Για πολλούς η Δικαιοσύνη είναι ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες θεσμούς που διατηρεί την ακεραιότητά του.
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις των τελευταίων ετών και τα κατά καιρούς ατοπήματα ανώτατων δικαστικών, έχουν οδηγήσει αρκετούς σε βαθύτατο προβληματισμό σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Δυστυχώς στις μέρες μας η ζυγαριά της δικαιοσύνης δεν είναι πάντοτε ισορροπημένη. Μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τις χωρίζει. Είναι δεδομένο ότι κάποιος πρέπει να λαμβάνει μία τιμωρία για κάποια αξιόποινη πράξη που έχει διαπράξει, Όμως να είναι μία τιμωρία δίκαιη και σωστή, λαμβανομένων υπόψη κάποιων σημαντικών παραμέτρων οι οποίες βοηθούν στην αποφυγή της όποιας αδικίας και της επιβολής τιμωρίας δυσανάλογης με το έγκλημα.
Οι παράμετροι αυτοί είναι o βαθμός της εγκληματικής διάθεσης, η προσωπικότητα του δράστη, τα αίτια από τα οποία ωθήθηκε στο έγκλημα, ο σκοπός που επεδίωκε, ο χαρακτήρας του, ο προηγούμενος βίος του, η βλάβη που προκάλεσε και ο κίνδυνος που προξένησε, η ένταση του δόλου καθώς και η φύση και το είδος του εγκλήματος. Σημαντική είναι επίσης και η διαγωγή του μετά την τέλεση της πράξης.
Ναι μεν οι Έλληνες δικαστές έχουν κάθε δίκιο να είναι οργισμένοι με την ελληνική Πολιτεία που δεν τους προστάτευσε επαρκώς από τις αδηφάγες διαθέσεις των δανειστών ώστε να μπορούν να ασκούν με αξιοπρέπεια το λειτούργημά τους, αλλά από την άλλη δεν είναι δυνατόν και δε δικαιούνται να παίζουν με την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Ναι με οι δικαστές προσπαθούν να δικαιώσουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αυτό δηλαδή που είναι σύμφωνο με την ηθική και τη δικαιοσύνη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να φυλακίζονται ή να καταδικάζονται άνθρωποι με αμφισβητούμενα στοιχεία. Άλλωστε υπάρχει και η ύψιστη δικονομική αρχή του «in dubio pro reo», βάση της οποίας η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου, κάτι που δυστυχώς δεν εφαρμόζεται από την πλειοψηφία των δικαστηρίων της χώρας μας.
Υπάρχει αδήριτη η ανάγκη κοινωνικής εξυγίανσης των πολιτών που φοβούνται για την ασφάλειά τους και αισθάνονται ατομικά και κοινωνικά απειλούμενοι από τη διάχυτη εγκληματικότητα. Αυτός ο εξοστρακισμός είναι ακραία μορφή πρόσληψης της ποινικής δικαιοσύνης αλλά δυστυχώς αρκετά διαδεδομένος στην Ελληνική Ποινική πραγματικότητα. Η γενική εικόνα του κοινού δείχνει ότι ανησυχεί για μια κατηγορία εγκλημάτων, τα εγκλήματα βίας, τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 10% της συνολικής εγκληματικότητας, παρότι προβάλλονται κατά κόρον από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και έτσι δημιουργείται ο φόβος σε δικαστές και ενόρκους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία υπέρ το δέον σκληρότητα και καμία επιείκεια στην αντιμετώπιση των κατηγορουμένων των συγκεκριμένων εγκλημάτων.
Η πίεση της κοινωνίας για παραδειγματική τιμωρία του δράστη, μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτα άδικες και υπερβολικές ποινές, ιδιαίτερα σε εγκλήματα ειδεχθή. Όμως εδώ, η ικανοποίηση του θύματος και της κοινής γνώμης πρέπει να παίζουν τον μικρότερο ρόλο σε σχέση με την επανένταξη του δράστη και την τιμωρία του.
Αντίθετα σε εγκλήματα οικονομικής φύσεως, οι ποινές είναι αναλογικά μικρές και σχεδόν πάντα με ανασταλτικό αποτέλεσμα στην Έφεση, δηλαδή οι κατηγορούμενοι μένουν εκτός φυλακής μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση τους σε δεύτερο βαθμό, όπου εκεί συνήθως έχει περάσει τεράστιο χρονικό διάστημα (ενίοτε και παραπάνω από μία δεκαετία), που σημαίνει ότι είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να μπει στη φυλακή ο κατηγορούμενος.
Όλα θα ήταν πιο σύννομα και πιο ορθολογικά εάν εφαρμοζόταν η αρχή της αναλογικότητας. Η ποινική δικαιοσύνη είναι ένας κατ' εξοχήν κρατικός θεσμός, που αφορά σε μια βαριά προσβολή ή περιορισμό συνταγματικών ελευθεριών, ώστε εξ’ αυτού να προκύπτει το ενδεχόμενο ενός αναγκαίου περιορισμού αυτών των προσβολών-περιορισμών, μέσω της αρχής της αναλογικότητας, στην οποία, επομένως, θα πρέπει κατεξοχήν εδώ να αποδοθεί ο αντίστοιχος σεβασμός. Η ποινική νομοθέτηση και η εφαρμογή του ποινικού δικαίου θα πρέπει να νοούνται ακριβώς ως ενάσκηση στην αρχή της αναλογικότητας η οποία σχετίζεται με τα δυο κεντρικά θεμελιώδη μεγέθη του τομέα μας: Το έγκλημα και την ποινή. Αυτό που αναγνωρίζεται ως έγκλημα στο νόμο, πρέπει απαραιτήτως να είναι ανάλογο προς την ποινή. Μόνον η επιβεβλημένη αναλογία προς την αδιαμφισβήτητη ποινή μπορεί να μας βοηθήσει να διασφαλίσουμε την απαραίτητη οριοθέτηση του εγκλήματος. Το κακό που ενέχει το έγκλημα θα πρέπει προπάντων να αντιστοιχεί στην επιβολή του κακού που ενυπάρχει εγγενώς στην ποινή, και στην ηθική αποδοκιμασία που εμπεριέχεται σ’ αυτήν. Η ποινή στον ουσιαστικό πυρήνα της είναι μια νομοθετικά προβλεπόμενη σκληρή μεταχείριση, δηλαδή ένα κακό, το οποίον επιβάλλεται από το κράτος σε ένα υποκείμενο, ως αποκλειστική έκφραση μιας ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής αποδοκιμασίας που του αξίζει εξαιτίας μιας παραβατικής συμπεριφοράς του.
Το ιδιαίτερης ευθύνης έργο της διασφάλισης μιας αναλογικότητας μεταξύ εγκλήματος και ποινής εναπόκειται καταρχήν στην προνομιακή κρίση του νομοθέτη αλλά με μια βασική εξαίρεση: Εναπόκειται στο δικαστήριο να επέμβει, εάν σε κάποια περίπτωση διαπιστωθεί ότι μια απλή κοινωνική αντίληψη περί ηθικής, χρησιμοποιείται ως μοναδικό στήριγμα του αξιοποίνου. Η απλή ανηθικότητα, όπως λέγεται, δεν αρκεί για την ποινικοποίηση. Επιτακτική προβάλλει λοιπόν η εφαρμογή της αρχής αυτής, στα μέτρα ποινικής καταστολής (ποινές, μέτρα ασφαλείας) και στα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού (σύλληψη με δικαστικό ένταλμα, βίαιη προσαγωγή, επιβολή περιοριστικών όρων, προσωρινή κράτηση). Ειδικά δε στα τελευταία, που συνιστούν περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου πριν την κήρυξη της ενοχής αυτού, ενόσω δηλαδή διαρκεί το τεκμήριο αθωότητάς του, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας προβάλλει επιτακτική και έχει ήδη τύχει του δέοντος σχολιασμού από τη θεωρία.
Στη σημερινή εποχή, νομιμοποιήθηκαν ανταποδοτικές και εκδικητικές τάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής, με πρόσχημα ότι εξέφραζαν τις «ανάγκες» και απαιτήσεις των πολιτών. Αυτό είχε ως συνέπεια, δράστες να καταδικάζονται σε ποινές μεγαλύτερες από το κανονικό, ακόμα και για εγκλήματα που ο νομικός τους χαρακτηρισμός δεν είναι ο σωστός. Όπως πολύ σωστά είχε πει ο Αφροαμερικανός ηγέτης Μάρτιν Λούθερ Κινγκ «Δεν είναι δυνατό να είσαι υπέρ της δικαιοσύνης για κάποιους ανθρώπους και να μην είσαι υπέρ της δικαιοσύνης για όλους τους ανθρώπους».
Ειδικά σε δίκες για σοβαρά αδικήματα κατά της ζωής αλλά και κατά της περιουσίας, τα πράγματα είναι ανεξέλεγκτα και η ζωή ενός κατηγορουμένου εξαρτάται άμεσα από το ποιος δικαστής θα τον δικάσει, αν είναι «καλή η έδρα» του όποιου Εφετείου, όπως λέγεται στα πηγαδάκια των δικηγόρων, και αν οι ένορκοι- οι οποίοι είναι απλοί πολίτες- θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Διότι οι ένορκοι παρόλο που δεν έχουν νομικές γνώσεις, δε καθίστανται δευτερεύοντες παράγοντες της δίκης αλλά είναι ισότιμοι με τους δικαστές και η ψήφος τους είναι δυνατή και έχει ακριβώς την ίδια βαρύτητα με των υπολοίπων. Πρέπει να παραμείνουν αμερόληπτοι και να μην επηρεαστούν από μία σειρά παραγόντων και μπερδευτούν από τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που δέχονται σε τέτοιες σοβαρές υποθέσεις. Όμως το μέλλον του κατηγορουμένου θα έπρεπε να εξαρτάται 100% από το νόμο και από τη νομολογία και όχι από την ανθρώπινη αδυναμία των παραγόντων της δίκης.
Όλοι πρέπει να αποφασίζουν με γνώμονα το δίκαιο, το νόμο και τη συνείδησή τους. Πολλά είναι τα παραδείγματα αποφάσεων που θα λύγιζαν και τον πιο σκληρό άνθρωπο, που είναι διάχυτη η μη απόδοση δικαιοσύνης, που ένα βαρύτερο έγκλημα τιμωρείται με μικρότερη ποινή και ένα πιο ελαφρύ με μεγαλύτερη, επειδή ο δικαστής του ενός δικαστηρίου ήταν πιο επιεικής και του άλλου πιο σκληρός. Πολλά επίσης είναι τα παραδείγματα που Εισαγγελείς δε κάνουν δεκτή μία απλή αίτηση ώστε να μπορεί ο κατηγορούμενος να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Απορρίπτονται αιτήσεις δοσοποίησης της χρηματικής ποινής λόγω αδυναμίας πληρωμής του κατηγορουμένου, τις περισσότερες φορές αναιτιολόγητα. Το χειρότερο δε είναι, ο Εισαγγελέας να μη «βρίσκει» δικάσιμο μέσα στο Καλοκαίρι για να εισάγει στο ακροατήριο την αίτηση δοσοποίησης, με το πρόσχημα ότι είναι γεμάτα τα πινάκια, με αποτέλεσμα να αφήνει εντός φυλακής επί 2 μήνες έναν άνθρωπο, μέχρι να έρθει ο Σεπτέμβριος όπου θα δικαστεί η αίτηση και τότε μετά από κάποιες ημέρες θα αποφυλακιστεί κάποιος, που δεν έπρεπε να μείνει ούτε δευτερόλεπτο μέσα στη φυλακή.
Άλλο τρανταχτό παράδειγμα είναι η απόρριψη από τον Εισαγγελέα της αίτηση προτίμησης ή αίτησης πιο σύντομης δικασίμου, με αποτέλεσμα ο κρατούμενος να ολοκληρώνει το σύνολο της ποινής του και να αποφυλακίζεται, πριν καν ακόμα δικαστεί σε δεύτερο βαθμό, ο οποίος (2ος βαθμός) καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου. Η δικαιοσύνη θα έπρεπε να έχει μεριμνήσει ώστε να δικάζεται σε δεύτερο βαθμό ένας κατηγορούμενος (Εφετείο), προτού ολοκληρώσει την Πρωτόδικη ποινή του, για να έχει κάποια σημασία η Έφεση και για να έχει ελπίδες ότι στον δεύτερο βαθμό θα μειωθεί ή και θα εξαλειφθεί εντελώς η ποινή του. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει διότι κάποιος αδιάφορος άνθρωπος δεν έχει την ηθικές αξίες και αρχές, δεν έχει τη συνείδηση -γιατί αυτό δεν έχει να κάνει με νομικές γνώσεις- να αλλάξει μία απλή ημερομηνία προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη. Τι να το κάνει ο κρατούμενος, που πρωτοδίκως έχει ποινή 6 έτη και την έχει εκτίσει και βρίσκεται ήδη εκτός φυλακής, να δικαστεί από το Εφετείο και ενδεχομένως να αθωωθεί; Ποιος θα του μπαλώσει τα κουρέλια της χαμένης του αξιοπρέπειας;
Με βάση την αρχή της αναλογικότητας, την οποία σπάνια ακολουθούν τα δικαστήρια, τα επόμενα παραδείγματα σοκάρουν. Από τη νομολογία, υπάρχουν πλείστες βαριές περιπτώσεις, σκληρών κακοποιών τις οποίες η δικαιοσύνη αντιμετώπισε με επιείκεια την ίδια στιγμή που σε ελαφρύτερες περιπτώσεις επεβλήθησαν δυσανάλογα σκληρές ποινές. Για παράδειγμα, καταδικάστηκαν για θανατηφόρα σωματική βλάβη και όχι για ανθρωποκτονία από πρόθεση, με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε ανθρωποκτόνος δόλος, κατηγορούμενοι που διέπραξαν τα εξής αδικήματα και βέβαια επήλθε ο θάνατος του παθόντος : γροθιές και κλωτσιές σε ευπαθές σημείο όπως το κεφάλι ή βίαιο σπρώξιμο ηλικιωμένου ο οποίος χτύπησε το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο ή χτύπημα με ξύλινο βαρύ ραβδί ή πλήγμα με μαχαίρι στην κοιλιά, ή πυροβολισμός αστυνομικού κατά την καταδίωξη ή απώθηση ηλικιωμένου που έπεσε και υπέστη κάταγμα και απεβίωσε μετά από τετραήμερο ή πυροβολισμός στο πόδι ή στον ώμο ή λιθοβολισμός του παθόντα. Αυτές ήταν επιεικείς αποφάσεις που το πλαίσιο ποινής είναι 5 μέχρι 10 έτη, και παρόλο που απεβίωσε άνθρωπος, ο δράστης μετά από 2-3 έτη το πολύ θα βρίσκεται εκτός φυλακής. Την ίδια στιγμή, η δικαιοσύνη καταδίκασε σε δις ισόβια, έναν αλλοδαπό που φίμωσε μία ηλικιωμένη γυναίκα για να την ληστέψει και δυστυχώς αυτή απεβίωσε, χωρίς να υπάρχει με σαφήνεια ανθρωποκτόνος δόλος. Δε χωράει αμφιβολία ότι αυτός ο άνθρωπος πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Όμως ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι υπήρχε πρόθεση να σκοτώσει την ηλικιωμένη κυρία όταν απλά τη φίμωσε. Εάν επιθυμούσε να σκοτώσει, θα μπορούσε να βρει εύκολα κάποιον πιο σύντομο δρόμο και πιο γρήγορο τρόπο, είτε χρησιμοποιώντας πιστόλι ή μαχαίρι, είτε τα ίδια του τα χέρια μιας και η ηλικιωμένη κυρία μπροστά του ήταν αδύναμη. Εδώ έχουμε το εξής παράδοξο. Κάποιος που μαχαιρώνει ή πυροβολεί ή χτυπάει μέχρι θανάτου, αντιμετωπίζεται με επιείκεια και κάποιος που απλά φιμώνει κάποιον, αντιμετωπίζεται υπέρ το δέον σκληρά, ίσως και απάνθρωπα σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιπτώσεις, εάν αναλογιστούμε ότι αυτός ο άνθρωπος θα μείνει ίσως και 25 έτη στη φυλακή ενώ οι υπόλοιποι σε 2-3 έτη θα έχουν εκτίσει την ποινή τους. Ακόμα και δολοφόνοι που σκοτώνουν δίχως δεύτερη σκέψη, καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη ενώ ο ως άνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε δις ισόβια λόγω και της ληστείας, ακόμα και εάν δεν είχε ανθρωποκτόνο δόλο.
Τελευταίο παράδειγμα σκληρής μεταχείρισης μπορεί να χαρακτηριστεί μία υπόθεση ανθρωποκτονίας. Ένας σύζυγος φιλονίκησε με την εν διαστάσει σύζυγο του και τον εραστή της. Ο τελευταίος χειροδίκησε βιαίως εναντίον του συζύγου, μπροστά στα δύο ανήλικα παιδιά του, με χτυπήματα σε όλο το σώμα, μπουνιές, κλωτσιές, με αποτέλεσμα να του σπάσουν τα δόντια και να του δημιουργηθούν κακώσεις και μώλωπες παντού. Ο σύζυγος, βγήκε εκτός εαυτού και παίρνοντας ένα μαχαίρι, του κατέβαλλε 4 μαχαιριές και τον σκότωσε. Αμέσως πέταξε το μαχαίρι, κάλεσε ταξί και παραδόθηκε στην Αστυνομία. Σε αυτόν τον άνθρωπο, δεν αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας, ούτε της προηγούμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος, ούτε και ο ισχυρισμός περί βρασμού ψυχικής ορμής, κάτι που εμφαίνεται από το σύνολο της δικογραφίας. Δε χρειάζονται νομικές γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς ότι ένας άνθρωπος οικογενειάρχης 50 ετών, είναι σε κατάσταση βρασμού ψυχής όταν δέχεται βίαια χτυπήματα μπροστά στην οικογένειά του, από τον άνθρωπο που του κατέστρεψε την οικογένεια. Φυσιολογικό να νιώθει οργή, φόβο και ντροπή, καθόλου φυσιολογική η ποινή της ισοβίου καθείρξεως που του επεβλήθη. Οι δικαστές και οι ένορκοι, παρασύρθηκαν και του καθόρισαν το υπόλοιπο της ζωής του.
Ακόμα και στις δίκες για ναρκωτικά υπάρχει δυσαναλογία στις ποινές αλλά και στην ποινική αντιμετώπιση τόσο των εξαρτημένων χρηστών-τοξικομανών, όσο και των εμπόρων ναρκωτικών. Ο νόμος 4139/2013, περιέλαβε σειρά από ρυθμίσεις που είχαν σαν σκοπό την ιατρική αντιμετώπιση των τοξικομανών και την εφαρμογή νέας σωφρονιστικής αντίληψης για τους παραβάτες. Στο εξής οι τοξικομανείς θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται (κατά κανόνα) με μέτρα θεραπείας και όχι με μέτρα ποινικής εξολόθρευσης. Σημειώνεται ότι το 35% των έγκλειστων στις ελληνικές φυλακές βρίσκεται εκεί για παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Η αναποτελεσματικότητα της φυλάκισης ως μεθόδου αποκατάστασης των χρηστών είναι δεδομένη. Όμως παρόλη τη θέληση που υπήρχε, και την προσπάθεια που έγινε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, δυστυχώς στη πράξη δεν αποκαθίσταται η δικαιοσύνη και δεν απλουστεύτηκε η διαδικασία προς το συμφέρον του δικαίου. Πλέον όποιος μπορέσει με νόμιμο ή παράνομο τρόπο να προμηθευτεί μία ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, αυτομάτως η ποινική του αντιμετώπιση διαφοροποιείται, γίνεται ηπιότερη με αποτέλεσμα ένας έμπορος ναρκωτικών με μεγάλες ποσότητες ουσιών, πιθανόν να πέσει στα μαλακά, έχοντας μία ποινή κάτω από 5 έτη που τον οδηγεί με βεβαιότητα εκτός φυλακής. Αντιθέτως στη δικαστηριακή πραγματικότητα, έχουν υπάρξει Εισαγγελικοί λειτουργοί που για 0,3 γραμμάρια ινδικής κάνναβης έχουν προτείνει ενοχή του χρήστη για διακίνηση ουσιών με πλαίσιο ποινής 8-20 έτη, κάτι που φαντάζει ασύλληπτο εάν σκεφτούμε πόσοι άνθρωποι παγκοσμίως προμηθεύονται καθημερινά τέτοιες μικρές ποσότητες προς ιδία χρήση.
Ο ρόλος του Εισαγγελέα είναι να αναζητάει την αλήθεια, κάτι που ελλείπει από το δικαιικό μας σύστημα αυτή τη στιγμή. Ελάχιστοι είναι οι Εισαγγελείς που αναλαμβάνουν την ευθύνη να πράξουν τα δέοντα χωρίς ωχαδερφισμό και αδιαφορία για άτομα επιστημονικά άρρωστα και κατατρεγμένα. Με όλα τα παραπάνω, σταδιακά αμβλύνεται ο σεβασμός αλλά και η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στον θεσμό της Δικαιοσύνης που παλαιότερα μαζί με την Εκκλησία και τις Ένοπλες Δυνάμεις μονοπωλούσε τις πρώτες θέσεις.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να βρεθεί δικαιοσύνη σε αυτή τη ζωή και σε αυτή τη κοινωνική συγκυρία και όχι να έχουμε μόνο νόμους. Σε αυτό πρέπει να βοηθήσουν και οι δικαστές με τη δράση τους, με σωστές αποφάσεις και με ορθή κρίση. Οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν μία μεγάλη αποστολή, να προστατεύουν όσο μπορούν καλύτερα τη ζωή και την ακεραιότητα του ανθρώπου, τη τιμή του και την αξιοπρέπεια του, την ελευθερία του και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και θα πρέπει να επιτελούν τη λειτουργία αυτή με σθένος, καθαρή συνείδηση, ψυχραιμία και σύνεση. Οι αξιακές σταθερές του δικαιοδοτικού και δικαιοπολιτικού μας νομικού πολιτισμού, επιβάλλουν να χαίρει ο οποιασδήποτε κατηγορούμενος μιας δίκαιης δίκης.
Πρέπει να γίνει αποδεκτό και κατανοητό ότι η «ΣΟΦΙΑ» του Δικαστή είναι πάνω από το δόγμα και πάνω από τη ρητορική ικανότητα του κάθε δικηγόρου. Και ουσιαστικά οι δικαστές γνωρίζουν το σωστό, το δίκαιο και το νόμο καλύτερα από τον καθέναν μας, γιατί είναι και δικαστικοί λειτουργοί, επιστήμονες, αλλά και άνθρωποι με κοινωνική μόρφωση και παιδεία.
Του Κωνσταντίνου Νίκαινα
Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις των τελευταίων ετών και τα κατά καιρούς ατοπήματα ανώτατων δικαστικών, έχουν οδηγήσει αρκετούς σε βαθύτατο προβληματισμό σχετικά με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Δυστυχώς στις μέρες μας η ζυγαριά της δικαιοσύνης δεν είναι πάντοτε ισορροπημένη. Μεταξύ της δικαιοσύνης και της απονομής δικαιοσύνης υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που τις χωρίζει. Είναι δεδομένο ότι κάποιος πρέπει να λαμβάνει μία τιμωρία για κάποια αξιόποινη πράξη που έχει διαπράξει, Όμως να είναι μία τιμωρία δίκαιη και σωστή, λαμβανομένων υπόψη κάποιων σημαντικών παραμέτρων οι οποίες βοηθούν στην αποφυγή της όποιας αδικίας και της επιβολής τιμωρίας δυσανάλογης με το έγκλημα.
Οι παράμετροι αυτοί είναι o βαθμός της εγκληματικής διάθεσης, η προσωπικότητα του δράστη, τα αίτια από τα οποία ωθήθηκε στο έγκλημα, ο σκοπός που επεδίωκε, ο χαρακτήρας του, ο προηγούμενος βίος του, η βλάβη που προκάλεσε και ο κίνδυνος που προξένησε, η ένταση του δόλου καθώς και η φύση και το είδος του εγκλήματος. Σημαντική είναι επίσης και η διαγωγή του μετά την τέλεση της πράξης.
Ναι μεν οι Έλληνες δικαστές έχουν κάθε δίκιο να είναι οργισμένοι με την ελληνική Πολιτεία που δεν τους προστάτευσε επαρκώς από τις αδηφάγες διαθέσεις των δανειστών ώστε να μπορούν να ασκούν με αξιοπρέπεια το λειτούργημά τους, αλλά από την άλλη δεν είναι δυνατόν και δε δικαιούνται να παίζουν με την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια. Ναι με οι δικαστές προσπαθούν να δικαιώσουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αυτό δηλαδή που είναι σύμφωνο με την ηθική και τη δικαιοσύνη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να φυλακίζονται ή να καταδικάζονται άνθρωποι με αμφισβητούμενα στοιχεία. Άλλωστε υπάρχει και η ύψιστη δικονομική αρχή του «in dubio pro reo», βάση της οποίας η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου, κάτι που δυστυχώς δεν εφαρμόζεται από την πλειοψηφία των δικαστηρίων της χώρας μας.
Υπάρχει αδήριτη η ανάγκη κοινωνικής εξυγίανσης των πολιτών που φοβούνται για την ασφάλειά τους και αισθάνονται ατομικά και κοινωνικά απειλούμενοι από τη διάχυτη εγκληματικότητα. Αυτός ο εξοστρακισμός είναι ακραία μορφή πρόσληψης της ποινικής δικαιοσύνης αλλά δυστυχώς αρκετά διαδεδομένος στην Ελληνική Ποινική πραγματικότητα. Η γενική εικόνα του κοινού δείχνει ότι ανησυχεί για μια κατηγορία εγκλημάτων, τα εγκλήματα βίας, τα οποία δεν αντιπροσωπεύουν πάνω από το 10% της συνολικής εγκληματικότητας, παρότι προβάλλονται κατά κόρον από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Και έτσι δημιουργείται ο φόβος σε δικαστές και ενόρκους, με αποτέλεσμα να υπάρχει μία υπέρ το δέον σκληρότητα και καμία επιείκεια στην αντιμετώπιση των κατηγορουμένων των συγκεκριμένων εγκλημάτων.
Η πίεση της κοινωνίας για παραδειγματική τιμωρία του δράστη, μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτα άδικες και υπερβολικές ποινές, ιδιαίτερα σε εγκλήματα ειδεχθή. Όμως εδώ, η ικανοποίηση του θύματος και της κοινής γνώμης πρέπει να παίζουν τον μικρότερο ρόλο σε σχέση με την επανένταξη του δράστη και την τιμωρία του.
Αντίθετα σε εγκλήματα οικονομικής φύσεως, οι ποινές είναι αναλογικά μικρές και σχεδόν πάντα με ανασταλτικό αποτέλεσμα στην Έφεση, δηλαδή οι κατηγορούμενοι μένουν εκτός φυλακής μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεση τους σε δεύτερο βαθμό, όπου εκεί συνήθως έχει περάσει τεράστιο χρονικό διάστημα (ενίοτε και παραπάνω από μία δεκαετία), που σημαίνει ότι είναι ελάχιστες οι πιθανότητες να μπει στη φυλακή ο κατηγορούμενος.
Όλα θα ήταν πιο σύννομα και πιο ορθολογικά εάν εφαρμοζόταν η αρχή της αναλογικότητας. Η ποινική δικαιοσύνη είναι ένας κατ' εξοχήν κρατικός θεσμός, που αφορά σε μια βαριά προσβολή ή περιορισμό συνταγματικών ελευθεριών, ώστε εξ’ αυτού να προκύπτει το ενδεχόμενο ενός αναγκαίου περιορισμού αυτών των προσβολών-περιορισμών, μέσω της αρχής της αναλογικότητας, στην οποία, επομένως, θα πρέπει κατεξοχήν εδώ να αποδοθεί ο αντίστοιχος σεβασμός. Η ποινική νομοθέτηση και η εφαρμογή του ποινικού δικαίου θα πρέπει να νοούνται ακριβώς ως ενάσκηση στην αρχή της αναλογικότητας η οποία σχετίζεται με τα δυο κεντρικά θεμελιώδη μεγέθη του τομέα μας: Το έγκλημα και την ποινή. Αυτό που αναγνωρίζεται ως έγκλημα στο νόμο, πρέπει απαραιτήτως να είναι ανάλογο προς την ποινή. Μόνον η επιβεβλημένη αναλογία προς την αδιαμφισβήτητη ποινή μπορεί να μας βοηθήσει να διασφαλίσουμε την απαραίτητη οριοθέτηση του εγκλήματος. Το κακό που ενέχει το έγκλημα θα πρέπει προπάντων να αντιστοιχεί στην επιβολή του κακού που ενυπάρχει εγγενώς στην ποινή, και στην ηθική αποδοκιμασία που εμπεριέχεται σ’ αυτήν. Η ποινή στον ουσιαστικό πυρήνα της είναι μια νομοθετικά προβλεπόμενη σκληρή μεταχείριση, δηλαδή ένα κακό, το οποίον επιβάλλεται από το κράτος σε ένα υποκείμενο, ως αποκλειστική έκφραση μιας ιδιαίτερης κοινωνικοηθικής αποδοκιμασίας που του αξίζει εξαιτίας μιας παραβατικής συμπεριφοράς του.
Το ιδιαίτερης ευθύνης έργο της διασφάλισης μιας αναλογικότητας μεταξύ εγκλήματος και ποινής εναπόκειται καταρχήν στην προνομιακή κρίση του νομοθέτη αλλά με μια βασική εξαίρεση: Εναπόκειται στο δικαστήριο να επέμβει, εάν σε κάποια περίπτωση διαπιστωθεί ότι μια απλή κοινωνική αντίληψη περί ηθικής, χρησιμοποιείται ως μοναδικό στήριγμα του αξιοποίνου. Η απλή ανηθικότητα, όπως λέγεται, δεν αρκεί για την ποινικοποίηση. Επιτακτική προβάλλει λοιπόν η εφαρμογή της αρχής αυτής, στα μέτρα ποινικής καταστολής (ποινές, μέτρα ασφαλείας) και στα μέτρα δικονομικού καταναγκασμού (σύλληψη με δικαστικό ένταλμα, βίαιη προσαγωγή, επιβολή περιοριστικών όρων, προσωρινή κράτηση). Ειδικά δε στα τελευταία, που συνιστούν περιορισμό ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου πριν την κήρυξη της ενοχής αυτού, ενόσω δηλαδή διαρκεί το τεκμήριο αθωότητάς του, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας προβάλλει επιτακτική και έχει ήδη τύχει του δέοντος σχολιασμού από τη θεωρία.
Στη σημερινή εποχή, νομιμοποιήθηκαν ανταποδοτικές και εκδικητικές τάσεις της αντεγκληματικής πολιτικής, με πρόσχημα ότι εξέφραζαν τις «ανάγκες» και απαιτήσεις των πολιτών. Αυτό είχε ως συνέπεια, δράστες να καταδικάζονται σε ποινές μεγαλύτερες από το κανονικό, ακόμα και για εγκλήματα που ο νομικός τους χαρακτηρισμός δεν είναι ο σωστός. Όπως πολύ σωστά είχε πει ο Αφροαμερικανός ηγέτης Μάρτιν Λούθερ Κινγκ «Δεν είναι δυνατό να είσαι υπέρ της δικαιοσύνης για κάποιους ανθρώπους και να μην είσαι υπέρ της δικαιοσύνης για όλους τους ανθρώπους».
Ειδικά σε δίκες για σοβαρά αδικήματα κατά της ζωής αλλά και κατά της περιουσίας, τα πράγματα είναι ανεξέλεγκτα και η ζωή ενός κατηγορουμένου εξαρτάται άμεσα από το ποιος δικαστής θα τον δικάσει, αν είναι «καλή η έδρα» του όποιου Εφετείου, όπως λέγεται στα πηγαδάκια των δικηγόρων, και αν οι ένορκοι- οι οποίοι είναι απλοί πολίτες- θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Διότι οι ένορκοι παρόλο που δεν έχουν νομικές γνώσεις, δε καθίστανται δευτερεύοντες παράγοντες της δίκης αλλά είναι ισότιμοι με τους δικαστές και η ψήφος τους είναι δυνατή και έχει ακριβώς την ίδια βαρύτητα με των υπολοίπων. Πρέπει να παραμείνουν αμερόληπτοι και να μην επηρεαστούν από μία σειρά παραγόντων και μπερδευτούν από τον τεράστιο όγκο πληροφοριών που δέχονται σε τέτοιες σοβαρές υποθέσεις. Όμως το μέλλον του κατηγορουμένου θα έπρεπε να εξαρτάται 100% από το νόμο και από τη νομολογία και όχι από την ανθρώπινη αδυναμία των παραγόντων της δίκης.
Όλοι πρέπει να αποφασίζουν με γνώμονα το δίκαιο, το νόμο και τη συνείδησή τους. Πολλά είναι τα παραδείγματα αποφάσεων που θα λύγιζαν και τον πιο σκληρό άνθρωπο, που είναι διάχυτη η μη απόδοση δικαιοσύνης, που ένα βαρύτερο έγκλημα τιμωρείται με μικρότερη ποινή και ένα πιο ελαφρύ με μεγαλύτερη, επειδή ο δικαστής του ενός δικαστηρίου ήταν πιο επιεικής και του άλλου πιο σκληρός. Πολλά επίσης είναι τα παραδείγματα που Εισαγγελείς δε κάνουν δεκτή μία απλή αίτηση ώστε να μπορεί ο κατηγορούμενος να έχει πρόσβαση στη δικαιοσύνη. Απορρίπτονται αιτήσεις δοσοποίησης της χρηματικής ποινής λόγω αδυναμίας πληρωμής του κατηγορουμένου, τις περισσότερες φορές αναιτιολόγητα. Το χειρότερο δε είναι, ο Εισαγγελέας να μη «βρίσκει» δικάσιμο μέσα στο Καλοκαίρι για να εισάγει στο ακροατήριο την αίτηση δοσοποίησης, με το πρόσχημα ότι είναι γεμάτα τα πινάκια, με αποτέλεσμα να αφήνει εντός φυλακής επί 2 μήνες έναν άνθρωπο, μέχρι να έρθει ο Σεπτέμβριος όπου θα δικαστεί η αίτηση και τότε μετά από κάποιες ημέρες θα αποφυλακιστεί κάποιος, που δεν έπρεπε να μείνει ούτε δευτερόλεπτο μέσα στη φυλακή.
Άλλο τρανταχτό παράδειγμα είναι η απόρριψη από τον Εισαγγελέα της αίτηση προτίμησης ή αίτησης πιο σύντομης δικασίμου, με αποτέλεσμα ο κρατούμενος να ολοκληρώνει το σύνολο της ποινής του και να αποφυλακίζεται, πριν καν ακόμα δικαστεί σε δεύτερο βαθμό, ο οποίος (2ος βαθμός) καθίσταται πλέον άνευ αντικειμένου. Η δικαιοσύνη θα έπρεπε να έχει μεριμνήσει ώστε να δικάζεται σε δεύτερο βαθμό ένας κατηγορούμενος (Εφετείο), προτού ολοκληρώσει την Πρωτόδικη ποινή του, για να έχει κάποια σημασία η Έφεση και για να έχει ελπίδες ότι στον δεύτερο βαθμό θα μειωθεί ή και θα εξαλειφθεί εντελώς η ποινή του. Δυστυχώς αυτό δεν συμβαίνει διότι κάποιος αδιάφορος άνθρωπος δεν έχει την ηθικές αξίες και αρχές, δεν έχει τη συνείδηση -γιατί αυτό δεν έχει να κάνει με νομικές γνώσεις- να αλλάξει μία απλή ημερομηνία προκειμένου να αποδοθεί δικαιοσύνη. Τι να το κάνει ο κρατούμενος, που πρωτοδίκως έχει ποινή 6 έτη και την έχει εκτίσει και βρίσκεται ήδη εκτός φυλακής, να δικαστεί από το Εφετείο και ενδεχομένως να αθωωθεί; Ποιος θα του μπαλώσει τα κουρέλια της χαμένης του αξιοπρέπειας;
Με βάση την αρχή της αναλογικότητας, την οποία σπάνια ακολουθούν τα δικαστήρια, τα επόμενα παραδείγματα σοκάρουν. Από τη νομολογία, υπάρχουν πλείστες βαριές περιπτώσεις, σκληρών κακοποιών τις οποίες η δικαιοσύνη αντιμετώπισε με επιείκεια την ίδια στιγμή που σε ελαφρύτερες περιπτώσεις επεβλήθησαν δυσανάλογα σκληρές ποινές. Για παράδειγμα, καταδικάστηκαν για θανατηφόρα σωματική βλάβη και όχι για ανθρωποκτονία από πρόθεση, με το σκεπτικό ότι δεν υπήρχε ανθρωποκτόνος δόλος, κατηγορούμενοι που διέπραξαν τα εξής αδικήματα και βέβαια επήλθε ο θάνατος του παθόντος : γροθιές και κλωτσιές σε ευπαθές σημείο όπως το κεφάλι ή βίαιο σπρώξιμο ηλικιωμένου ο οποίος χτύπησε το κεφάλι του στο πεζοδρόμιο ή χτύπημα με ξύλινο βαρύ ραβδί ή πλήγμα με μαχαίρι στην κοιλιά, ή πυροβολισμός αστυνομικού κατά την καταδίωξη ή απώθηση ηλικιωμένου που έπεσε και υπέστη κάταγμα και απεβίωσε μετά από τετραήμερο ή πυροβολισμός στο πόδι ή στον ώμο ή λιθοβολισμός του παθόντα. Αυτές ήταν επιεικείς αποφάσεις που το πλαίσιο ποινής είναι 5 μέχρι 10 έτη, και παρόλο που απεβίωσε άνθρωπος, ο δράστης μετά από 2-3 έτη το πολύ θα βρίσκεται εκτός φυλακής. Την ίδια στιγμή, η δικαιοσύνη καταδίκασε σε δις ισόβια, έναν αλλοδαπό που φίμωσε μία ηλικιωμένη γυναίκα για να την ληστέψει και δυστυχώς αυτή απεβίωσε, χωρίς να υπάρχει με σαφήνεια ανθρωποκτόνος δόλος. Δε χωράει αμφιβολία ότι αυτός ο άνθρωπος πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά. Όμως ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα ότι υπήρχε πρόθεση να σκοτώσει την ηλικιωμένη κυρία όταν απλά τη φίμωσε. Εάν επιθυμούσε να σκοτώσει, θα μπορούσε να βρει εύκολα κάποιον πιο σύντομο δρόμο και πιο γρήγορο τρόπο, είτε χρησιμοποιώντας πιστόλι ή μαχαίρι, είτε τα ίδια του τα χέρια μιας και η ηλικιωμένη κυρία μπροστά του ήταν αδύναμη. Εδώ έχουμε το εξής παράδοξο. Κάποιος που μαχαιρώνει ή πυροβολεί ή χτυπάει μέχρι θανάτου, αντιμετωπίζεται με επιείκεια και κάποιος που απλά φιμώνει κάποιον, αντιμετωπίζεται υπέρ το δέον σκληρά, ίσως και απάνθρωπα σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιπτώσεις, εάν αναλογιστούμε ότι αυτός ο άνθρωπος θα μείνει ίσως και 25 έτη στη φυλακή ενώ οι υπόλοιποι σε 2-3 έτη θα έχουν εκτίσει την ποινή τους. Ακόμα και δολοφόνοι που σκοτώνουν δίχως δεύτερη σκέψη, καταδικάζονται σε ισόβια κάθειρξη ενώ ο ως άνω κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε δις ισόβια λόγω και της ληστείας, ακόμα και εάν δεν είχε ανθρωποκτόνο δόλο.
Τελευταίο παράδειγμα σκληρής μεταχείρισης μπορεί να χαρακτηριστεί μία υπόθεση ανθρωποκτονίας. Ένας σύζυγος φιλονίκησε με την εν διαστάσει σύζυγο του και τον εραστή της. Ο τελευταίος χειροδίκησε βιαίως εναντίον του συζύγου, μπροστά στα δύο ανήλικα παιδιά του, με χτυπήματα σε όλο το σώμα, μπουνιές, κλωτσιές, με αποτέλεσμα να του σπάσουν τα δόντια και να του δημιουργηθούν κακώσεις και μώλωπες παντού. Ο σύζυγος, βγήκε εκτός εαυτού και παίρνοντας ένα μαχαίρι, του κατέβαλλε 4 μαχαιριές και τον σκότωσε. Αμέσως πέταξε το μαχαίρι, κάλεσε ταξί και παραδόθηκε στην Αστυνομία. Σε αυτόν τον άνθρωπο, δεν αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας, ούτε της προηγούμενης ανάρμοστης συμπεριφοράς του παθόντος, ούτε και ο ισχυρισμός περί βρασμού ψυχικής ορμής, κάτι που εμφαίνεται από το σύνολο της δικογραφίας. Δε χρειάζονται νομικές γνώσεις για να αντιληφθεί κανείς ότι ένας άνθρωπος οικογενειάρχης 50 ετών, είναι σε κατάσταση βρασμού ψυχής όταν δέχεται βίαια χτυπήματα μπροστά στην οικογένειά του, από τον άνθρωπο που του κατέστρεψε την οικογένεια. Φυσιολογικό να νιώθει οργή, φόβο και ντροπή, καθόλου φυσιολογική η ποινή της ισοβίου καθείρξεως που του επεβλήθη. Οι δικαστές και οι ένορκοι, παρασύρθηκαν και του καθόρισαν το υπόλοιπο της ζωής του.
Ακόμα και στις δίκες για ναρκωτικά υπάρχει δυσαναλογία στις ποινές αλλά και στην ποινική αντιμετώπιση τόσο των εξαρτημένων χρηστών-τοξικομανών, όσο και των εμπόρων ναρκωτικών. Ο νόμος 4139/2013, περιέλαβε σειρά από ρυθμίσεις που είχαν σαν σκοπό την ιατρική αντιμετώπιση των τοξικομανών και την εφαρμογή νέας σωφρονιστικής αντίληψης για τους παραβάτες. Στο εξής οι τοξικομανείς θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται (κατά κανόνα) με μέτρα θεραπείας και όχι με μέτρα ποινικής εξολόθρευσης. Σημειώνεται ότι το 35% των έγκλειστων στις ελληνικές φυλακές βρίσκεται εκεί για παραβίαση της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Η αναποτελεσματικότητα της φυλάκισης ως μεθόδου αποκατάστασης των χρηστών είναι δεδομένη. Όμως παρόλη τη θέληση που υπήρχε, και την προσπάθεια που έγινε από τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή, δυστυχώς στη πράξη δεν αποκαθίσταται η δικαιοσύνη και δεν απλουστεύτηκε η διαδικασία προς το συμφέρον του δικαίου. Πλέον όποιος μπορέσει με νόμιμο ή παράνομο τρόπο να προμηθευτεί μία ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη, αυτομάτως η ποινική του αντιμετώπιση διαφοροποιείται, γίνεται ηπιότερη με αποτέλεσμα ένας έμπορος ναρκωτικών με μεγάλες ποσότητες ουσιών, πιθανόν να πέσει στα μαλακά, έχοντας μία ποινή κάτω από 5 έτη που τον οδηγεί με βεβαιότητα εκτός φυλακής. Αντιθέτως στη δικαστηριακή πραγματικότητα, έχουν υπάρξει Εισαγγελικοί λειτουργοί που για 0,3 γραμμάρια ινδικής κάνναβης έχουν προτείνει ενοχή του χρήστη για διακίνηση ουσιών με πλαίσιο ποινής 8-20 έτη, κάτι που φαντάζει ασύλληπτο εάν σκεφτούμε πόσοι άνθρωποι παγκοσμίως προμηθεύονται καθημερινά τέτοιες μικρές ποσότητες προς ιδία χρήση.
Ο ρόλος του Εισαγγελέα είναι να αναζητάει την αλήθεια, κάτι που ελλείπει από το δικαιικό μας σύστημα αυτή τη στιγμή. Ελάχιστοι είναι οι Εισαγγελείς που αναλαμβάνουν την ευθύνη να πράξουν τα δέοντα χωρίς ωχαδερφισμό και αδιαφορία για άτομα επιστημονικά άρρωστα και κατατρεγμένα. Με όλα τα παραπάνω, σταδιακά αμβλύνεται ο σεβασμός αλλά και η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στον θεσμό της Δικαιοσύνης που παλαιότερα μαζί με την Εκκλησία και τις Ένοπλες Δυνάμεις μονοπωλούσε τις πρώτες θέσεις.
Είναι επιτακτική η ανάγκη να βρεθεί δικαιοσύνη σε αυτή τη ζωή και σε αυτή τη κοινωνική συγκυρία και όχι να έχουμε μόνο νόμους. Σε αυτό πρέπει να βοηθήσουν και οι δικαστές με τη δράση τους, με σωστές αποφάσεις και με ορθή κρίση. Οι δικαστικοί λειτουργοί έχουν μία μεγάλη αποστολή, να προστατεύουν όσο μπορούν καλύτερα τη ζωή και την ακεραιότητα του ανθρώπου, τη τιμή του και την αξιοπρέπεια του, την ελευθερία του και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και θα πρέπει να επιτελούν τη λειτουργία αυτή με σθένος, καθαρή συνείδηση, ψυχραιμία και σύνεση. Οι αξιακές σταθερές του δικαιοδοτικού και δικαιοπολιτικού μας νομικού πολιτισμού, επιβάλλουν να χαίρει ο οποιασδήποτε κατηγορούμενος μιας δίκαιης δίκης.
Πρέπει να γίνει αποδεκτό και κατανοητό ότι η «ΣΟΦΙΑ» του Δικαστή είναι πάνω από το δόγμα και πάνω από τη ρητορική ικανότητα του κάθε δικηγόρου. Και ουσιαστικά οι δικαστές γνωρίζουν το σωστό, το δίκαιο και το νόμο καλύτερα από τον καθέναν μας, γιατί είναι και δικαστικοί λειτουργοί, επιστήμονες, αλλά και άνθρωποι με κοινωνική μόρφωση και παιδεία.
Του Κωνσταντίνου Νίκαινα
Πρώτο Θέμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου