικό της ισοζύγιο έγινε για πρώτη φορά στα τελευταία 20 χρόνια αρνητικό. Στο μεταξύ, η Αυστρία έχασε το ποθητό «ΑΑΑ» από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s, ενώ τα φίδια αρχίζουν να ζώνουν και την ίδια τη Γερμανία: Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ύφεση μέσα στο 2012, καθώς η εξαγωγική βιομηχανία της πλήττεται από την απότομη πτώση της ζήτησης στις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης και από την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα.
Σε αυτό το φόντο, οι φόβοι για το μέλλον της Ευρωζώνης, που είχαν υποχωρήσει προσωρινά με το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας, επανέρχονται δριμύτεροι. Τη Μεγάλη Τετάρτη, άρθρο της Wall Street Journal με τίτλο «Στήνοντας το σκηνικό για το δράμα της δραχμής» παρότρυνε τις μεγάλες επιχειρήσεις να αρχίσουν να προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο να αποχωρήσει ομάδα χωρών από την Ευρωζώνη. Τέσσερις μέρες νωρίτερα, ο Economist δημοσίευε αντίστοιχο άρθρο, που καλούσε τους Ευρωπαίους ηγέτες «να σκεφτούν το αδιανόητο», μια συντεταγμένη αποχώρηση χωρών ή διάσπαση της Ευρωζώνης σε δύο οικογένειες (ευρώ του Βορρά και ευρώ του Νότου), θεωρώντας αυτήν τη λύση ως το λιγότερο κακό, σε σύγκριση με τον κίνδυνο ανεξέλεγκτων χρεοκοπιών.
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
«Το Σάββατο, ρεπορτάζ των Times έριχνε φως σε ένα φαινόμενο που μοιάζει να παίρνει διαστάσεις στην Ευρώπη: “Αυτοκτονία λόγω οικονομικής κρίσης” – άνθρωποι που τερματίζουν τη ζωή τους απελπισμένοι από την ανεργία ή την καταστροφή της επιχείρησής τους. Ηταν ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ. Ωστόσο, έχω την πεποίθηση ότι δεν ήμουν ο μοναδικός αναγνώστης, ειδικά μεταξύ των οικονομολόγων, που αναρωτήθηκε αν το μεγάλο θέμα δεν αφορά τόσο ιδιώτες, όσο τη διαφαινόμενη απόφαση Ευρωπαίων ηγετών να οδηγήσουν ολόκληρη την Ενωση σε οικονομική αυτοκτονία».
Την επομένη, το πρακτορείο Reuters διαπίστωνε ότι «μια σφοδρή διαμάχη» διχάζει τις ακαδημαϊκές και πολιτικές ελίτ, μεταξύ εκείνων που επιμένουν στη σκληρή γραμμή λιτότητας του Βερολίνου και εκείνων που ζητούν αλλαγή πορείας με κατεύθυνση την ανάπτυξη.
Εκκληση υπέρ Ολάντ
Ταυτόχρονα, δεκάδες προβεβλημένοι Γάλλοι οικονομολόγοι –μεταξύ των οποίων οι γνωστοί και στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό Μισέλ Αγκλιετά, Ντανιέλ Κοέν και Τομά Πικετί– δημοσίευαν έκκληση υπερψήφισης του Ολάντ, κρούοντας των κώδωνα του κινδύνου: «Η κρίση της Ευρωζώνης δείχνει ότι μας απειλεί το χειρότερο: μια παράλογη κούρσα προς την κοινωνική μειοδοσία, πολιτικές λιτότητας που συντρίβουν την ανάπτυξη, τελικά η τάση να γίνει νόμος το “ο καθένας για τον εαυτό του”. Ηρθε η ώρα να θέσουμε τέλος σε αυτές τις πολιτικές, που καταστρέφουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η κρίση χρέους δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί όταν στραγγαλίζεται η ανάπτυξη και καταρρέει η αγοραστική δύναμη».
Στους επικριτές της πολιτικής που επιβάλλει στην Ενωση η Γερμανία της Μέρκελ, ήρθε εσχάτως να προστεθεί και ο Economist. Κάτω από τον απροσδόκητα επιθετικό τίτλο «Το μοντέλο Deutschland uber alles», ο προμαχώνας του αγγλοσαξονικού φιλελευθερισμού έγραφε:
«Πάνω απ’ όλα, η γερμανική φιλοσοφία τιμωρίας των αμαρτωλών, που ευνοεί τη λιτότητα εις βάρος της ανάπτυξης, την αποταμίευση εις βάρος της κατανάλωσης και τις εξαγωγές εις βάρος της εσωτερικής ζήτησης, αποβαίνει συχνά ζημιογόνος. Καθήλωσε το βιοτικό επίπεδο των Γερμανών (...) και έπαιξε καταστροφικό ρόλο για την υπόλοιπη Ευρωζώνη, καθώς η Γερμανία λειτούργησε στην πράξη ως τροχοπέδη της ζήτησης».
Τη διευρυνόμενη αμφισβήτηση τροφοδοτούν όχι τόσο συναισθήματα κοινωνικής αλληλεγγύης, όσο η γενικευμένη πλέον αίσθηση πως η γερμανική συνταγή για την αντιμετώπιση της κρίσης οδηγεί σε αδιέξοδο. Και αυτό δεν αφορά μόνο την κατάρρευση του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, που ήταν εύκολο να ενοχοποιηθεί διεθνώς για δημοσιονομική κραιπάλη. Η Ιρλανδία παρουσιάστηκε όχι μία, αλλά δύο φορές ως υπόδειγμα «εξυγίανσης», αλλά εξακολουθεί να βρίσκεται με το ένα πόδι στην άβυσσο.
Η τέταρτη οικονομία της Ενωσης, η Ισπανία, δεν είχε κανένα πρόβλημα με το δημόσιο χρέος και το έλλειμμα, είχε συγκρατήσει μισθούς και συντάξεις, ενώ η δεξιά κυβέρνηση Ραχόι εφάρμοσε αιματηρές περικοπές. Ωστόσο, η ανταμοιβή της ήταν να εκτοξευθεί η ανεργία στο 24% –συγκρίσιμο με την Αμερική της Μεγάλης Υφεσης, τη δεκαετία του ’30–, να απογειωθούν τα spreads και να βρεθεί η χώρα στο κατώφλι του μηχανισμού στήριξης, επαναφέροντας τους φόβους για «μετάδοση της μόλυνσης» στην Ιταλία, με καταστροφικές συνέπειες για το ίδιο το ευρώ.
Ακόμη χειρότερα, η δρακόντεια λιτότητα αρχίζει να αποσταθεροποιεί ακόμη και τον σκληρό πυρήνα του ευρώ, όπως διαμηνύουν οι περιπέτειες της Ολλανδίας. «Παρά τη φήμη της ως μία από τις πιο ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, που κηρύσσει τις αρετές της λιτότητας από την καρδιά της Ευρωζώνης, η Ολλανδία αρχίζει να υποκύπτει στα ίδια προβλήματα που πλήττουν τις ασθενέστερες οικονομίες», ανέφερε πρόσφατο ρεπορτάζ της Wall Street Journal.
Δοκιμάζεται και η Ολλανδία
Η οικονομία της χώρας αναμένεται να συρρικνωθεί φέτος περίπου κατά 1% και το έλλειμμα να ανέλθει στο 4,5%, παραβιάζοντας το όριο του 3%, που η ίδια η ενάρετη Ολλανδία (σιγοντάροντας τη Γερμανία) πάσχισε να επιβάλει στους αμαρτωλούς της Μεσογείου.
«Οι δοκιμασίες της Ολλανδίας», έγραφε στο ίδιο άρθρο η αμερικανική εφημερίδα, «είναι η τελευταία ένδειξη ότι αυτό που έχει απομείνει από τον σκληρό πυρήνα του ευρώ –Γερμανία, Αυστρία, Φινλανδία, Ολλανδία και το μικροσκοπικό Λουξεμβούργο– αρχίζει να καταρρέει».
«Ποια είναι η εναλλακτική λύση;» διερωτάται ο Κρούγκμαν. «Λοιπόν, τη δεκαετία του 1930 –μια εποχή, την οποία η σημερινή Ευρώπη μοιάζει να αντιγράφει πιστά– ουσιώδης προϋπόθεση για την ανάκαμψη ήταν η έξοδος από τον κανόνα του χρυσού. Το ισοδύναμο σήμερα θα ήταν η έξοδος από το ευρώ και η αποκατάσταση του εθνικού νομίσματος. Μπορεί να πείτε ότι αυτό είναι αδιανόητο και πράγματι θα επέφερε τεράστια αποδιάρθρωση, οικονομική και πολιτική. Ωστόσο, η συνέχιση της σημερινής πορείας, η επιβολή ολοένα και σκληρότερης λιτότητας σε χώρες που ήδη υποφέρουν από ανεργία, συγκρίσιμη με εκείνη της Μεγάλης Υφεσης, αυτό είναι το πραγματικά αδιανόητο».
Μια ξεχασμένη ιδέα σε δημόσια συζήτηση
«Μπορούμε να έχουμε δημοκρατία ή μπορούμε να έχουμε συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια λίγων, αλλά δεν μπορούμε να τα έχουμε και τα δύο μαζί». Μ’ αυτά τα λόγια του Λιούις Μπραντάις, προοδευτικού Αμερικανού δικαστή και στοχαστή του προηγούμενου αιώνα, αρχίζει άρθρο των New York Times (18 Δεκεμβρίου 2011) με τίτλο «Μη φορολογείτε τους πλούσιους, αλλά την ίδια την ανισότητα». Το υπογράφουν οι Ιαν Αϊρες και Ααρον Εντλιν, καθηγητές των Πανεπιστημίων του Γέιλ και του Μπέρκλεϊ αντίστοιχα.
Οι δύο ακαδημαϊκοί απαντούν, κατά κάποιο τρόπο, στο κεντρικό αίτημα «Φορολογήστε τους πλούσιους», που έθεσε στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής διαμάχης στην Αμερική το κίνημα «Κατάληψη της Γουόλ Στριτ», προβάλλοντας μια πιο ριζοσπαστική ιδέα: Να κατοχυρωθεί νομικά, παράλληλα με τον κατώτατο μισθό, ένα ανώτατο όριο εισοδήματος –ενδεικτικά προτείνουν την αναλογία 1:36– πάνω από το οποίο η φορολογία θα ανέρχεται σε 100%.
Η πρόταση των δύο Αμερικανών καθηγητών δεν περιέχει τίποτα το αντικαπιταλιστικό. Αφήνει άθικτες τις σχέσεις ιδιοκτησίας και δέχεται ότι μπορεί ένας εργαζόμενος να ζει με 14.000 τον χρόνο, ενώ ένας επιχειρηματίας να έχει καθαρό, προσωπικό εισόδημα 504.000. Ακόμη και αυτός ο περιορισμός, όμως, μοιάζει με επανάσταση για τα δεδομένα του σύγχρονου κόσμου, που ενοχοποιεί μισθούς και συντάξεις, ενώ απογειώνει τις ανισότητες.
Οπως αναφέρει πρόσφατη μελέτη των Τομά Πικετί και Εμανουέλ Σαέζ, το 93% της ανάπτυξης που γνώρισε η αμερικανική οικονομία το 2010 πήγε στο 1% των πλουσιότερων νοικοκυριών. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι ότι το 37% της ανάπτυξης το καρπώθηκε το 0,01% των νοικοκυριών – μόλις 15.000 οικογένειες, καθεμία από τις οποίες έχει ετήσιο εισόδημα άνω των 23,8 εκατομμυρίων δολαρίων. Αλλο ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ εκείνων που υποστηρίζουν ότι το δίλημμα «ανάπτυξη ή λιτότητα» είναι ρηχό όσο δεν συνοδεύεται από την απαίτηση για αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου.
Η γαλλική επιθεώρηση Le Monde Diplomatique είναι ένα από τα ελάχιστα διεθνούς κύρους έντυπα που επιμένουν να φέρνουν αυτή την απαίτηση στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης. Σχετικό ήταν το πρώτο θέμα του περιοδικού, τον περασμένο Φεβρουάριο, με τίτλο «Να μπει πλαφόν στα εισοδήματα». Μια ιδέα η οποία, παραδόξως, δεν είναι ευρωπαϊκής, αλλά αμερικανικής καταγωγής, όπως μας πληροφορεί ο αρθρογράφος. Διατυπώθηκε για πρώτη φορά στις αρχές του περασμένου αιώνα από τον Αμερικανοεβραίο ανθρωπιστή και ακαδημαϊκό Φέλιξ Αντλερ και πυροδότησε πραγματικό κίνημα για την «επιστράτευση του πλούτου» την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Το παράδειγμα του Ρούζβελτ
Νέα ώθηση στις απαιτήσεις για ριζοσπαστική αναδιανομή προκάλεσε η Μεγάλη Υφεση, που έφερε στην προεδρία τον Ρούζβελ. Ο Δημοκρατικός πρόεδρος θα σκανδαλίσει την Αμερική το 1935, ρίχνοντας το σύνθημα «να πληρώσουν οι πλούσιοι» για την κρίση. Εγκαινιάζοντας το δεύτερο New Deal, ο Ρούζβελτ επιβάλλει στα εισοδήματα άνω των 5 εκατομμυρίων φόρο 79%. Ο πόλεμος και η πίεση των συνδικάτων θα αναγκάσουν το αμερικανικό Κογκρέσο να πάει πιο μακριά και να επιβάλει, το 1944, στα εισοδήματα άνω των 200.000 φόρο... 94%!
Τις μέρες αυτές, η φορολόγηση των πλουσίων αποτελεί το κεντρικό θέμα της πολιτικής διαμάχης στις ΗΠΑ, με τους Ρεπουμπλικανούς να μένουν πιστοί στη νεοφιλελεύθερη παράδοση του Ρέιγκαν, που συρρίκνωσε τη φορολογία των επιχειρηματικών κερδών στο 15% και την κυβέρνηση Ομπάμα να επιχειρεί μια κάποια εξισορρόπηση. Αλλά και οι γαλλικές προεδρικές εκλογές σφραγίστηκαν από την ίδια απαίτηση, καθώς ο Σοσιαλιστής υποψήφιος Φρανσουά Ολάντ δεσμεύτηκε για φόρο 75% στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, ενώ ο υποψήφιος της Αριστεράς Ζαν–Λικ Μελανσόν προτείνει φόρο 100% στα εισοδήματα άνω των 360.000 ευρώ.
Ετοιμάζονται για το ενδεχόμενο αποχώρησης
«Δημιουργήσαμε έναν από τους καλύτερους ιδιωτικούς τομείς με χαμηλούς μισθούς στην Ευρώπη», πανηγύριζε ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, το 2005. Σήμερα, η Γερμανία όχι μόνο ενοχοποιείται για τον οικονομικό μαρασμό της Ευρωζώνης, αλλά απειλεί να παρασύρει στην κρίση και τους καλύτερους μαθητές της.
Πέραν της Ολλανδίας, μία άλλη χώρα της προτεσταντικής συμμαχίας των δημοσιονομικά ενάρετων, η Φινλανδία, βλέπει τον εθνικό της πρωταθλητή, τη Nokia, να παρακμάζει, ενώ το εμπορικό της ισοζύγιο έγινε για πρώτη φορά στα τελευταία 20 χρόνια αρνητικό. Στο μεταξύ, η Αυστρία έχασε το ποθητό «ΑΑΑ» από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s, ενώ τα φίδια αρχίζουν να ζώνουν και την ίδια τη Γερμανία: Οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ύφεση μέσα στο 2012, καθώς η εξαγωγική βιομηχανία της πλήττεται από την απότομη πτώση της ζήτησης στις περιφερειακές χώρες της Ευρωζώνης και από την επιβράδυνση της ανάπτυξης στην Κίνα.
Σε αυτό το φόντο, οι φόβοι για το μέλλον της Ευρωζώνης, που είχαν υποχωρήσει προσωρινά με το σύμφωνο δημοσιονομικής σταθερότητας, επανέρχονται δριμύτεροι. Τη Μεγάλη Τετάρτη, άρθρο της Wall Street Journal με τίτλο «Στήνοντας το σκηνικό για το δράμα της δραχμής» παρότρυνε τις μεγάλες επιχειρήσεις να αρχίσουν να προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο να αποχωρήσει ομάδα χωρών από την Ευρωζώνη. Τέσσερις μέρες νωρίτερα, ο Economist δημοσίευε αντίστοιχο άρθρο, που καλούσε τους Ευρωπαίους ηγέτες «να σκεφτούν το αδιανόητο», μια συντεταγμένη αποχώρηση χωρών ή διάσπαση της Ευρωζώνης σε δύο οικογένειες (ευρώ του Βορρά και ευρώ του Νότου), θεωρώντας αυτήν τη λύση ως το λιγότερο κακό, σε σύγκριση με τον κίνδυνο ανεξέλεγκτων χρεοκοπιών.
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου