«Είναι συναρπαστικό να βυθίζεσαι μέσα στο χρόνο της ζωής σου και να πατάς πάνω στις ίδιες πατημασιές, στα ίδια μονοπάτια που σε οδήγησαν σε αυτό που είσαι.[...]. Απλώνω όλα τα ημερολόγια πάνω στο πάτωμα και πάνω στο γραφείο μου[...]. Όλες αυτές οι ξεχασμένες σελίδες της ζωής μου αποτελούν ένα απέραντο μαγικό παρόν. Και εγώ δεν έχω παρά να βυθιστώ μέσα του».
Αυτά ανάμεσα σε άλλα σημειώνει η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου στην αρχή του αυτοβιογραφικού βιβλίου της σε μορφή ημερολογίου: Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου. Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής μου που κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Πατάκη. Η ανάγκη της αυθιστόρησης σημαντικών γεγονότων της ζωής της που επικαθόρισαν και το συγγραφικό της έργο, πεζό, ποιητικό, δοκιμιακό, θεατρικό και μεταφραστικό δημοσιοποιείται ήδη το 2007, όταν εκδίδονται από τον Κέδρο οι έντεκα ποιητικές της συλλογές στον συγκεντρωτικό τόμο: Μαζεύω τα υπάρχοντά μου που συνοδεύεται από αυτοβιογραφικές σελίδες οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελούν και ενιαίο κείμενο.
Με αναφορές στα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα θα ακολουθήσουμε και μεις σήμερα, κάπως βιαστικά, τα μονοπάτια της ζωής και του έργου της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου. Τα εισαγωγικά “παρακείμενα” στις ποιητικές συλλογές έχουν τα χαρακτηριστικά μιας συμβατικού τύπου αυτοβιογραφίας, καθώς σ’ αυτά υπάρχουν αναφορές τόσο στη δημόσια δράση της συγγραφέως, όσο και στην εργογραφία της και εμπλουτίζονται με εξιστόρηση προσωπικών εμπειριών και γεγονότων.
Η βιωματική, όμως, διάσταση των γεγονότων της ζωής της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου και η ενδοσκόπηση σε αυτά, με εμφανή στοιχεία ψυχογραφίας και αυτοανάλυσης, το προσωπικό λογοτεχνικό ύφος, ευδιάκριτο στα κείμενα, οδηγούν τον μελετητή να τα εντάξει, αν και αυτοτελή, στο είδος της λογοτεχνικής αυτοβιογραφίας, στο οποίο ανήκουν, φυσικά, και τα Μονοπάτια του Αγγέλου μου, τα οποία κατατάσσονται στο είδος του ημερολογίου το οποίο περιλαμβάνει περιόδους ζωής, στιγμές και μονοπάτια που η ίδια έχει επιλέξει για να φωτίσει τις συγκεκριμένες «πτυχές του βιωμένου [της] χρόνου».
Τα κείμενα αυτά αναδεικνύουν τις βασικές έννοιες γύρω από τις οποίες κινείται όλο το άλλο λογοτεχνικό έργο της που είναι η μνήμη, η «μεταφυσική όραση» και η «μύηση». Οι έννοιες αυτές προσδιόρισαν την πορεία της ζωής και της εξέλιξής της ως συγγραφέως και διανοούμενης. Ένα ημερολόγιο ή ένα αυτοβιογραφικό κείμενο διατηρεί τη βιωμένη μνήμη και τις διαδρομές της στο χρόνο, εμπεριέχει την εσωτερική όραση, τη διαίσθηση που μεταλλάσσεται σε θέαση ζωής στη μυθοπλασία και τη μύηση ως καταβύθιση στον εαυτό που ανιχνεύει τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Με τα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα δεν επιζητεί εκμύθευση της εμπειρίας της. Αντιθέτως, με την επιλογή συγκεκριμένων περιόδων της ζωής της: παιδικά και εφηβικά χρόνια στη Λήμνο, ώριμα χρόνια στην Αθήνα και στο Παρίσι και με την ανασύσταση κρίσιμων στιγμών της προσωπικής της ζωής: σπουδές θεάτρου στο Παρίσι, περίοδος της εφτάχρονης δικτατορίας, απώλεια του δεύτερου παιδιού της, γνωριμία με Ελύτη, Μπέκετ και Λακαριέρ κ.ά. αναβιώνει άμεσα και ολοζώντανα τα βιώματά της, αναδεικνύει τη σημασία που είχαν για την ίδια και αποκαλύπτει την αλήθεια του βίου της.
Ακόμη, περιστατικά της ζωής της μετατρέπονται σε λογοτεχνική γραφή που προσβλέπει όχι μόνο στη βιογράφηση της συγγραφέως, αλλά και στην ανασύσταση του ιστορικού και κοινωνικού χρόνου και χώρου μέσα στους οποίους αυτή κινείται. Η γλώσσα είναι ανεπιτήδευτη και απέριττη, φορτισμένη, όμως, με τη συγκίνηση που προκαλούν η αναπόληση του παρελθόντος, η ονειροπόλησή του και η μύηση σ’ αυτό. Στα αυτοαναφορικά αυτά κείμενα συνυφαίνονται οι τρεις διαστάσεις του αυτοβιογραφικού υποκειμένου: η ιστορική, η βιωματική, η αχρονική. Στο πλαίσιο της συνύφανσης των τριών αυτών διαστάσεων, εκτός από το χρόνο ανασημασιοδοτείται και ο τόπος, συνήθως ο γενέθλιος, που έχει άμεση βιωματική συνάφεια με τον ήρωα, ο οποίος ταυτίζεται στην προκειμένη περίπτωση με τον αφηγητή και με τη συγγραφέα.
Η Λήμνος – ως πατρική γη και συνάμα ιστορικός τόπος αποτελεί και υλικό του πεζογραφικού και ποιητικού της έργου. Αρκεί να θυμηθούμε τα μυθιστορήματά της Η Μαρούλα της Λήμνου, Η Δοξανιώ, η Υψιπύλη ή τους Λημνιούς ήρωες (Πορφύριο και Αλκαμένη) των ιστορικών μυθιστορημάτων της Πήραν την Πόλη πήραν την και Το ξύλινο τείχος αντίστοιχα.Η Λήμνος είναι η σταθερά από την οποία η συγγραφέας αντλεί τη δύναμη για να ανανεώσει, να ανασυντάξει τη ζωή της. Η σχέση της με το χώρο των παιδικών της χρόνων είναι ιδωμένη και μέσα από την Ποιητική του Μπασλάρ στον οποίο η Πόθου κάνει ειδική αναφορά.
Η Λήμνος συχνά συνδέεται αντιστικτικά με την πνευματικά ανταγωνιστική Αθήνα, όπου η συγγραφέας σπουδάζει στο Πάντειο, ξεκινά τη δημιουργική της πορεία ως ποιήτρια και πεζογράφος και γνωρίζεται με μορφές της ελληνικής διανόησης, όπως ο Ελύτης, καθώς και με το “πολύβουο” και πρωτοποριακό Παρίσι, όπου η συγγραφέας βρίσκεται με υποτροφία, σπουδάζει θέατρο, γνωρίζει προσωπικότητες, όπως ο Μπέκετ που την εκτιμά ιδιαίτερα, μυείται στο χώρο του τραγικού και της μεταφυσικής που θα κυριαρχήσει τόσο στην ποίησή της όσο και στην πεζογραφία , κυρίως στον Άγγελο της στάχτης.
Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου, που δεν είναι άλλος από τον Άγγελο της στάχτης, καθώς και τα εισαγωγικά κείμενα του Μαζεύω τα υπάρχοντά μου δεν πληρούν μόνο τις βασικές προϋποθέσεις του είδους της αυτοβιογραφίας, παρέχουν ακόμη ένα πολύτιμο υλικό που συμβάλλει στην εγγύτερη προσέγγιση, κατανόηση και σχολιασμό του συνολικού λογοτεχνικού της έργου, αποτελούν “ένα δημόσιο συγγραφικό επικείμενο”που θα συντείνει στη μεθερμήνευση του έργου της. Και στα δύο βιβλία η πληθώρα διακειμένων αποκαλύπτει τον πολιτισμικό και γνωσιακό πλούτο της συγγραφέως, αναδεικνύοντας, παράλληλα, όχι τόσο την αφομοιωματική της ικανότητα, όσο την ευρηματική αναδημιουργία και ανασύνθεση των πνευματικών εμπειριών στο έργο της, (αρχαία, βυζαντινή και νεότερη ελληνική ιστορία και φιλοσοφία, καθώς και νεοελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, φιλοσοφία) αλλά και τη σημασία τους για την ίδια της τη ζωή, μια ζωή πολυκύμαντη, που την βιώνει με μια διάθεση εσωτερίκευσης και μοναξιάς.
Στα κείμενα αυτά η αυτοβιογράφος προβαίνει σε αποκαλύψεις βασικών εννοιών της ποιητικής της. Στα κείμενα του τόμου Μαζεύω τα υπάρχοντά μου επανέρχεται συχνά στη σημασία που έχει η ποίηση γι’ αυτήν, στην πολλαπλή νοηματοδότηση της λέξης, στη συνάφειά της με το πεζογραφικό της έργο είτε το φιλοσοφικό είτε το ιστορικό, καθώς και με τη ζωή της. «Η ποίηση ήταν η ραχοκοκαλιά των γραπτών μου. Από αυτήν ξεκινούσαν όλα και σε αυτήν επέστρεφαν». Στα Μονοπάτια του Αγγέλου μου αναφέρεται στην περιπέτεια της κυοφορίας και της συγγραφής του έργου της. Στο ημερολόγιο αυτό παρακολουθούμε την πορεία του «βιωμένου χρόνου» της που «γίνεται άπειρος μέσα στη μνήμη» και την αναζήτηση της αλήθειας και της ψυχής της που την βρίσκει με την προσέγγιση του «υπερβατικού νοήματος», δηλαδή με την «καθαρότητα της αυτογνωσίας».
Αυτή η διαρκής πορεία προς τη μεταφυσική κυριαρχεί όχι μόνο στα δοκίμιά της για τον Μπέκετ και τον Ελύτη, ούτε αποτελεί ειδοποιό στοιχείο μόνο της ποίησης της. Συνιστά αέναη αναζήτηση και του πεζογραφικού της έργου συνδεδεμένη άμεσα με τη βιωματική πρόσληψη της όποιας πραγματικότητας με τις αντιθέσεις της και την αναζήτηση της σύνθεσής τους. Ο ενδοσκοπικός χαρακτήρας του ημερολογίου άμεσα συνδεδεμένος με τη βιωματική πρόσληψη της πραγματικότητας χαρακτηρίζει ακόμη και τα ιστορικά της μυθιστορήματα. Η συμμετοχή της στη διαμόρφωση των μυθοπλαστικών ηρώων της είναι η κινούσα συγγραφική της δύναμη. Βιώνει τις περιπέτειες των ηρώων της ως προσωπικές.
Αναφερόμενη στους ήρωες του μυθιστορήματος Πήραν την Πόλη πήραν την, μυθιστόρημα που το αποκαλεί: «ολοκλήρωση της ζωής [της] και κατάθεση ψυχής», σημειώνει: «Όταν έγραφα το μυθιστόρημα, θυμάμαι, ζούσα ως τα κατάβαθα του είναι μου αυτό το δέος. Και βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ μέσα στον χρόνο και μέσα στα γεγονότα, να βρω, να βιώσω, αυτό που ζούσαν οι τραγικοί εκείνοι πολιορκημένοι, ο μαρτυρικός αυτοκράτορας και ο λαός του, έτσι παγιδευμένοι μέσα στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου».
Καταλήγοντας, ο αυτοβιογραφικός λόγος της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου μας δίνει τα κλειδιά που η ίδια η δημιουργός προτείνει για να ξεκλειδώσουμε τα μυστικά της εσωτερικής διαπάλης και της πορείας τόσο στη ζωή, όσο και στο έργο της. Γοητευτικά ως κείμενα παρασύρουν τον αναγνώστη στο κυνήγι του θησαυρού, που δεν είναι άλλος από την «περιπέτεια ζωής και γραφής» της συγγραφέως.
Αυτά ανάμεσα σε άλλα σημειώνει η Μαρία Λαμπαδαρίδου Πόθου στην αρχή του αυτοβιογραφικού βιβλίου της σε μορφή ημερολογίου: Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου. Τα φιλντισένια μονοπάτια της ζωής μου που κυκλοφόρησε το 2016 από τις εκδόσεις Πατάκη. Η ανάγκη της αυθιστόρησης σημαντικών γεγονότων της ζωής της που επικαθόρισαν και το συγγραφικό της έργο, πεζό, ποιητικό, δοκιμιακό, θεατρικό και μεταφραστικό δημοσιοποιείται ήδη το 2007, όταν εκδίδονται από τον Κέδρο οι έντεκα ποιητικές της συλλογές στον συγκεντρωτικό τόμο: Μαζεύω τα υπάρχοντά μου που συνοδεύεται από αυτοβιογραφικές σελίδες οι οποίες θα μπορούσαν να αποτελούν και ενιαίο κείμενο.
Με αναφορές στα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα θα ακολουθήσουμε και μεις σήμερα, κάπως βιαστικά, τα μονοπάτια της ζωής και του έργου της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου. Τα εισαγωγικά “παρακείμενα” στις ποιητικές συλλογές έχουν τα χαρακτηριστικά μιας συμβατικού τύπου αυτοβιογραφίας, καθώς σ’ αυτά υπάρχουν αναφορές τόσο στη δημόσια δράση της συγγραφέως, όσο και στην εργογραφία της και εμπλουτίζονται με εξιστόρηση προσωπικών εμπειριών και γεγονότων.
Η βιωματική, όμως, διάσταση των γεγονότων της ζωής της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου και η ενδοσκόπηση σε αυτά, με εμφανή στοιχεία ψυχογραφίας και αυτοανάλυσης, το προσωπικό λογοτεχνικό ύφος, ευδιάκριτο στα κείμενα, οδηγούν τον μελετητή να τα εντάξει, αν και αυτοτελή, στο είδος της λογοτεχνικής αυτοβιογραφίας, στο οποίο ανήκουν, φυσικά, και τα Μονοπάτια του Αγγέλου μου, τα οποία κατατάσσονται στο είδος του ημερολογίου το οποίο περιλαμβάνει περιόδους ζωής, στιγμές και μονοπάτια που η ίδια έχει επιλέξει για να φωτίσει τις συγκεκριμένες «πτυχές του βιωμένου [της] χρόνου».
Τα κείμενα αυτά αναδεικνύουν τις βασικές έννοιες γύρω από τις οποίες κινείται όλο το άλλο λογοτεχνικό έργο της που είναι η μνήμη, η «μεταφυσική όραση» και η «μύηση». Οι έννοιες αυτές προσδιόρισαν την πορεία της ζωής και της εξέλιξής της ως συγγραφέως και διανοούμενης. Ένα ημερολόγιο ή ένα αυτοβιογραφικό κείμενο διατηρεί τη βιωμένη μνήμη και τις διαδρομές της στο χρόνο, εμπεριέχει την εσωτερική όραση, τη διαίσθηση που μεταλλάσσεται σε θέαση ζωής στη μυθοπλασία και τη μύηση ως καταβύθιση στον εαυτό που ανιχνεύει τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Με τα αυτοβιογραφικά αυτά κείμενα δεν επιζητεί εκμύθευση της εμπειρίας της. Αντιθέτως, με την επιλογή συγκεκριμένων περιόδων της ζωής της: παιδικά και εφηβικά χρόνια στη Λήμνο, ώριμα χρόνια στην Αθήνα και στο Παρίσι και με την ανασύσταση κρίσιμων στιγμών της προσωπικής της ζωής: σπουδές θεάτρου στο Παρίσι, περίοδος της εφτάχρονης δικτατορίας, απώλεια του δεύτερου παιδιού της, γνωριμία με Ελύτη, Μπέκετ και Λακαριέρ κ.ά. αναβιώνει άμεσα και ολοζώντανα τα βιώματά της, αναδεικνύει τη σημασία που είχαν για την ίδια και αποκαλύπτει την αλήθεια του βίου της.
Ακόμη, περιστατικά της ζωής της μετατρέπονται σε λογοτεχνική γραφή που προσβλέπει όχι μόνο στη βιογράφηση της συγγραφέως, αλλά και στην ανασύσταση του ιστορικού και κοινωνικού χρόνου και χώρου μέσα στους οποίους αυτή κινείται. Η γλώσσα είναι ανεπιτήδευτη και απέριττη, φορτισμένη, όμως, με τη συγκίνηση που προκαλούν η αναπόληση του παρελθόντος, η ονειροπόλησή του και η μύηση σ’ αυτό. Στα αυτοαναφορικά αυτά κείμενα συνυφαίνονται οι τρεις διαστάσεις του αυτοβιογραφικού υποκειμένου: η ιστορική, η βιωματική, η αχρονική. Στο πλαίσιο της συνύφανσης των τριών αυτών διαστάσεων, εκτός από το χρόνο ανασημασιοδοτείται και ο τόπος, συνήθως ο γενέθλιος, που έχει άμεση βιωματική συνάφεια με τον ήρωα, ο οποίος ταυτίζεται στην προκειμένη περίπτωση με τον αφηγητή και με τη συγγραφέα.
Η Λήμνος – ως πατρική γη και συνάμα ιστορικός τόπος αποτελεί και υλικό του πεζογραφικού και ποιητικού της έργου. Αρκεί να θυμηθούμε τα μυθιστορήματά της Η Μαρούλα της Λήμνου, Η Δοξανιώ, η Υψιπύλη ή τους Λημνιούς ήρωες (Πορφύριο και Αλκαμένη) των ιστορικών μυθιστορημάτων της Πήραν την Πόλη πήραν την και Το ξύλινο τείχος αντίστοιχα.Η Λήμνος είναι η σταθερά από την οποία η συγγραφέας αντλεί τη δύναμη για να ανανεώσει, να ανασυντάξει τη ζωή της. Η σχέση της με το χώρο των παιδικών της χρόνων είναι ιδωμένη και μέσα από την Ποιητική του Μπασλάρ στον οποίο η Πόθου κάνει ειδική αναφορά.
Η Λήμνος συχνά συνδέεται αντιστικτικά με την πνευματικά ανταγωνιστική Αθήνα, όπου η συγγραφέας σπουδάζει στο Πάντειο, ξεκινά τη δημιουργική της πορεία ως ποιήτρια και πεζογράφος και γνωρίζεται με μορφές της ελληνικής διανόησης, όπως ο Ελύτης, καθώς και με το “πολύβουο” και πρωτοποριακό Παρίσι, όπου η συγγραφέας βρίσκεται με υποτροφία, σπουδάζει θέατρο, γνωρίζει προσωπικότητες, όπως ο Μπέκετ που την εκτιμά ιδιαίτερα, μυείται στο χώρο του τραγικού και της μεταφυσικής που θα κυριαρχήσει τόσο στην ποίησή της όσο και στην πεζογραφία , κυρίως στον Άγγελο της στάχτης.
Τα μονοπάτια του Αγγέλου μου, που δεν είναι άλλος από τον Άγγελο της στάχτης, καθώς και τα εισαγωγικά κείμενα του Μαζεύω τα υπάρχοντά μου δεν πληρούν μόνο τις βασικές προϋποθέσεις του είδους της αυτοβιογραφίας, παρέχουν ακόμη ένα πολύτιμο υλικό που συμβάλλει στην εγγύτερη προσέγγιση, κατανόηση και σχολιασμό του συνολικού λογοτεχνικού της έργου, αποτελούν “ένα δημόσιο συγγραφικό επικείμενο”που θα συντείνει στη μεθερμήνευση του έργου της. Και στα δύο βιβλία η πληθώρα διακειμένων αποκαλύπτει τον πολιτισμικό και γνωσιακό πλούτο της συγγραφέως, αναδεικνύοντας, παράλληλα, όχι τόσο την αφομοιωματική της ικανότητα, όσο την ευρηματική αναδημιουργία και ανασύνθεση των πνευματικών εμπειριών στο έργο της, (αρχαία, βυζαντινή και νεότερη ελληνική ιστορία και φιλοσοφία, καθώς και νεοελληνική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, φιλοσοφία) αλλά και τη σημασία τους για την ίδια της τη ζωή, μια ζωή πολυκύμαντη, που την βιώνει με μια διάθεση εσωτερίκευσης και μοναξιάς.
Στα κείμενα αυτά η αυτοβιογράφος προβαίνει σε αποκαλύψεις βασικών εννοιών της ποιητικής της. Στα κείμενα του τόμου Μαζεύω τα υπάρχοντά μου επανέρχεται συχνά στη σημασία που έχει η ποίηση γι’ αυτήν, στην πολλαπλή νοηματοδότηση της λέξης, στη συνάφειά της με το πεζογραφικό της έργο είτε το φιλοσοφικό είτε το ιστορικό, καθώς και με τη ζωή της. «Η ποίηση ήταν η ραχοκοκαλιά των γραπτών μου. Από αυτήν ξεκινούσαν όλα και σε αυτήν επέστρεφαν». Στα Μονοπάτια του Αγγέλου μου αναφέρεται στην περιπέτεια της κυοφορίας και της συγγραφής του έργου της. Στο ημερολόγιο αυτό παρακολουθούμε την πορεία του «βιωμένου χρόνου» της που «γίνεται άπειρος μέσα στη μνήμη» και την αναζήτηση της αλήθειας και της ψυχής της που την βρίσκει με την προσέγγιση του «υπερβατικού νοήματος», δηλαδή με την «καθαρότητα της αυτογνωσίας».
Αυτή η διαρκής πορεία προς τη μεταφυσική κυριαρχεί όχι μόνο στα δοκίμιά της για τον Μπέκετ και τον Ελύτη, ούτε αποτελεί ειδοποιό στοιχείο μόνο της ποίησης της. Συνιστά αέναη αναζήτηση και του πεζογραφικού της έργου συνδεδεμένη άμεσα με τη βιωματική πρόσληψη της όποιας πραγματικότητας με τις αντιθέσεις της και την αναζήτηση της σύνθεσής τους. Ο ενδοσκοπικός χαρακτήρας του ημερολογίου άμεσα συνδεδεμένος με τη βιωματική πρόσληψη της πραγματικότητας χαρακτηρίζει ακόμη και τα ιστορικά της μυθιστορήματα. Η συμμετοχή της στη διαμόρφωση των μυθοπλαστικών ηρώων της είναι η κινούσα συγγραφική της δύναμη. Βιώνει τις περιπέτειες των ηρώων της ως προσωπικές.
Αναφερόμενη στους ήρωες του μυθιστορήματος Πήραν την Πόλη πήραν την, μυθιστόρημα που το αποκαλεί: «ολοκλήρωση της ζωής [της] και κατάθεση ψυχής», σημειώνει: «Όταν έγραφα το μυθιστόρημα, θυμάμαι, ζούσα ως τα κατάβαθα του είναι μου αυτό το δέος. Και βυθιζόμουν όλο και πιο πολύ μέσα στον χρόνο και μέσα στα γεγονότα, να βρω, να βιώσω, αυτό που ζούσαν οι τραγικοί εκείνοι πολιορκημένοι, ο μαρτυρικός αυτοκράτορας και ο λαός του, έτσι παγιδευμένοι μέσα στο αδιάφορο πλήρωμα του χρόνου».
Καταλήγοντας, ο αυτοβιογραφικός λόγος της Μαρίας Λαμπαδαρίδου Πόθου μας δίνει τα κλειδιά που η ίδια η δημιουργός προτείνει για να ξεκλειδώσουμε τα μυστικά της εσωτερικής διαπάλης και της πορείας τόσο στη ζωή, όσο και στο έργο της. Γοητευτικά ως κείμενα παρασύρουν τον αναγνώστη στο κυνήγι του θησαυρού, που δεν είναι άλλος από την «περιπέτεια ζωής και γραφής» της συγγραφέως.
Της Άντας Κατσίκη-Γκίβαλου, Ομ. Καθηγήτριας Ελληνικής Φιλολογίας Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Ομιλία που έγινε στην Παλαιά Βουλή των Ελλήνων, στις 31 Μαρτίου 2018
Πηγή: LimnosFM100
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου